Πέμπτη 30 Ιουλίου 2015

Antoine Bello, «Έρευνα για την εξαφάνιση της Εμιλί Μπρυνέ»


Ένας φόρος τιμής στην Άγκαθα Κρίστι, ένα πανέξυπνο αστυνομικό μυθιστόρημα που ακολουθεί την παράδοση των whodunnit ιστοριών μυστηρίου και φόνου της παλιάς σχολής επιχειρώντας, και καταφέρνοντας, να εκμοντερνίσει το είδος, με γράψιμο δροσερό και ανάλαφρο, ειρωνικό και αυτοσαρκαστικό όπως του πρέπει, και με δομή αρκούντως «παραδοσιακά» πρωτότυπη, παρωδία και παρωδία παρωδίας ταυτόχρονα, η Έρευνα για την εξαφάνιση της Εμιλί Μπρυνέ απευθύνεται πρωτίστως στους ρέκτες της Άγκαθα —τόσο επειδή ο ίδιος ο Antoine Bello την ξέρει καλά, την έχει μελετήσει επισταμένως και την αγαπά, όσο και γιατί μπορεί εύκολα, για τους ίδιους λόγους, να την αποδομήσει, ακόμη όμως και να προσποιηθεί ότι την αποκαθηλώνει— όσο και στους φαν του αστυνομικού εν γένει. Θα έλεγε κανείς, ένα αμιγώς καλοκαιρινό ανάγνωσμα.

Γραμμένη υπό μορφήν ημερολογιακών καταχωρίσεων ενός πρώην αστυνομικού επιθεωρητή με 100% λυμένες υποθέσεις στο παλμαρέ του, που όμως μετά από ένα ατύχημα πάσχει από «προχωρητική αμνησία» —η μνήμη του δεν δημιουργεί πια νέες αναμνήσεις: κάθε πρωί έχει ξεχάσει εντελώς τα γεγονότα της προηγούμενης ημέρας, οπότε αναγκάζεται να καταγράφει κάθε βράδυ την πορεία των ερευνών του, ώστε να τα γνωρίζει την επομένη—, του Ασίλ Ντυνό (όνομα που σαφώς παραπέμπει στον Ηρακλή Πουαρό, αλλά και στον ποεδικό-αρχετυπικό Ογκίστ Ντιπέν), ο οποίος έρχεται σε σφοδρή, πλην εξόχως ευγενική, «αριστοκρατική» αντιπαράθεση με τον υπ’ αριθμόν 1 ύποπτο του διπλού φονικού, ενός καθηγητή γνωσιακής ψυχολογίας, του Κλωντ Μπρυνέ, που είναι εξπέρ στον τομέα του και έχει αναπτύξει σχεδόν υπερφυσικές μνημοτεχνικές μεθόδους, οπότε, σε αντίθεση με τον επιθεωρητή, μπορεί να θυμάται τα πάντα, η Έρευνα επιστρατεύει το… φάντασμα του Ηρακλή Πουαρό, τον οποίο ο Ντυνό γνωρίζει τέλεια και θαυμάζει απεριόριστα, για να διαλευκάνει ένα έγκλημα που φαίνεται απλώς αδύνατον να εξιχνιαστεί. Ο χορός των στοιχείων και των «κειμενικών κωδικών σημείων» είναι λαμπρός και καταιγιστικός, οι ανατροπές και τα σημεία καμπής έξοχα, και η μονομαχία των δύο αντρών εφάμιλλη των κλασικών που έχουν χαραχτεί από νεανικά διαβάσματα στη μνήμη μας. Και όλα αυτά σε ένα κείμενο που θέλει να παραμείνει στη σκιά των γιγάντων, παρωδιακό και δοξαστικό περισσότερο και όχι αποκαθηλωτικό.

Ούτε ένα, ούτε δύο, αλλά τριάντα τέσσερα βιβλία της Άγκαθα Κρίστι μνημονεύονται εδώ, και όλα τους παρατίθενται στο Παράρτημα που ακολουθεί τις χρήσιμες Σημειώσεις της μεταφράστριας και της επιμελήτριας, σαν ένας φόρος τιμής, αν μη τι άλλο, της ελληνικής έκδοσης στο Λυχνάρι, τον εκδοτικό Οίκο που μας γνώρισε, μεταξύ άλλων «ελαφρών» αναγνωσμάτων της παραλογοτεχνίας, το έργο της Άγκαθα Κρίστι.


Η πολύ όμορφη μετάφραση είναι της Τιτίκας Δημητρούλια. Στις Εκδόσεις Πόλις κυκλοφορούν άλλα δύο μυθιστορήματα του Bello, οι Παραχαράκτες και οι Ιχνηλάτες.

Τετάρτη 29 Ιουλίου 2015

Juan Gabriel Vásquez, «Οι Πληροφοριοδότες»


Να ξεκαθαρίσω κάτι: δεν έχω διαβάσει τον Ήχο των πραγμάτων όταν πέφτουν, το αριστούργημα, κατά πολλούς, του Juan Gabriel Vasques. Αλλά και οι Πληροφοριοδότες του είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο. Όχι επειδή έχει κάτι ιδιαίτερο και «λογοτεχνικό» η γραφή του (λίγοι δημοσιογράφοι αποκλίνουμε σημαντικά από αυτόν τον ένα συγκεκριμένο τρόπο γραφής, τον ρεπορταζιακό-δημοσιογραφικό), αλλά χάρη κυρίως στις πληροφορίες που δίνει.

Τι μας λένε λοιπόν οι Πληροφοριοδότες, και ποιοι ήταν; Αυτό που μαθαίνουμε μέσα από την ιστορία του συγγραφέα είναι το πώς η κοινωνία μιας χώρας όπως η Κολομβία, που δεν ενεπλάκη στρατιωτικά στις εχθροπραξίες κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, επηρεάστηκε βαθιά από την κρίση που συντάραξε όλη την υφήλιο.

Στην Κολομβία είχαν προσφύγει πολλοί Γερμανοί και Αυστριακοί πριν καλά-καλά ξεσπάσει ο πόλεμος, αλλά και κατά τη διάρκειά του. Το 1941 ο φιλελεύθερος πρόεδρος της χώρας Εδουάρδο Σάντος υπέγραψε με τις ΗΠΑ μια σειρά μυστικών συμφωνιών, στο πλαίσιο των οποίων δέχτηκε να θεσπίσει τις «μαύρες λίστες». Σε αυτές καταχωρίζονταν όχι μόνο Γερμανοί φιλοναζιστές, αλλά και Κολομβιανοί, σε μια περίοδο που οι συμπαθούντες τον ευρωπαϊκό φασισμό είχαν πληθύνει. Η συμπερίληψη στη λίστα, ειδικά μετά το 1942, ήταν κάτι σαν κοινωνικός θάνατος, αλλά τα κριτήρια συμπερίληψης ήταν θολά, με αποτέλεσμα να έχουν συντελεστεί πολλές αδικίες. Μπορούσε κανείς να δει στη λίστα, για παράδειγμα, έναν Γερμανό ναζί, αλλά και έναν φτωχό Ιάπωνα που πουλούσε μάγκο σε μια γωνιά, επειδή κάποιος τον κατέδωσε. Τον Μάρτιο του 1944 μάλιστα, η κυβέρνηση Πουμαρέχο αυτή τη φορά, επίσης φιλελεύθερη, πήγε την ιστορία ένα βήμα πιο πέρα: άνοιξε τα κέντρα κράτησης για όσους βρίσκονταν στη λίστα. Το κυριότερο ήταν το Sabaneta, ένα πολυτελές ξενοδοχείο δύο ώρες από την Μπογκοτά.

Το πλαίσιο αυτό δίνεται στο βιβλίο πολύ γλαφυρά, μέσα από την ιστορία ενός δημοσιογράφου, του Γκαμπριέλ Σαντόρο, ο οποίος γράφει τη βιογραφία μας Γερμανοβραίας που εγκαταστάθηκε στην Κολομβία λίγο μετά από την έναρξη του πολέμου. Για ποιο λόγο ο πατέρας του Σαντόρο, και παλιός φίλος της Γερμανίδας, γράφει την πιο σκληρή κριτική για το βιβλίο του γιου του; Ποια προδοσία κρύβεται πίσω από την ιστορία που ο πατέρας του έχει κρύψει επιμελώς τόσα χρόνια; Ο Σαντόρο κάνει την έρευνα που θα τον γυρίσει πίσω, στα χρόνια του πολέμου, αποκαλύπτοντας την πικρή αλήθεια που ο πατέρας του δεν ήθελε να ξέρει κανείς.

Οι «Πληροφοριοδότες» είναι ένα βιβλίο-ιστορία. Εξαιρετικό.

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ίκαρος - Ikaros Publishing, σε σπουδαία μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη.

Κική Τσιλιγγερίδου

Τρίτη 28 Ιουλίου 2015

Μάρτα Ριβέρα ντε λα Κρουθ, «H Σημασία των πραγμάτων»


Κατά τον κλασικό χαρακτηρισμό «βιβλία για το καλοκαίρι», που σαφώς και υπάρχουν, σαφώς και γράφονται, εκδίδονται και διαβάζονται αφειδώς, και που βέβαια σπανίως έχουν «καλοκαιρινά» θέματα —ίσα-ίσα, είναι κυρίως αστυνομικά, περιπετειώδη, ερωτικά, φανταστικά, ή ιστορικές σάγκες—, θα χαρακτήριζα τη Σημασία των πραγμάτων της Μάρτα Ριβέρα ντε λα Κρουθ «μυθιστόρημα της Κρίσης», όχι γιατί μιλά γι’ αυτήν, κάθε άλλο, αλλά γιατί είναι ένα ισχυρό αντίδοτο απέναντί της. Όσο το διαβάζεις, δεν υπάρχει περίπτωση να απασχολήσουν το μυαλό σου έγνοιες και περισπασμοί της βάναυσης καθημερινότητας — και όχι επειδή μαζί του θα «ξεχαστείς», αλλά γιατί θα απολαύσεις τους χαρακτήρες του, το διπλό σκηνικό όπου κυρίως διαδραματίζεται, και μια ωραία, έξω από τα οικεία, ανεπαίσθητα ανεπτυγμένη και πανέμορφη ερωτική ιστορία «ωραίας και τέρατος», που καταλαμβάνει διακριτική θέση στις σελίδες του. Είναι ένα μυθιστόρημα που σε συνεπαίρνει και σε κατακτά. Πλούσιο, ευφάνταστο, γενναιόδωρο, καλογραμμένο και πρωτότυπο.

Ο κεντρικός ήρωάς του, ο Μάριο Μένκελ, ένας σύγχρονος, μοντέρνος βολταιρικός Καντίντ, συγγραφέας τού ενός βιβλίου και καθηγητής λογοτεχνίας σε ιδιωτικό πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, είναι ένας ήσυχος, πράος, δειλός, αγαθός ανθρωπάκος κοντά στα πενήντα, που θέλει να περνά ξυστά από τη ροή της ζωής, να μην ενοχλεί και να μην ενοχλείται, σχεδόν σίγουρος πως ευθύνεται ο ίδιος για πολλά από τα κακά του κόσμου, αυτάρκης μέσα σε ένα στενό και καλά τακτοποιημένο περιβάλλον, πλημμυρισμένο ρουτίνα και επαναλαμβανόμενες, στερεοτυπικές κινήσεις: κάτι που γι’ αυτόν συνιστά θαλπωρή και του παρέχει ασφάλεια. Είναι το άκρον άωτον της διακριτικότητας, ένας άνθρωπος στάσιμος και τρομαγμένος, που θέλει να ζει στην αφάνεια με κάθε τρόπο. Ξαφνικά όμως, από τη μια στιγμή στην άλλη, μετά την αυτοκτονία του νοικάρη του, με τον οποίο δεν έχει έρθει ποτέ σε προσωπική επαφή, θα βρεθεί στο κέντρο ενός μικρού κόσμου γεμάτου πράγματα, μικρά, αλλότρια, άχρηστα, παλιά, όμως γοητευτικά και μυστηριώδη, συλλογές μικροαντικειμένων που πλημμυρίζουν το σπίτι του αυτόχειρα και φωνάζουν στον Μάριο να τα προσεγγίσει, να τα μελετήσει, να τα ταξινομήσει και να εξαγάγει ίσως από αυτά μια, ακόμη, ιστορία. Θα αντισταθεί βέβαια, είναι το τελευταίο που θέλει να κάνει ένας χαρακτήρας με τη δική του ψυχοσύνθεση, αλλά με τη βοήθεια μιας γυναίκας που ο ίδιος ονειρεύεται μυστικά επί πολλά χρόνια, της Μπεατρίθ Μιγιάρες, μιας δυναμικής συναδέλφου του που, σε αντίθεση με αυτόν, πατά γερά στα πόδια της, και που ο δειλός καθηγητής λογοτεχνίας θαυμάζει ενστικτωδώς, θα επιχειρήσει να βρει την έξοδο αυτού του λαβυρίνθου, στο μέσον του οποίου χτυπά μια γνωστή, πολύ γνωστή του καρδιά, και ένα πεπρωμένο.

Το βιβλίο, που θα αποζημιώσει όλους τους αναγνώστες του, θα ήταν καλό να διαβάσουν, μεταξύ των άλλων, και επίδοξοι συγγραφείς: είναι ένα καταπληκτικό εργαστήρι δημιουργικής γραφής (η ντε λα Κρουθ, άλλωστε, διδάσκει σε σχολή λογοτεχνικής δημιουργίας, εξ ου και δένει τόσο όμορφα και αβίαστα όλα τα υλικά της, μέχρι το αποκαλυπτικό φινάλε). Και μόνο από τέτοια, ήσσονα μυθιστορήματα, ήσσονα με την έννοια του μη-αριστουργήματος, του μη-μεγαλεπήβολου έργου, δηλαδή ενός «κανονικού» βιβλίου (μυθιστορήματα που λείπουν εμφαντικά από τα ελληνικά Γράμματα), μπορεί να διδαχτεί κανείς πώς γράφουμε (όπως και από ήσσονες ζωγράφους μπορεί να διδαχτεί κανείς να ζωγραφίζει: κανείς δεν μαθαίνει από τον Πικάσο και τον Μπρακ).


Εξαιρετική και ευφυής η μετάφραση της Ιφιγένειας Καλοδίκη, όμορφη έκδοση από την Ωκεανίδα, ένα μυθιστόρημα αισιόδοξο, «έξω καρδιά», που συστήνεται ανεπιφύλακτα.

Κυριάκος Αθανασιάδης

Σάββατο 25 Ιουλίου 2015

Miranda July, «Ο πρώτος κακός»



Ο Πρώτος κακός της Miranda July είναι ένα βιβλίο-έκπληξη, για πολλούς λόγους. Ο κυριότερος: η πρωταγωνίστριά του είναι τρελή. Όχι με την κλινική έννοια, αλλά με την κοινωνική σίγουρα. Αν θέλεις να το θέσεις κομψά, τη λες αντισυμβατική — αλλά είναι τρελή. Επιπλέον, είναι αδύνατον να φανταστεί κανείς πώς εξελίσσεται η πλοκή, κι αυτό είναι κάτι που δεν θα περιγράψω.

Η Σέριλ (η τρελή που λέγαμε), είναι 43 ετών, ζει μόνη και εργάζεται σε υψηλόβαθμη θέση σε μια εταιρεία που παράγει DVD με ασκήσεις γυμναστικής και επιδείξεις αυτοάμυνας. H Σέριλ λοιπόν είναι ερωτευμένη με τον Φίλιπ, αλλά ο έρωτάς της δεν είναι ένας κλασικός έρωτας: είναι βαθιά της πεποίθηση ότι εκείνη και ο Φίλιπ έχουν υπάρξει ζευγάρι σε πολλές ζωές μέχρι τώρα, και ότι είναι γραφτό τους να είναι μαζί. Ο Φίλιπ οριακά γνωρίζει την ύπαρξή της. Επίσης η Σέριλ κοιτάζει επίμονα μικρά παιδιά και μωρά, διότι πιστεύει ότι ένα συγκεκριμένο μωρό που πήρε αγκαλιά όταν ήταν εννέα ετών είναι εγκλωβισμένο μέσα στα σώματα των παιδιών αυτών και της απευθύνεται με το βλέμμα. Η Σέριλ έχει ψυχοσωματικά προβλήματα που εκδηλώνονται με έναν «υστερικό κόμπο» στο λαιμό, για τον οποίο αποζητά θεραπεία. See? Τρελή. 

Η ζωή της Σέριλ κάνει μια μεγάλη στροφή όταν έρχεται στο σπίτι της να μείνει η εικοσάχρονη επαναστάτρια κόρη των αφεντικών της, η Κλι. Θα πω μόνο ότι, μετά από μια μακρά περίοδο ψυχρών έως και εχθρικών σχέσεων ανάμεσα στις δύο γυναίκες, η μεταξύ τους ένταση εκτονώνεται με… ξύλο. Το οποίο απολαμβάνουν και οι δύο. Δέρνονται με πάθος, στήνουν η μία παγίδες στην άλλη και εξασκούν με απόλυτο ρεαλισμό τις ασκήσεις αυτοάμυνας που πουλά η εταιρεία των γονιών της Κλι. Κι αν αυτό είναι έκπληξη, περιμένετε να διαβάσετε τη συνέχεια (στο βιβλίο). 

Η Miranda July έχει γράψει  ένα μυθιστόρημα απολαυστικό, αστείο, τρυφερό και σέξι, κι αυτό δεν αποτελεί έκπληξη αν έχει δει κανείς κάποια από τις ταινίες που έχει γράψει και σκηνοθετήσει και παίξει (ναι, είναι η γυναίκα-ορχήστρα). Για παράδειγμα, το Me and You and Everyone We know

Ο Πρώτος κακός κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος, σε εξαιρετική μετάφραση. Το προτείνω ανεπιφύλακτα, ειδικά σε κορίτσια. :-)

Κική Τσιλιγγερίδου

Bernhard Schlink, «Η γυναίκα στη σκάλα»


Ο Μπέρνχαρντ Σλινκ απολαμβάνει τις διηγήσεις του, και ίσως γι’ αυτό να μην τους βάζει εμπόδια ή να μην τις περιπλέκει. Το γράψιμό του είναι όσο πιο απλό επιτρέπεται, κομψό και διαυγές, κρυφά επεξεργασμένο και λειασμένο, ρέον και κρυστάλλινο, έξοχα ευκολοδιάβαστο και κεντημένο: ένα καλογυαλισμένο παρκέ στο υπέροχο σαλόνι όπου αφήνει τους ήρωές του να βαδίσουν — τους τρεις συν μία ήρωές του εν προκειμένω, στη Γυναίκα στη σκάλα: η γυναίκα λοιπόν, οι δύο άντρες της, και ο τρίτος, ένας μονήρης εραστής, ο αφηγητής, ή καλύτερα ο μάρτυρας, ο επινοητής, αυτός που παραμένει για να αφηγηθεί και να ονειρευτεί, και εντέλει να πράξει. Όμως εκεί ακριβώς, πάνω στο καλογυαλισμένο παρκέ, μέσα στο υπέροχο σαλόνι, είναι που ξεσπούν φωτιές, εκεί ακριβώς διαπράττονται φόνοι, τελούνται πράξεις μυστικές και καταχθόνιες, εξυφαίνονται πλεκτάνες που οι επιπτώσεις τους θα φανούν μετά από χρόνια, εκεί λέγονται λόγια που δεν έπρεπε να ειπωθούν, και δεν λέγονται ερωτόλογα που έπρεπε να είχαν ειπωθεί, γίνονται πράγματα που θα μάθουμε, ή που κάποιος απλώς θα υπαινιχθεί, όταν πια θα έχουν από καιρό συντελεστεί, όταν πια κανείς δεν θα θέλει να μιλά ή να ακούει γι’ αυτά, γιατί θα ανήκουν σε ένα παρελθόν στεγανό και ξένο. Το παρελθόν είναι μια επικράτεια σκοτεινή, και μόνο ένα σήμερα υπάρχει, που θέλει πολλή δύναμη για να το ζήσεις — πολλή δύναμη, πολλές νέες αποφάσεις, πολύ σθένος, και εντέλει πολλή αγάπη.

Η Γυναίκα στη σκάλα είναι ένα μυθιστόρημα για τον έρωτα (και την αγάπη), αλλά είναι ακόμη, ασφαλώς, ένα μυθιστόρημα για την Τέχνη: τη ζωγραφική, αλλά και τη λογοτεχνία — για την αφήγηση, είτε με χρώματα είτε με λέξεις, και για το κύλισμά της μέσα στο χρόνο, για τις αλλαγές που υφίσταται (κανένα έργο δεν είναι μονοσήμαντο: όλα αλλάζουν και μεταμορφώνονται μπροστά στα μάτια και στις ηλικίες του παρατηρητή) και για τις αλλαγές που προξενεί. Ίσως τα καλύτερα επιμέρους κομμάτια του να έχουν να κάνουν ακριβώς με την καλλιτεχνική αναπαράσταση, τις εντυπώσεις που κομίζουμε από τα καλλιτεχνήματα, την ανθρώπινη ανάγκη για το μύθο, για την εξιστόρηση έξω από το κάδρο και πέρα από τις σελίδες, ακόμη-ακόμη και για τη μεγάλη Δυτική κατάκτηση (ή μοίρα) της κατάργησης του τέλους των ιστοριών, της δραματουργικής ασάφειας, των αφηγηματικών περιπλοκών, της τέχνης ως απόπειρας αναπαράστασης της κατακερματισμένης μας ζωής: μπορούμε να αναστοχαστούμε πάνω στο παρελθόν, αλλά δεν μπορούμε να το ξαναζήσουμε ή να το επινοήσουμε — μπορούμε όμως να παίξουμε μ’ αυτό, και το κάνουμε ευχαρίστως: ο έρωτας, λέει ο Σλινκ, είναι μια καλλιτεχνική κατάφαση. Η Γυναίκα στη σκάλα είναι, τέλος, ένα μυθιστόρημα για τη μνήμη, ένα μυθιστόρημα για την τρίτη ηλικία και ένα μυθιστόρημα για τον έρωτα —  κυριολεκτικά όμως τον ανεκπλήρωτο.

Ο νεαρός δικηγόρος θα ερωτευτεί παράφορα (μία γυναίκα, ή το μοντέλο ενός ζωγράφου, ή την καλλιτεχνική της απεικόνιση), θα ονειρευτεί το μέλλον τους, εκείνη θα εξαφανιστεί, θα βγει από τα όρια του κάδρου, ώσπου κάποια στιγμή θα αναπλάσουν μαζί ένα κοινό για τους δυο τους παρελθόν — και πολλά παραπάνω. Φρανκφούρτη, Ανατολικό Βερολίνο, Αυστραλία, Αμερική: τόποι έρωτα, πάθους, ανομολόγητων πολιτικών πράξεων, θυσίας και θανάτου. Και νοσταλγίας.

Η Γυναίκα στη σκάλα είναι κυρίως, τελικά, ένα μυθιστόρημα για τη νοσταλγία: για πράγματα χαμένα.


Πολύ όμορφη η μετάφραση του Απόστολου Στραγαλινού. Όλα τα βιβλία του Μπέρνχαρντ Σλινκ, και φυσικά το περίφημο Διαβάζοντας στη Χάννα, κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Κριτική.

Κυριάκος Αθανασιάδης

Τετάρτη 22 Ιουλίου 2015

Laurent Binet, «ΗΗhH»


  
Το Himmlers Hirn heist Heydrich είναι ένα συνταρακτικό βιβλίο. Συνταράσσει τον αναγνώστη, και συντάραξε εμφανώς και επί μακρόν τον συγγραφέα του: τόσο, που να μην το εγκαταλείπει ακόμη και όταν, και όσο, το διαβάζουμε εμείς. Ο Λοράν Μπινέ είναι ο αφηγητής, ο μυθιστοριογράφος, ο ιστορικός, αλλά και ο αναγνώστης, ο επιμελητής, ο κριτικός του βιβλίου του, αυτού του πολύ προσωπικού πρότζεκτ που ανέλαβε και που στη διάρκεια όσων χρόνων χρειάστηκε να ερευνήσει, να τεκμηριώσει, να ταξιδέψει, να δει, να ψάξει, να αναρωτηθεί και να γράψει (και να σβήσει) τον ρούφηξε μέσα του, ίσως-ίσως και να τον επινόησε κιόλας. Σε κάποιες σκηνές, μάλιστα, του βιβλίου «παίζει» και ο ίδιος, όχι απλώς παίρνοντας το μέρος ενός από τους δύο ήρωές του, του Σλοβάκου και του Τσέχου κομάντο, αλλά μπαίνοντας στο μυαλό τους όσο σχεδόν ποτέ ένας παντογνώστης αφηγητής κατάφερε ποτέ να μπει: κάνοντάς το, πονάει και ματώνει. Όμως, παράλληλα, αυτό ακριβώς είναι που τον εξοργίζει (που εξοργίζει τον Λοράν Μπινέ): αρνείται ότι ξέρει την αλήθεια, ή την αλήθεια αφτιασίδωτη, αμφισβητεί διαρκώς το καθετί, χτίζει την πλοκή με ξεφτίδια ντοκουμέντων, κοιτά το δημιούργημά του και το παρατηρεί ξανά και ξανά για να τονίσει τις αδυναμίες του, τα θολά πειστήρια, τις βαθιές ή επιπόλαιες ατέλειές του. Ο Λοράν Μπινέ ζει στο βιβλίο του, το γράφει και το διορθώνει μπροστά μας, αναπαριστά την Ιστορία αρνούμενος να επινοήσει οτιδήποτε, αλλά πλέκοντάς την, εντέλει, με δυο μεγάλες βελόνες-πένες, για να καταδείξει πως οι ήρωές του, ο Σλοβάκος και ο Τσέχος κομάντο, οι σύμμαχοί τους, οι συμπολεμιστές τους, οι συμπατριώτες τους, οι μικρής και μεγάλης κλίμακας αντιστασιακοί πυρήνες στην κατεχόμενη Τσεχοσλοβακία, στην κατεχόμενη Ευρώπη, είναι καταστάσεις που ξεφεύγουν από οποιαδήποτε ιστορικά καλούπια, ξεφεύγουν από το ατομικό, ενδεχομένως —αν και, ταυτόχρονα, πάντα είναι πολύ συγκεκριμένες οι μονάδες, τα πρόσωπα που τις ενσαρκώνουν, και πολύ συγκεκριμένη η ζωή τους και πολύ συγκεκριμένος ο θάνατός τους—, και αναπαριστούν με την πορεία, τις επιλογές τους και τη θυσία τους, και με τις μικρές ή μεγάλες τους πράξεις, και με τα λόγια τους, που κανείς ζωντανός δεν μπορεί να ανακαλέσει πια, γιατί κανείς που τα άκουσε δεν μας τα μετέφερε ποτέ, αναπαριστούν το αντίπαλο δέος του έσχατου τρόμου: του Κακού· των ναζί. Ο Λοράν Μπινέ, με τον τρόπο του, κάνει αντίσταση στη ναζιστική θηριωδία και, μολονότι δεν θυσιάζεται ο ίδιος, θυσιάζει ένα ολόκληρο κομμάτι της ζωής του — κάνει ένα τρομερό σαμποτάζ εβδομήντα χρόνια μετά από το εξιστορούμενο. Κι αυτό είναι συνταρακτικό και γι’ αυτόν, και για μας. Κι ας αμφιβάλλει ο ίδιος διαρκώς:

Είναι μια μάχη χαμένη εκ των προτέρων. Δεν μπορώ να αφηγηθώ αυτή την ιστορία όπως πρέπει. Όλο αυτό το συνονθύλευμα από πρόσωπα, γεγονότα, ημερομηνίες, και οι αυξανόμενες στο διηνεκές σχέσεις αιτίου-αιτιατού, κι όλοι αυτοί οι άνθρωποι, οι πραγματικοί άνθρωποι, που έζησαν στ’ αλήθεια, οι ζωές τους, οι πράξεις και οι σκέψεις τους, που εγώ μόνο ένα απειροελάχιστο κομμάτι τους έχω ίσα-ίσα αγγίξει… Πέφτω συνέχεια πάνω στον τοίχο της Ιστορίας, όπου αναρριχάται και απλώνεται, χωρίς ποτέ να σταματάει, ολοένα και πιο ψηλός, ολοένα και πιο πυκνός, ο αποθαρρυντικός κισσός της αιτιότητας.

Το πορτρέτο του Ράινχαρντ Χάιντριχ είναι ιστορημένο με πλήθος λεπτομέρειες, με τρομερή και κοπιώδη έρευνα από πίσω, οπότε εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα μόνο ηγετικό στέλεχος των ναζί, το Ξανθό Κτήνος, αλλά για την ίδια της ιστορία της ανόδου του εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία, για το χτίσιμο του Γ΄ Ράιχ και για τον τρόπο και το στιλ που επέλεξε να λερώσει τον πολιτισμό. Ο Χασάπης της Πράγας, το απόλυτο τέρας, ζει, δημιουργείται, σκοτώνει και πεθαίνει εφιαλτικά:

Προφανώς οι λόγοι για τους οποίους ο Χίτλερ αγαπάει τον Χάιντριχ είναι πολύ διαφορετικοί, αν όχι διαμετρικά αντίθετοι. Όπως ο Σπέερ ενσαρκώνει την ελίτ ενός κόσμου «κανονικού», στον οποίο ο Χίτλερ δεν ανήκε ποτέ, έτσι κι ο Χάιντριχ αποτελεί το πρότυπο του τέλειου ναζί: ψηλός, ξανθός, σκληρός, τυφλά υπάκουος και απίστευτα αποτελεσματικός. Μάλιστα, η ειρωνεία της τύχης θέλει να τρέχει εβραϊκό αίμα στις φλέβες του, σύμφωνα με τον Χίμλερ. Η σφοδρότητα όμως με την οποία μάχεται και κατανικά αυτό το διεφθαρμένο κομμάτι του εαυτού του αποδεικνύει, στα μάτια του Χίτλερ, την ανωτερότητα της άριας πάστας σε σχέση με την εβραϊκή. Κι αν ο Χίτλερ πιστεύει όντως πως ο Χάιντριχ είναι εβραϊκής καταγωγής, θα πρέπει να του είναι πολύ πιο ευχάριστο που τον μετατρέπει σε άγγελο εξολοθρευτή του λαού του Ισραήλ, αναθέτοντάς του την ευθύνη για την Τελική Λύση.

Το βιβλίο (ένα ιδιότυπο, μοντέρνο μυθιστόρημα  μυθιστόρημα πάντως, έστω και εν πολλοίς «υβριδικό»... αλλά και ποιο δεν είναι;) διαβάζεται πυρετωδώς και ασθματικά. Δεν τολμώ να γράψω «απολαυστικά», γιατί είναι ένα χρονικό, όχι μόνο ηρωισμού και θυσίας, αλλά απίστευτων θηριωδιών, άλλων γνωστών, άλλων πιο άγνωστων, εδώ όμως μαζεμένων σε βαθμό που θες συχνά να κλείσεις τα μάτια και να μη σκέφτεσαι. Θέλεις να ξεχάσεις. Αλλά δεν τα κλείνεις.

Σπουδαίο βιβλίο. Και δίκαια βραβεύτηκε ο (ξαναλέω: καταπονημένος) συγγραφέας του, που φαίνεται πως δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτό, και ίσως ποτέ να μην ξεφύγει. Πήρε το κομμάτι αυτό της ιστορίας (την απόπειρα δολοφονίας του τέρατος από δύο εθελοντές πατριώτες σαμποτέρ που ήξεραν πως επιλέγοντας την εκτέλεσή του επέλεγαν και τον δικό τους θάνατο) και το έκανε δικό του.

Η έκδοση είναι εξαιρετική, και η μετάφραση του Γιώργου Ξενάριου αριστουργηματική, εξαίσια.

Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κέδρος.


ΥΓ. Έψαξα και είδα πως το HHhH θα γυριστεί ταινία. O Λοράν Μπινέ εμπλέκεται, φυσικά, στο σενάριό της. Πιστεύω πως θα ζητήσει και να παίξει κάποιον μικρό βουβό ρόλο σ' αυτήν. Δεν μπορεί να ξεφύγει από όλο αυτό.

Κυριάκος Αθανασιάδης



Παρασκευή 17 Ιουλίου 2015

Κρίστοφερ Ίσεργουντ, «Ο κύριος Νόρις αλλάζει τρένα»


Ο Ίσεργουντ είναι ένας αδηφάγος παρατηρητής. Ιστορικών στιγμών, έξαψης, χειρονομιών, δύσκολα κρυμμένου πάθους, μικρών πραγμάτων που συνήθως, προσπαθώντας να κοιτάμε σταθερά το ευρύ πεδίο, τη γενική αφήγηση, δεν τους δίνουμε σημασία. Αποσπά κινήσεις, μισοειπωμένα λόγια, βλέμματα και αναπνοές, με μια άνεση σχεδόν σοκαριστική. Και, ενώ το κάνει, ενώ εναποθέτει στον καμβά του όλες αυτές τις ήσσονος σημασίας λεπτομέρειες, βλέπει ξαφνικά κανείς πως το σύνολό τους παρουσιάζει πλέον κάτι μεγάλο, τρομερό και αδρά περιγραμμένο, σαν από σίδερο. Κι όμως, το γράψιμό του, η ματιά του, είναι απαλά παστέλ, ακουμπά με την άκρη της πένας το χαρτί, τα λόγια του σχεδόν θυμίζουν έναν ρεαλιστικό λογοτεχνικό πουαντιγισμό. Και πάλι, δεν μένει εκεί: οι ήρωές του, που μιλούν ή αποφεύγουν να μιλήσουν επί της ουσίας, που διακόπτουν τις φράσεις και τις σκέψεις τους για να σκουπίσουν τον ιδρώτα τους ή για να βάλουν ένα ακόμη ποτό —σαν ένα κοινό που παρακολουθεί ένα ιστορικό δράμα στο θέατρο—, κάποιες στιγμές σπάνε, ομολογούν, φωνάζουν δυνατά, τρέχουν, κλείνουν πόρτες και χάνονται μέσα στη νύχτα σαν κυνηγημένοι (είναι κυνηγημένοι), ξέροντας πως το κερί τους, αυτή η φλόγα που τους κρατά στη ζωή και στο προσκήνιο, όπου να ’ναι θα σβήσει από ένα έξαλλο, ένα μοχθηρό φύσημα.

Αυτό, η οξεία παρατηρητικότητα του Ίσεργουντ, είναι το κυριότερο στοιχείο της γραφής του: μελετά την ιστορία με το βλέμμα, με μια γλυκιά οξύτητα που σε καθηλώνει. Και γράφει ένα πολιτικό θρίλερ που σε ανατριχιάζει ακόμη και όταν μιλά για πράγματα άλλα, με ελαφράδα και δροσιά — σχεδόν σαν να αφηγείται ανέκδοτα μέσα σε ένα στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας.

Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η λαχτάρα για το σώμα, για την περιπέτεια του σώματος: κανείς ψάχνει τον άλλο, διαρκώς, πάντα, ακόμη και όταν διακυβεύονται πολύ περισσότερα από την ανάγκη για ένα χάδι — ψάχνει ξένα αλλά και το δικό του σώμα, το πλένει, το φροντίζει, το πονά και το ματώνει. Τα δάχτυλα, τα μπράτσα, οι σιλουέτες, είναι λεπτά και μυώδη, απαλά και σκληρά, λευκά και γεμάτα πληγές, αρωματισμένα και βρόμικα, γερασμένα και νεανικά, με ρυτίδες και πομάδες, πλημμυρισμένα μίσος ή πόθο, γερμένα πάνω σε ξένους ώμους, κουρασμένα, με ανάγκες —να βρεθούν με άλλα, να ξεκουραστούν, να ποδοπατηθούν— που δεν ευοδώνονται ποτέ, ή όταν ευοδωθούν προδίδονται. Τα σώματα, αλλά και τα μάτια, και οι ανάσες, είναι το κυρίως αφηγηματικό υλικό του τριαντάχρονου, τότε, συγγραφέα.

Και ύστερα βέβαια είναι η Ιστορία, που την ξέρουμε (την έχουμε βιώσει, και εξακολουθεί να επιδρά επάνω μας, και να μας καταδιώκει, και να την επαναλαμβάνουμε: όχι σαν φάρσα, πάντα σαν τραγωδία). Ο Ίσεργουντ έζησε από πολύ κοντά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία και τη σκοτεινή άνθηση του ναζισμού, καθώς έμενε και εργαζόταν στο Βερολίνο από το 1929 μέχρι το τρομερό 1933. Οι αναμνήσεις του από την ατμόσφαιρα της πόλης, από την αποφορά του ολοκληρωτισμού, αλλά και από τους ανθρώπους της, τους ανθρωπότυπους που γνώρισε εκεί, τους άντρες και τις γυναίκες που ήρθαν κοντά του με ένα μυρωδάτο τσιγάρο στα χείλη, αποτυπώνονται στον Κύριο Νόρις (1935) και στο σπονδυλωτό Αντίο, Βερολίνο, που εκδόθηκε 4 χρόνια μετά (μολονότι ο Κύριος Νόρις γράφτηκε για να ενταχθεί κι αυτός στο Αντίο, ήταν ήδη πολύ ογκώδης — ενώ η νουβέλα «Σάλι Μπόουλς», το εκτενέστερο κομμάτι του δεύτερου βιβλίου, στάθηκε η αφορμή για να γυριστεί το περίφημο κινηματογραφικό Καμπαρέ με τη Μινέλι).

Στιγμές Ιστορίας, λοιπόν:
Το Βερολίνο ήταν σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου. Η έκρηξη μίσους ερχόταν ξαφνικά, δίχως προειδοποίηση, από το πουθενά· στις γωνιές του δρόμου, στα εστιατόρια, στους κινηματογράφους, στις αίθουσες χορού, στα λουτρά· τα μεσάνυχτα, μετά το πρωινό, στα μισά του απογεύματος. Μαχαίρια τραβιόντουσαν, χτυπήματα δίνονταν με ακιδωτά δαχτυλίδια, με μπιροπότηρα, με πόδια από καρέκλες. […] Καταμεσής ενός κατάμεστου δρόμου, ένας νέος άντρας δεχόταν επίθεση, τον γύμνωναν, τον ξυλοκοπούσαν και τον άφηναν αιμόφυρτο στο πεζοδρόμιο· σε δεκαπέντε δευτερόλεπτα όλα τελείωναν και οι επιτιθέμενοι εξαφανίζονταν.

Οι διαπραγματεύσεις του Χίτλερ με τη Δεξιά είχαν διακοπεί· η σβάστικα φλέρταρε ακόμα και με το Σφυροδρέπανο. Τηλεφωνικές συνομιλίες […] είχαν ήδη πραγματοποιηθεί μεταξύ των εχθρικών στρατοπέδων. Τα τάγματα εφόδου των ναζί ενώνονταν με τους κομουνιστές στα πλήθη που γιούχαραν τους απεργοσπάστες και τους πετροβολούσαν.

«Τα σύνορα μοιάζουν να στενεύουν, ώσπου σχεδόν δεν έχεις χώρο ν’ ανασάνεις».
«Τι δυσάρεστη αίσθηση που πρέπει να είναι αυτή».
«Είναι», είπε ο Άρθουρ αναστενάζοντας.  «Όντως είναι. Ίσως τα νεύρα μου να είναι λίγο τεντωμένα αυτή τη στιγμή, αλλά πρέπει να ομολογήσω ότι, για μένα, οι χώρες της Ευρώπης δεν είναι τίποτα λιγότερο ή περισσότερο από μια σειρά ποντικοπαγίδες. Σε κάποιες από αυτές το τυρί είναι ανώτερης ποιότητας, αυτή είναι η μόνη διαφορά».

Άρθουρ, Άρθουρ Νόρις: ένας από τους πιο συναρπαστικά δοσμένους ήρωες της λογοτεχνίας του 20ού αιώνα.


Εξαιρετικό μυθιστόρημα, απαραίτητο ανάγνωσμα, σε μια πραγματικά πολύ όμορφη έκδοση από το Μεταίχμιο (μετάφραση Ιωάννα Ηλιάδη). Και, ας σημειωθεί, ένα βασικό LGBT βιβλίο, εκτός όλων των άλλων.


Κυριάκος Αθανασιάδης

Σάββατο 11 Ιουλίου 2015

Αύγουστος Κορτώ, «Έρως ανίκατε μάσαν»


Αν έπρεπε να επιλέξω ένα βιβλίο για την περίοδο που διανύουμε από χθες, οπότε και αποφεύχθηκε τελευταία στιγμή το Grexit, ένα βιβλίο παυσίλυπο και ευπρόσδεκτο σαν γλυκό κουταλιού σε δροσερό σαλόνι ενώ έξω σκάει ο τζίτζικας και βράζει ο τόπος, θα ήταν το Έρως ανίκατε μάσαν του αγαπημένου μου φίλου Αύγουστου Κορτώ, του υπέροχου Πέτρου.

Θα μπορούσα να πω πολλά, για το φόρο τιμής που αποτίνει στο ευθυμογράφημα, για το ότι επανεισάγει ένα είδος που φαινόταν σχεδόν νεκρό, για την ευκολία του στον αυτασαρκασμό και για την επινοητικότητά του, για τις εμμονές του που γίνονται και δικές μας διαβάζοντάς τες, για τον εαυτό μας που βλέπουμε μέσα σ’ αυτά τα κείμενα, σχεδόν σε κάθε σελίδα και σε κάθε στιγμιότυπο, για τη γλωσσική ζωντάνια των ιστοριών, για το θάρρος, τη λεβεντιά, την εξυπνάδα, τη μουσικότητα, τις γνώσεις, τις συσσωρευμένες και καλοχωνεμένες αναγνώσεις του Κορτώ, που δεν είναι Ψαθάς αλλά περισσότερο ένας Γούντι Άλεν, εδώ — θα πω όμως μόνο δύο πράγματα: (1) το βιβλίο είναι ξεκαρδιστικό, και ως εκ τούτου σπάνιο και ολωσδιόλου χρήσιμο· δεν υπάρχει περίπτωση να αφήσει κανέναν ανικανοποίητο, και δεν υπάρχει όμοιό του· (2) υπάρχουν δεκάδες στιγμές που θα τις ξεχωρίσετε εύκολα, αλλά πολύ δύσκολα θα επιλέξετε την«καλύτερη»· το επ’ εμοί, τη στιγμή που τρώει το γιαούρτι πάνω από τις γάμπες του (θα καταλάβετε και θα με θυμηθείτε) αισθάνθηκα σαν να τον έχω δίπλα μου και να μου περιγράφει το περιστατικό, και να πίνουμε δροσερό κόκκινο κρασί και να γελάμε με θόρυβο και να ’ναι κι άλλοι φίλοι εκεί, κι όλα να πηγαίνουν καλά, σαν να είμαστε σε ένα δροσερό σαλόνι ενώ έξω σκάει ο τζίτζικας και βράζει ο τόπος.


Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη. Να το χαρίσετε στον εαυτό σας.

Κυριάκος Αθανασιάδης

Clive Barker, «Τα Ευαγγέλια της Κολάσεως»


Ο Μπάρκερ είναι σπουδαίος καλλιτέχνης, και τα βιβλία του δεν είναι παρά μία μόνο έκφανση της ακόρεστης και σπάνιας δημιουργικής του ανάγκης, που πιο πολύ σχετίζεται με ό,τι γενικά λέμε «εικαστικές τέχνες»: οι εικόνες που συνθέτει, η φαντασμαγορική παλέτα των χρωμάτων του, ο ιδιότυπος εξπρεσιονισμός του, η dark fantasy οπτική του, οι πελώριες συνθέσεις του, οι μαγευτικές ιδέες του, η αφηγηματική του άνεση, οι ξεχωριστοί, έξαλλοι χαρακτήρες του, αλλά και οι καθαυτό ταινίες του, και η γραφιστική του, και η ζωγραφική του, και τα κόμιξ του, τον καθιστούν έναν μοντέρνο Πίτερ Μπρίγκελ (όχι τηρουμένων των αναλογιών: το εννοώ). Παρά ταύτα, είναι ένας ζωγράφος μεγάλων επιφανειών που ιστορεί τις συνθέσεις του κυρίως με λέξεις: είναι ένας παραμυθάς — ένας μεγάλος και σπουδαίος παραμυθάς. Και το κάνει όλο αυτό σε υψηλό πάντα επίπεδο τριάντα χρόνια τώρα. Πολύ μεγάλο διάστημα.

Τα Ευαγγέλια της Κολάσεως είναι συναρπαστικά. Το καλύτερο βιβλίο του από την εποχή του αξέχαστου Υφαντόκοσμου. Και για όσους αγαπούν, όπως εγώ, τον Τρόμο, και δη το σπλάτερ, εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα αρχετυπικό μυθιστόρημα του είδους, που έπρεπε να γραφτεί και οφείλαμε να το διαβάσουμε. Είναι πελώριο σαν σύνθεση, φιλόδοξο, σκληρό, περιγραφικό, γκροτέσκο, χιουμοριστικό και πανέξυπνο: μία τοιχογραφία, ένα fresco, στο κλίτος ενός εξαιρετικά σκοτεινού ναού. Δεν το χορταίνεις. Και, επιτέλους, είναι ένα μυθιστόρημα για και με τον Πίνχεντ! Έναν Πίνχεντ που εδώ υπερβαίνει τα όρια της φόρμας του και της κοψιάς του, καθώς και της ίδιας του της υλικής υπόστασης, της φύσης του, και που συλλαμβάνει και εκτελεί ένα σχέδιο σχεδόν θεϊκών διαστάσεων — ή τέλος πάντων σίγουρα σατανικών: με την κυριολεκτική έννοια της λέξης. Αν μη τι άλλο, το μισό και παραπάνω βιβλίο διαδραματίζεται στην ίδια την Κόλαση: έναν τόπο με λίγες φωτιές, με πολλή παγωνιά, με παράδοξους ανέμους, μη ευκλείδεια γεωμετρία (και μη ευκλείδεια αρχιτεκτονική) και με χιλιάδες χιλιάδων δαίμονες και κολασμένους.

Πρωταγωνιστής στα Ευαγγέλια είναι ο ιδιωτικός ντετέκτιβ —με ειδίκευση στο υπερφυσικό— Χάρι Ντ’Αμούρ, παλιός γνώριμός μας (πρωτοεμφανίστηκε στα Βιβλία του αίματος και έκτοτε κάνει σποραδικές εμφανίσεις στα βιβλία και στα κόμιξ του Μπάρκερ, ενώ τον είδαμε φυσικά και στην Αείπολη), και τα δεκάδες τατουάζ-φυλαχτά του — εδώ που τα λέμε, το δέρμα σχεδόν όλων στο βιβλίο είναι διάστικτο: όλοι οι ήρωες είναι οι ίδιοι κινούμενοι πίνακες. Μαζί με τον Ντ’Αμούρ, προελαύνει στην Κόλαση και μια ετερόκλητη παρέα φίλων και συμμάχων του, που, πέραν όλων των άλλων, αναλαμβάνουν το ρόλο του σχολιασμού των τεκταινομένων, προσφέροντας στον αναγνώστη κυρίως ψυχολογική διέξοδο, «ανάσες», όπως ακριβώς τα εμβόλιμα κωμικά στοιχεία στις τραγωδίες του Σέξπιρ: γιατί αυτά που συμβαίνουν στις τετρακόσιες σελίδες αυτού του βιβλίου είναι πολύ δυνατά· σχεδόν μη ανεκτά, εδώ που τα λέμε, από όσους δεν συμπαθούν το είδος.

Με δυο λέξεις: στα συναρπαστικά Ευαγγέλια της Κολάσεως ο Κλάιβ Μπάρκερ φοράει τα καλά του: την καλύτερη δερμάτινη μπέρτα του, με τα μπρούντζινα διακοσμητικά καρφιά.



Όλα τα βιβλία του Μπάρκερ —ενός σπουδαίου και δυναμικού ακτιβιστή των δικαιωμάτων των γκέι επίσης, πρέπει να προσθέσουμε— κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Bell. Η εξαιρετική μετάφραση των Ευαγγελίων ανήκει στη χαλκέντερη Γωγώ Αρβανίτη, που έχει υπογράψει δεκάδες μεγάλα και δύσκολα μυθιστορήματα σε μια μακρά καριέρα αξιώσεων.


Κυριάκος Αθανασιάδης

Mo Hayder, «Το φονικό κελάηδισμα»


Υπάρχει ένα ολόκληρο υποείδος της Αστυνομικής Λογοτεχνίας που ξεφεύγει, και ξεφεύγει ανατριχιαστικά, από τις πιο συνηθισμένες υποθέσεις, από το «καθημερινό» έγκλημα, από το μυστήριο και το γρίφο, από ένα δυσεπίλυτο αίνιγμα που καλείται να αποκωδικοποιήσει και να λύσει ένας ντετέκτιβ, ιδιωτικός ή μη, ή μία ομάδα ερευνητών: μιλώ για τα μυθιστορήματα με καθ’ έξιν δολοφόνους, εντέλει ό,τι πιο σατανικό και μακάβριο μπορούμε να φανταστούμε, και ό,τι πιο έξω από τα πλαίσια μιας οργανωμένης κοινωνίας. Μολονότι γράφονταν αρκετά και πριν ακόμη μάς συστήσει τον Χάνιμπαλ Λέκτερ ο Τόμας Χάρις, το 1981 είναι σαφώς τομή για το genre, και ο Κόκκινος δράκος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν το επίσημο κάλεσμα του ψυχρού, αδυσώπητου και απολύτως διαταραγμένου serial killer στο προσκεφάλι των αναγνωστών — μολονότι έπρεπε να περάσουν δέκα ολόκληρα χρόνια για να τρομάξει για τα καλά το κοινό από την τρομερή επιτυχία της Σιωπής των αμνών, που βασίστηκε στη δεύτερη λογοτεχνική εμφάνιση του —για έναν περίεργο λόγο— συμπαθούς κατ’ εξακολούθηση δολοφόνου, αυτού του λάτρη της ευζωίας, του αφύσικα καλλιεργημένου και παγερού τέρατος.

Οι ήρωες, παρά ταύτα, της Μο Χάιντερ δεν θυμίζουν τον δόκτορα Λέκτερ. Καθόλου. Είναι προσγειωμένοι σε μια ζοφερή πραγματικότητα, βγαλμένη κατευθείαν από τους εφιάλτες του. Εξ ου και το Φονικό κελάηδισμα είναι ένα βιβλίο που σου σφίγγει το στομάχι: μια χάρτινη παγίδα. Ωμό και αληθοφανές, δεν σου αφήνει πολλά περιθώρια να εκπλαγείς, να θαυμάσεις ή να γοητευτείς από τα τεκταινόμενα — μάλλον, δεν σου αφήνει κανένα. Εδώ ο δολοφόνος είναι μόνο, και ξεκάθαρα, άρρωστος, τα θύματά του κακοποιημένα αλλά όχι βασανισμένα (και όμως γίνεται…), το μυστικό του απεχθές και ανατριχιαστικό, και η αγχωτική έρευνα για την ανακάλυψή του συντονισμένη, παθιασμένη, επαγγελματική, αλλά και γεμάτη λάθη, αβλεψίες και προκατάληψη, κυρίως ρατσιστική, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην πραγματικότητα. Η Χάιντερ έχει εργαστεί —ανάμεσα σε πολλά άλλα που έχει κάνει— με την αστυνομία, έχει συνδράμει σε ανάλογες έρευνες, ξέρει τη δουλειά από μέσα, και μπορεί να την περιγράψει, όχι απλώς με αληθοφάνεια, αλλά με σκοτεινό, επίπονο ρεαλισμό.

Δεν θα ήθελα, και μάλλον δεν θα έπρεπε, να πω περισσότερα για την πλοκή, πέραν τού ότι ήδη από την πρώτη σελίδα ανακαλύπτονται σε ένα σκουπιδότοπο τα πτώματα κάποιων νέων γυναικών με πολλά κοινά στοιχεία μεταξύ τους, τόσο ως προς την ηλικία, την εμφάνιση αλλά και τις έξεις τους, όσο και ως προς ορισμένες ανατομικές «τροποποιήσεις» που υπέστησαν μετά θάνατον. Ο επιθεωρητής Τζακ Κάφερι, που κάνει εδώ το ντεμπούτο του (θα ακολουθήσουν άλλα έξι μυθιστορήματα με κεντρικό ήρωα αυτό τον Λονδρέζο αστυνομικό επιθεωρητή), είναι σαγηνευτικός κυρίως επειδή είναι γήινος και βασανισμένος. Ο χαρακτήρας του εξελίσσεται και αναπτύσσεται στο μυθιστόρημα παράλληλα με την ιστορία, και είναι στιγμές που δεν μπορούμε παρά να ταυτιστούμε απόλυτα μαζί του — ειδικά στο σκληρό, σκοτεινό φινάλε.

Η Αστυνομική Λογοτεχνία, από την pulp μέχρι τη σύγχρονη είναι —και γι’ αυτό μάς αρέσει— γεμάτη κλισέ. Η κριτική της επίσης. Δεν μπορώ να αποφύγω τον πειρασμό να πω ότι το Φονικό κελάηδισμα είναι ένα βιβλίο για γερά νεύρα.


Η μετάφραση του Αύγουστου Κορτώ είναι εγγύηση, και η σειρά των αστυνομικών που βγάζουν οι Εκδόσεις Διόπτρα από τις κορυφαίες στην Ελλάδα.

Κυριάκος Αθανασιάδης