Τρίτη 23 Ιουνίου 2015

Edgar Allan Poe, «Το Ημερολόγιο του Ιουλίου Ρόντμαν»


Πιάνοντας στα χέρια σου τον συγκινητικά όμορφο τόμο Το Ημερολόγιο του Ιουλίου Ρόντμαν του Edgar Allan Poe, από τις εκδόσεις «Περισπωμένη» σε αριστοτεχνική μετάφραση του Μιχάλη Παπαντωνόπουλου, νιώθεις σαν να ’χεις ξεκρεμάσει έναν παλιό πίνακα από τον τοίχο, να τον έχεις βγάλει από την κορνίζα του και να τον βαστάς δίπλα στην καρδιά σου προσπαθώντας να αφουγκραστείς τις γραμμές του. Είναι ένα παλλόμενο έργο — μια γκραβούρα ίσως, ή μια καλλιτεχνική δαγεροτυπία. Κάτι εύθραυστο και ακριβό. Ή, νιώθεις σαν να κρατάς στο χέρι σου ένα βαρύ ποτήρι γεμάτο κατά το εν τρίτον με ένα πολύ παλιό μολτ.

Πλούσια έκδοση, δωρική και αρχοντική συνάμα, κομψή και στέρεη — ζηλευτή. Η τέχνη της παραδοσιακής τυπογραφίας, σχεδόν ιαπωνικών καταβολών παρά την καθαρά ευρωπαϊκή της ταυτότητα, θεραπεύεται ακόμη από κάποιους λίγους στην Ελλάδα: όλοι τους γνωρίζουν ότι τα βιβλία τους δεν πρόκειται, εκτός από ελαχιστότατες περιπτώσεις, να τύχουν ευρείας αποδοχής, να αγοραστούν πολύ, να αγαπηθούν πλατιά. Πράγματα που σαφώς και έχουν σημασία, μα που δεν μπορούν να σε επηρεάσουν. Όχι όταν σε καίνε οι ωραίες χρυσές τομές των παλιών μαστόρων σε μια καλά ισορροπημένη σελίδα τίτλου. Ή η αυστηρή γλυκύτητα των Απλών στοιχείων με τις λυγερές πατούρες, το αναγκαίο έρμα του πολυτονικού, τα αριστοκρατικά, φαρδιά περιθώρια, το κιμπάρικο χαρτί, η προσεκτική στοιχειοθεσία, η ορθή διαστίχωση, η τυπική σελιδαρίθμηση, οι τηλεγραφικές πληροφορίες του κολοφώνα, του πιο ποιητικού μέλους τού όλου βιβλίου, η καλά ραφτή βιβλιοδεσία, ή οι θαυμαστά τυπωμένες εφτά έγχρωμες ξυλογραφίες που κοσμούν τον συγκεκριμένο τόμο: εδώ ο εκδότης-επιμελητής κάνει θαύματα, απλώς υπακούοντας στην παράδοση, με δυο-τρεις ωραίες, διακριτές πινελιές προσωπικού touch.

Το ημιτελές αυτό μυθιστόρημα του Πόε —ημιτελές καθώς σταμάτησε πλέον να τον απασχολεί μετά τη σύγκρουσή του με τον εκδότη του περιοδικού όπου δημοσιευόταν σε συνέχειες (1840), για να επιδοθεί εφεξής στο κυρίως διήγημα, αποσπώντας έτσι άσπλαχνα από τα χέρια μας έναν δεύτερο Άρθουρ Γκόρντον Πιμ (1838)—, εφόσον μιλάμε ακριβώς γι’ αυτό τον επιβλητικό πυλώνα των αμερικανικών Γραμμάτων που επηρέασε όσο λίγοι την Ιστορία της παγκόσμιας πεζογραφίας χαράσσοντας τη μοίρα δεκάδων, εκατοντάδων λογοτεχνών σε Αμερική και Ευρώπη (και στην Ελλάδα), που άφησε το βαθύτερο χάραγμα στην ποίηση του 19ου αιώνα, που όρισε πλειάδα νέων genre και που αποτέλεσε, και αποτελεί, έναν πελώριο σκοτεινό φάρο, έναν κολοφώνα — το Ημερολόγιο του Ιουλίου Ρόντμαν, λοιπόν, καθαυτό περνά σε δεύτερη μοίρα. Τούτο εδώ είναι ένα βιβλίο που οι ρέκτες οφείλουν να έχουν: τόσο οι θαυμαστές του μεγάλου ρομαντικού, όσο και οι λάτρεις της τυπογραφίας.

Η χαοτική ανάγκη που ώθησε τον Ιούλιο Ρόντμαν να είναι ο πρώτος λευκός, ο πρώτος «πολιτισμένος», που διέσχισε τα άγρια Βραχώδη Όρη ανεβαίνοντας τον Μιζούρι με δυο φαρδιές πιρόγες και μια παρέα δεκαπέντε ακόμη πιονέρων, περιπέτεια που αποτυπώνει, εδώ, στις καταχωρίσεις του Ημερολογίου του, και που κλιμακώνεται σελίδα τη σελίδα και Κεφάλαιο το Κεφάλαιο (για να διακοπεί απότομα, προς δυστυχία μας), είναι μια ανάγκη, όχι να εξερευνήσει απλώς την ερημιά, αλλά να εισχωρήσει μέσα στη μήτρα της, κατεβαίνοντας όλο και πιο χαμηλά στα σπήλαια του Αγνώστου, ενός χώρου «ψυχολογικού» και εγκεφαλικού: και εδώ συναντούμε αντιστικτικές ομοιότητες με τον θαλασσινό Πιμ. Οι περιγραφές του φυσικού τοπίου είναι θεαματικές, οι συναντήσεις με τους Ινδιάνους όσο «ρατσιστικές» θα περιμέναμε από τον Πόε (ή φυσικά και από τον Λάβκραφτ), οι διακυμάνσεις του ηθικού των λευκών εισβολέων μάς προδιαθέτουν για μεγάλες συγκινήσεις. Που ίσως, ποιος ξέρει, κάποτε ανακαλυφθούν: ίσως κάπου να υπάρχουν η συνέχεια και το τέλος, σε ένα μάτσο χειρόγραφα μέσα σε κάποιο σεντούκι. — Αλλά ας είναι· έστω και έτσι, το βιβλίο είναι εξαίσιο.

Η «Περισπωμένη» του Σωτήρη Φασούλα (ή Σελαβή, όπως τον ξέρουμε καλύτερα από το ποιητικό του έργο) έχει τέσσερα χρόνια που δραστηριοποιείται, τέσσερα από τα πιο δύσκολα χρόνια στην ιστορία των ελληνικών εκδόσεων, και της οφείλουμε ήδη πολλά. Ελπίζουμε να συνεχίσει με το ίδιο πάθος, και να μη ρουφηχτεί από το παμφάγο ελληνικό Μάελστρομ.

Κυριάκος Αθανασιάδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου