Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

Μπέντζαμιν Μπλακ, «Η ξανθιά με τα μαύρα μάτια»



«Χριστός κι απόστολος, Φιλ, τι διάολο είναι αυτό;Άνοιξα τα χέρια μου σηκώνοντας τους ώμους. Από πού ν' άρχιζα;

Ο Τζον Μπάνβιλ (αυτός είναι βέβαια ο Μπέντζαμιν Μπλακ) έγραψε έναν Μάρλοου που θα τον υπέγραφε πέραν πάσης αμφιβολίας ο ίδιος ο Τσάντλερ, οπότε η Ξανθιά με τα μαύρα μάτια πλέον κατατάσσεται στη βιβλιογραφία αμφοτέρων.

Όλα όσα αγαπήσαμε (μάλλον: αγαπάμε, και αγαπάμε να τα διαβάζουμε και να τα ξαναδιαβάζουμε, να τα βιώνουμε ξανά και ξανά με απανωτές αναγνώσεις, να μας ανατριχιάζουν) είναι εδώ, ακόμη και παλιοί ήρωες — και ηρωίδες: η καυστική ειρωνεία, ο αυτοσαρκασμός, η παλιά Ολντσμομπίλ που ζεματάει από τον ήλιο γιατί πάντα είναι παρκαρισμένη στο λάθος μέρος, οι ολοζώντανοι —ακόμη κι όταν πεθαίνουν— δεύτεροι χαρακτήρες που ζουν σε μπαρ, ξεφυτρώνουν από ασανσέρ, περπατούν χωρίς προφανή προορισμό στο δρόμο, κόβουν εισιτήρια σε κινηματογράφους, βγάζουν μαχαίρι ή κάνουν ναρκωτικά, το Λος Άντζελες παραδομένο στην ψεύτικη, κινηματογραφική μοίρα του, οι σκληροί αστυνομικοί που γίνονται ακόμη σκληρότεροι όσο γερνούν, το νήμα που συνδέει μία σειρά ανθρώπους και καταστάσεις με χρυσά, ματωμένα δεσμά, η σφιχτή πλοκή που ξεδιπλώνεται τσιγάρο το τσιγάρο και γουλιά τη γουλιά, τα απανωτά τσιγάρα —όταν διαβάζεις Μάρλοου, το τσιγάρο σου αποκτά μεγαλύτερη αξία, το νιώθεις καλύτερα, όπως του πρέπει· κι αν δεν καπνίζεις, καταλαβαίνεις τι χάνεις— και τα απανωτά ποτά —μία ποικιλία ποτών, ο Μάρλοου δεν πίνει μόνο μπέρμπον—, και φυσικά οι γυναίκες, και η γυναίκα, που είναι όπως πάντα τα πάντα, και τίποτε.

Έχουμε να κάνουμε με ένα πανηγύρι της μελαγχολίας εδώ.

Παραθέτω λίγα τυχαία αποσπάσματα:

Το γραφείο υποδοχής ήταν επανδρωμένο, αν αυτή ήταν η σωστή λέξη, με μια μπριόζα μικροκαμωμένη μελαχρινή μ’ ένα εφαρμοστό μακρυμάνικο που δεν περνούσε απαρατήρητο. Άφησα μπροστά της την άδεια του ιδιωτικού αστυνομικού σαν ταχυδακτυλουργός που παρουσιάζει ένα τραπουλόχαρτο λίγο πριν το εξαφανίσει. Τις περισσότερες φορές, ούτε που κάθονται να την κοιτάξουν, θεωρώντας ότι είμαι από τα κεντρικά της αστυνομίας, πράγμα που προσωπικά δεν με πειράζει. Μου είπε ότι θα έπαιρνε μια ώρα μέχρι να φέρουν το φάκελο του Νίκο Πίτερσον. Της είπα ότι σε μια ώρα θα πότιζα τους κάκτους μου. Μου χαμογέλασε αβέβαια, λέγοντας ότι θα φρόντιζε μήπως μπορούσε να επισπεύσει τη διαδικασία. Περπάτησα πάνω-κάτω στο διάδρομο για λίγο, κάπνισα ένα τσιγάρο, έπειτα στάθηκα στο παράθυρο με τα χέρια στις τσέπες παρατηρώντας την κίνηση στην οδό Μίσιον. Είναι συναρπαστική η ζωή του ιδιωτικού αστυνομικού. 

Έβγαλα την ασημένια ταμπακέρα μου με το μονόγραμμα. Ποτέ δεν είχα μάθει ποιανού το μονόγραμμα ήταν — αγόρασα την ταμπακέρα από ενεχυροδανειστήριο.

Μου άρεσε η ιδέα της υπαίθρου. Εννοώ ότι μου άρεσε η σκέψη ότι υπάρχει: τα δέντρα, το χορτάρι, τα πουλιά στους θάμνους, όλα αυτά. Μου άρεσε μάλιστα να την κοιτάζω καμιά φορά από τη λεωφόρο, ας πούμε, μέσα από το παρμπρίζ ενός αυτοκινήτου.
 

Μια κραυγή ακούστηκε από κάπου κοντά, αλλόκοσμα λεπτή και διαπεραστική. Κοίταξα καλά-καλά την Κλερ. «Παγόνι», είπε.  Φυσικά εννοείται ότι θα υπήρχε ένα παγόνι. «Τον φωνάζουμε Λιμπεράτσε». 

«Ο κύριος Κάνινγκ;» είπα. «Ποιος είναι αυτός;» «Α, δεν ξέρετε; Νόμιζα ότι τα είχατε μάθει όλα αυτά, ως ερευνητής. Ο Γουίλιαμ Κάνινγκ είναι ο ιδρυτής της λέσχης μας. Μάλιστα το όνομά του είναι Γουίλμπερφορς — οι γονείς του τον ονόμασαν έτσι από τον Γουίλιαμ Γουίλμπερφορς, τον σπουδαίο Άγγλο βουλευτή και ηγέτη του κινήματος για την κατάργηση της δουλείας». «Ναι», είπα, με όσο πιο αδιάφορο ύφος μπόρεσα να επιστρατεύσω, «νομίζω ότι τον έχω ακουστά, σαφώς». «Είμαι σίγουρος». «Τον Γουίλιαμ Γουίλμπερφορς, εννοώ». 

[Έ]να τζάκι σχεδόν εξίσου απλόχωρο όσο το καθιστικό στο σπίτι μου στη λεωφόρο Γιούκα. Πάτησε ένα ηλεκτρικό κουδούνι δίπλα από το τζάκι —αλήθεια, ακριβώς όπως στο θέατρο—, ενώ εγώ βυθιζόμουν σε μια πολυθρόνα. Ήταν τόσο βαθιά, που τα γόνατά μου σχεδόν χτύπησαν στο σαγόνι μου. 

Παρατήρησα, όπως είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω στο παρελθόν, πόσο το μπαρούτι μύριζε σαν τηγανητό μπέικον. 

Ο βίαιος θάνατος αφήνει πάντα ασάφειες. Είναι κάτι που έχω προσέξει. 

Δεν υπάρχει τίποτα σαν τη γαλήνη μέσα σ’ ένα έρημο σπίτι. […] Δεν συνειδητοποιείς πόσο περιορισμένος είναι ο χώρος όπου μένεις μέχρι να μπει κάποιος άλλος μέσα. 

Δεν ήξερα πού πήγαινα [με το αυτοκίνητο] μέχρι που έφτασα εκεί. 

Δεν είχε κουνηθεί καθόλου, τουλάχιστον απ’ όσο είχα προσέξει, ωστόσο με κάποιον τρόπο το πρόσωπό της ήταν πιο κοντά στο δικό μου από πριν. Δεν απέμενε παρά να τη φιλήσω. 

Ήμουν ακόμα ερωτευμένος μαζί της, με έναν κάπως επώδυνο, μάταιο τρόπο. Τι βλάκας που ήμουν. 

Κάθισα ξανά, αν και έμοιαζε περισσότερο σαν να κατέρρευσα. Πάνω στο τραπέζι έστεκε άθικτο το ποτό της, με μια μοναχική ελιά βυθισμένη στο εσωτερικό του. Το τσακισμένο τσιγάρο της μες στο τασάκι είχε ένα λεκέ από κραγιόν. Κοίταξα το ποτήρι μου, μισοάδειο, μια τσαλακωμένη χαρτοπετσέτα, μια-δυο νιφάδες στάχτης πάνω στο τραπέζι, που θα έφευγαν μ’ ένα φύσημα. Αυτά τα πράγματα απομένουν τελικά· αυτά θυμόμαστε.

Από τις ΕκδόσειςΚαστανιώτη, σε μετάφραση Μαρίας Φακίνου. Για όλους τους φαν του Φίλιπ Μάρλοου και του νουάρ.

Κυριάκος Αθανασιάδης





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου