Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2015

Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ, «Ένας θάνατος στην οικογένεια»


Μου είναι αδύνατο σήμερα να σκεφτώ ή να εκφραστώ όπως τότε που ήμουν οκτώ ή δεκαέξι ετών. Ακόμη κι αν καμιά φορά περνούν από το μυαλό μου σκέψεις και συνειρμοί που θυμάμαι ότι είχα κάνει τότε, ακούσια τις περνώ από το φίλτρο του ενήλικου που τις εξευγενίζει και ενηλικιώνει κι αυτές, τις σκέψεις. Άσε δε που ορισμένες από αυτές τις σκέψεις είναι εξωφρενικές, προκλητικές και ασεβείς, ντρέπομαι να τις ομολογήσω ακόμη και στον εαυτό μου. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για όσα λέω και σκέφτομαι στην ενήλικη ζωή μου. Η ωμότητα της σκέψης πάντα περνά από το φίλτρο της εκλογίκευσης και του εξευγενισμού, όπως οι σκέψεις όλων, υποθέτω.

Αυτός είναι ίσως ο βασικός λόγος που με συνεπήρε το πρώτο βιβλίο της σειράς με τον γενικό προκλητικό τίτλο «Ο Αγώνας μου», Ένας θάνατος στην οικογένεια, του Νορβηγού Κάρλ Ούβε Κνάουσγκορντ. Η σκέψη του συγγραφέα περιγράφεται ρεαλιστική, ατόφια, ωμή, σχεδόν ανεπεξέργαστη, ακόμη και όταν αναφέρεται στην ηλικία των οκτώ, δεκάξι και είκοσι ετών.

Η αυτοβιογραφία του Κνάουσγκορντ είναι συγκλονιστική, όχι επειδή συμβαίνει κάτι ιδιαίτερο και εξαιρετικό στη ζωή του, αλλά επειδή όλοι, άντρες και γυναίκες, μπορούν να ταυτιστούν με τις σκέψεις, τις διαπιστώσεις, τα συμπεράσματά του. Επειδή λέει την αλήθεια και ταυτόχρονα περιγράφει τις συγκρούσεις, τις συντριβές, τις πληγές του, όπως τις ανακάλυψε ο ίδιος κι όπως τις ανακαλύπτουμε όλοι: βιώνοντάς τες. Περιγράφει τον θάνατο του αλκοολικού πατέρα του, που, μολονότι τον είχε ευχηθεί πολλές φορές, όταν συμβαίνει, τον συνθλίβει. «Και για μένα, τι ήταν ο μπαμπάς για μένα; Κάποιος που ευχόμουν να πέθαινε. Προς τι λοιπόν όλα αυτά τα δάκρυα;»

Ο Κνάουσγκορντ, 46 ετών σήμερα, περιγράφει τη ζωή του στη Νορβηγία και μετά στη Σουηδία, όπου ζει τώρα. Τα χρόνια στο σχολείο, τη σχέση με τον αυστηρό πατέρα του και την απούσα μητέρα του. Με τον αδελφό του που λάτρευε (και σήμερα έχουν μαζί έναν μικρό εκδοτικό οίκο), με την πρώτη σύζυγό του, που την αγαπούσε αλλά την άφησε και πήγε στη Σουηδία, όπου και γνώρισε τη δεύτερη σύζυγό του, ποιήτρια, με την οποία σήμερα έχει τέσσερα παιδιά. Τα τέσσερα παιδιά και η ρουτίνα της καθημερινότητας φοβάται ότι του αφαιρούν πολύτιμο χρόνο, χρόνο που θέλει να διαθέσει για να γράψει. Περιγράφει την αγάπη του για τη ροκ μουσική, μιλά για το μουσικό συγκρότημα που είχε στην εφηβεία του, παραδέχεται ότι είναι ατάλαντος μουσικός (μολονότι πρόσφατα έδωσε στο Μανχάταν μια μικρή συναυλία). Είναι τολμηρό να περιγράφεις και να δημοσιεύεις αυτά που σκέφτεσαι για ανθρώπους που θα τα διαβάσουν. Καθόλου τυχαία έχει χαρακτηριστεί ως the coolest kid on the literary block. Ο εκδότης του έστειλε τον τελευταίο τόμο του «Αγώνα» σε κριτικούς στις ΗΠΑ μαζί με μια κούπα και ένα t-shirt με το λογότυπο All OVe It (κάνοντας λογοπαίγνιο με το Ove, φυσικά).

Η αυτοβιογραφία του Κνάουσγκορντ εκτυλίσσεται σε μυθιστορηματική μορφή και είναι υπέροχη, είναι από τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια. Κρατιέμαι να μη διαβάσω τον δεύτερο τόμο στα αγγλικά, αλλά όχι: θα περιμένω την ελληνική έκδοση από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, στην πολύ-πολύ καλή μετάφραση (απευθείας από τα νορβηγικά) του Σωτήρη Σουλιώτη.

Διαβάστε το πρώτο βιβλίο που κυκλοφορεί. Για όσους είστε πάνω από 30 είναι σχεδόν υποχρεωτικό.

«Αχ, η ζωή είναι αώνας», είπε η γριά, δεν μπορούσε να πει το γ.*

* Έκφραση που έλεγε πολύ συχνά η γιαγιά του Κνάουσγκορντ και από την οποία προκύπτει ίσως ο τίτλος του έργου.


Κική Τσιλιγγερίδου

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2015

Robert Bloch, «Ο φύλακας της πύλης» & «Η σκιά στο κωδωνοστάσι»


Το λαβκραφτικό σύμπαν είναι ένα σκοτεινό δώρο του γενναιόδωρου γεννήτορά του σε όλους τους συγγραφείς που νιώθουν συγγένεια μαζί του, και έχει δώσει πολλές, πάρα πολλές καλές ιστορίες μέσα σ’ αυτά τα ογδόντα χρόνια που πέρασαν από το θάνατο της Ψυχής του Πρόβιντενς. Αλλά κάποιοι, όπως ο Robert Bloch, είχαν ήδη αρχίσει να γράφουν και να δημοσιεύουν ιστορίες εμπνευσμένες από τη μυθολογία του ακόμη και όσο εκείνος ήταν εν ζωή, ενώ μάλιστα ήταν και φίλοι του, διατηρούσαν αλληλογραφία μαζί του και ζητούσαν τη γνώμη του για τις λογοτεχνικές τους απόπειρες.
                                                                           
Η βασική αυτή συλλογή διηγημάτων της Μυθολογίας Κθούλου, απλωμένη σε δύο καλαίσθητους τόμους που διατηρούν την αίσθηση του παλπ, θεωρείται και είναι μία από τις πιο ιστορικές και πλήρεις: ένα σύμπαν, είκοσι ιστορίες, δύο διασταυρούμενες ζωές και μία καλλιτεχνική πορεία — ο κόσμος του Λάβκραφτ ξαναζεί και μεταμορφώνεται και αλλάζει διαρκώς σχήμα και τρόπους, όπως ακριβώς πρέπει. Μολονότι τίποτε και κανείς δεν μπορεί να συγκριθεί με τον ίδιο τον ερημίτη των Γραμμάτων και του κοσμικού τρόμου, τα διηγήματα της συλλογής είναι καλογραμμένα, «στοχοπροσηλωμένα» και, εντέλει, προϊόντα αγάπης, όπως ομολογεί ο ίδιος ο συγγραφέας σε ένα σεμνό Επίλογο: δεν μπορεί παρά να διαβαστούν από κάθε φαν τής λαβκραφτικής σχολής, ασυζητητί. Δείχνουν, ακόμη, και την ανέλιξη, τη συγγραφική ωρίμαση του Μπλοκ στη διάρκεια της ζωής του. Να σημειωθεί, δε, ότι πολλοί αναγνώστες προτιμούν τα πρωτόλεια, ενθουσιώδη διηγήματά του, όπου μιμούνταν περισσότερο το στιλ τού Λάβκραφτ, από τα πιο ώριμά του, που τα έγραφε και τα εξέδιδε ως καταξιωμένος, πλέον, και πασίγνωστος συγγραφέας και σεναριογράφος. (Το Ψυχώ, ασφαλώς, τον κατέστησε ευρύτατα γνωστό στο κοινό μετά την τρομερή επιτυχία της ταινίας).

Δύο από τα διηγήματα της συλλογής είναι πολύ γνωστά στους εξοικειωμένους με το χώρο: ο «Υπηρέτης από τα άστρα» και η «Σκιά στο κωδωνοστάσι» γράφτηκαν για τον Λάβκραφτ, και έχουν πρωταγωνιστή τον ίδιο τον μετρ — στο πρώτο, μάλιστα, πεθαίνει κιόλας, και όχι με κάποιον «καλό» θάνατο! Ο Λάβκραφτ θα «σκοτώσει» τον Μπλοκ στον δικό του «Κυνηγό του σκοταδιού». Λογοτεχνικά παιχνίδια μιας παρέας που όμοιά της δεν μπορεί να ξαναβρεθεί.


Τα βιβλία κυκλοφορούν από την Άγνωστη Καντάθ σε μετάφραση Γιάννη Στολτίδη.

Κυριάκος Αθανασιάδης

Σάββατο 29 Αυγούστου 2015

Άννα Ρόμερ, «Τα φτερά της μνήμης»


Χορταστικό, αγωνιώδες, πανέξυπνα δομημένο, το μυθιστόρημα της Άννας Ρόμερ μάς συστήνει μια Αυστραλία μυστηριακή, αρχέγονη και μοντέρνα, σκληρή και οικεία, έναν τόπο που δεν μπορεί παρά να γεννά μεγάλα πάθη και να κρύβει φοβερά μυστικά. Και είναι ταυτόχρονα ένα διπλό μυθιστόρημα ωρίμασης, έρωτα, αποκαλύψεων και ενηλικίωσης: η διπλή ιστορία της προσπάθειας δύο γυναικών να βρουν τον εαυτό τους, να επινοήσουν και να σχεδιάσουν τη ζωή τους και να ανεξαρτητοποιηθούν — υπέροχες και οι δύο παράλληλες ιστορίες, η μία λίγο πριν την αυγή του 20ού αιώνα και η άλλη στις μέρες μας. Οι δύο γυναίκες, η νεαρή Μπρένα που σχεδόν πουλιέται στον σύζυγό της σαν αντίτιμο για τη διαγραφή ενός χρέους, και η Ρούμπι, που τη βαραίνουν μία δυσβάσταχτη απώλεια και ένα αιματοβαμμένο κενό μνήμης, θα «συναντηθούν» στους ίδιους χώρους και θα πορευτούν δύο ζωές παράλληλες, ασύμπτωτες αλλά και, με έναν περίεργο τρόπο, κοινές.

Η Ρόμερ απλώνει τις παράλληλες ιστορίες της αβίαστα, εναλλάσσοντας τα κεφάλαια και δίνοντας φωνή πότε στη μία και πότε στην άλλη ηρωίδα, πλέκοντας εναλλάξ τα δύο νήματα και συντηρώντας, έτσι, το διττό ενδιαφέρον του αναγνώστη, που ξέρει πως, όσο κυλούν οι σελίδες —και κυλούν απολαυστικά και γρήγορα—, οι δύο ζωές θα γίνουν εντέλει μία. Κι αυτό θα είναι λυτρωτικό.

Η Αυστραλία είναι πανταχού παρούσα εδώ, τόσο σαν τοπίο όσο και σαν ιστορία και πολιτισμός, με τους Αβορίγινες και τις μικρές κοινότητές τους να ξεπροβάλλουν έξω από τις πόλεις των λευκών αποίκων, με τη βαρβαρότητα των επιθέσεων που δέχονται οι γηγενείς κάτοικοι, αλλά και με το πάντρεμα των δύο πολιτισμών που ήταν, φυσικά, αναπόφευκτο και είναι εντέλει υπέροχο. Όμως είναι πανταχού παρούσα και σαν πανίδα και, κυρίως, χλωρίδα: τα Φτερά της μνήμης είναι γεμάτα δέντρα και φυτά και κλαριά και άνθη και χρώματα και μυρωδιές (η Ρόμερ είναι «ενθουσιώδης κηπουρός», όπως σημειώνεται στο βιογραφικό της), που σκεπάζουν τις σελίδες, ρίχνουν σκιές στα πρόσωπα, ή τα ξεσκεπάζουν, περικλείουν τις άνυδρες εκτάσεις ή γεμίζουν πληθωρικά τους κήπους, τα δάση και τις θαλασσοδαρμένες ακτές. Δεν μέτρησα τα πάμπολλα ονόματα των φυτών που διακοσμούν, όχι χωρίς λόγο, το περιβάλλον, αλλά είναι πολλές δεκάδες.

Αλλά και η ζωγραφική είναι πανταχού παρούσα: τα λάδια, οι τέμπερες, οι μουσαμάδες, τα χειροποίητα χαρτιά και οι καμβάδες απλώνονται και καλύπτουν όλο το υπέροχο αυτό μυθιστόρημα, με χρώματα, πέταλα λουλουδιών, ρίζες — και με αντικείμενα μνήμης. Οι γυναίκες πρωταγωνίστριες του βιβλίου ζωγραφίζουν και πλάθουν με τα έργα τους έναν κόσμο που πατά πάνω από τον πραγματικό σε ένα στρώμα δροσερού ανέμου, ιστορημένου με μαεστρία και αγάπη. Και με πολύ πόνο.

Η Ρούμπι, ανεξάρτητη βιβλιοπώλισσα, που έχει χάσει την αδελφή της σε ένα τρομακτικό δυστύχημα από το οποίο δεν θυμάται την παραμικρή λεπτομέρεια, αποκομμένη από την καλλιτέχνιδα μητέρα της και με ένα τρομερό βάρος να πιέζει το στήθος της, όλο πίκρα και ενοχές, συζεί με έναν τέλειο άντρα που, ίσως, κρύβει ένα πολύ σκοτεινό μυστικό. Η αφήγηση της Μπρένα, αλλά κυρίως οι δικές της προσπάθειες, θα τη βοηθήσουν να θυμηθεί και να πάρει τη ζωή της στα χέρια της. Αλλά με έναν τρόπο τραυματικό, δύσκολο και όχι χωρίς νέες πληγές.

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ωκεανίδα, σε (άλλη μία) σπουδαία μετάφραση της σιδηράς, χαλκέντερης κυρίας των Ελλήνων μεταφραστών, της Έφης Καλλιφατίδη.

Παρασκευή 28 Αυγούστου 2015

Catherine Mavrikakis, «Ο ουρανός του Μπέι Σίτι»


Απλωμένο σε τριακόσιες σελίδες, αυτό το ψυχωσικό παραλήρημα της Έιμι, μιας Αμερικανίδας με πολωνοεβραϊκές ρίζες που εξαιτίας τής διαταραγμένης μητέρας της κουβαλά στο μυαλό της μια αδιανόητη, αφύσικη ενοχή για το Ολοκαύτωμα, που την τσακίζει και τη διαστρέφει και την τρελαίνει, και που την κάνει να πιστεύει ότι η ίδια, στα δεκαοχτώ της, δολοφόνησε εν ψυχρώ όλη της την οικογένεια βάζοντάς τους φωτιά, είναι δύσκολο στην ανάγνωσή του, καταθλιπτικό και σου σφίγγει το στομάχι:
Στο Μπέι Σίτι, δεν έχω παρά τον θάνατο μέσα στην ψυχή μου. Ονειρεύομαι ότι με έχουν κρεμάσει, με έχουν κατακρεουργήσει, ή ακόμα βλέπω τον εαυτό μου σαν μια πράσινη, μουχλιασμένη Οφηλία που βρέθηκε πνιγμένη στον πάτο της γαλάζιας πισίνας της θείας μου.
Γεννημένη μετά την αδελφή της, που πέθανε βρέφος, αντιμετωπίζει την οργή και το μίσος της μητέρας της και βρίσκει σύμμαχο τη θεία της —ποτέ δεν θα μάθουμε αν και η ίδια η θεία της είναι άρρωστη ή αν δεν είναι απλώς μία οθόνη που πάνω της η Έιμι προβάλλει τα δικά της, απολύτως προσωπικά, σκοτάδια— που της μιλά για το παρελθόν και της μεταδίδει μία ασήκωτη αίσθηση ευθύνης:
Η μητέρα σου μου έλεγε να σταματήσω να σκαλίζω το παρελθόν, να μην ξεθάψω τίποτα από τον χρόνο. Αλλά δεν μπορούμε να ξεθάψουμε τις στάχτες που στροβιλίζονται ακόμα στον ουρανό της Πολωνίας. Δεν μπορούμε να ξεθάψουμε την ανθρώπινη σκόνη που ανακατεύτηκε με τον αέρα και δηλητηρίασε τον αιώνα. Εισπνέουμε ακόμη τα υπολείμματα των πτωμάτων των γονιών και των θείων μου που τα παρασύρουν οι άνεμοι. Καταπίνουμε πάνω από πενήντα χρόνια τώρα τους νεκρούς μας, μπαίνουν μέσα από τη μύτη, τους πνεύμονες, απ’ όλους τους πόρους του δέρματος.
Η Έιμι θα μπερδέψει στο μυαλό της το μεγαλύτερο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας με τον καπιταλισμό, τη Δύση, τις ΗΠΑ, την κρεοφαγία, τις μικρές, επαρχιακές πόλεις «όπου δεν γίνεται τίποτα», με το σεξ, με τους άντρες, με ό,τι καθημερινό και φυσιολογικό («Δεν τρώω σχεδόν καθόλου. Δεν βάζω στο στόμα μου ζωική σάρκα. Μου είναι αδύνατον. Δεν αγγίζω πια τα ανθρώπινα κορμιά για να τα αναλώσω»), και θα προσπαθήσει (ενδεχομένως, ή μάλλον σίγουρα, μέσα στο μυαλό της) να βρει αποκούμπι και λύτρωση στα new age κελεύσματα της Ασίας (στη γιόγκα, φέρ’ ειπείν) και εντέλει στην Ινδία, όπου σκοπεύει κάποτε να αποσυρθεί για να μονάσει και να πεθάνει, για να μετενσαρκωθεί ή για να σβήσει σαν ύπαρξη, πνίγοντας μαζί της την ανάμνηση του Ολοκαυτώματος. «Επισκέφτηκε» ήδη την Ινδία μία φορά:
Στο Μπεναρές, εγκατέλειψα το Άουσβιτς και το Μπέι Σίτι. Άφησα όλους τους νεκρούς μου στον Γάγγη, όλον εκείνο το λαό που κουβαλούσα χρόνια τώρα, ακόμα και πριν από τη γέννησή μου. Έριξα τρυφερά όλα τα πτώματα στον Γάγγη και ζήτησα από τον ποταμό, από τον κόσμο, να ασχοληθούν μαζί τους. Στο Μπεναρές, ξαναγεννήθηκα για πρώτη φορά.

Μεγαλώνοντας (ή: έγκλειστη ίσως κάπου, στους τοίχους, ή στις σελίδες, ενός φρενοκομείου), θα φαντασιωθεί ότι είναι πιλότος αεροπλάνων, ένα επάγγελμα που τη βοηθά να δραπετεύει από τον μαβή, ασφυκτικό ουρανό της άχαρης πόλης της διαρρηγνύοντάς τον, και ότι γεννά και μεγαλώνει μια κόρη, με την οποία υποτίθεται ότι κοιμάται πάντα μαζί, ακόμη και όταν εκείνη μεγαλώνει και συζεί με έναν άντρα, και την οποία μεγαλώνει μαθαίνοντάς τη να αγαπά τη φύση, τις οργανικές τροφές (τα σφαγεία είναι κατά την Έιμι κρεματόρια αθώων ζώων), και τους Ινδιάνους, που επίσης (όπως οι Εβραίοι) αφανίστηκαν από τον Δυτικό άνθρωπο.

Γεμάτο ωραίες παρατηρήσεις («Ο αποπροσανατολισμός είναι ωστόσο ο οδηγός των ανθρώπων»), το μυθιστόρημα είναι καλογραμμένο, γεμάτο επωδούς και θέματα στα οποία η αφηγήτρια γυρνά και γυρνά και ξαναγυρνά εξακολουθητικά, ακόμη και με τις ίδιες σκληρές λέξεις, και, κυρίως: αποπνικτικό. Είναι τυπωμένο με ενοχή και με τρέλα: είναι ένα βιβλίο για την τρέλα, όχι ένα βιβλίο για το Ολοκαύτωμα.


Πρόκειται για το πρώτο μυθιστόρημα της Κατρίν Μαυρικακίς (1961) που δημοσιεύεται στη γλώσσα μας. Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Εστία, σε μετάφραση της Τζένης Κωνσταντίνου.

Κυριάκος Αθανασιάδης

Δευτέρα 17 Αυγούστου 2015

Hans Olav Lahlum, «Οι ανθρώπινες μύγες»


Να, λοιπόν, ένα ωραίο αστυνομικό: Οι Ανθρώπινες Μύγες, του Νορβηγού Hans Olav Hahlum.

Στο Όσλο του 1968, ένας νεαρός αστυνομικός ντετέκτιβ, ο Κόλμπιορν Κρίστιανσεν, αναλαμβάνει την υπόθεση δολοφονίας ενός θρυλικού ήρωα της Αντίστασης στη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής. Από την πρώτη στιγμή γίνεται φανερό ότι μόνο κάποιος που ζούσε στο ίδιο κτίριο με τον δολοφονημένο θα μπορούσε να τον σκοτώσει. Από ποιο από τα πέντε υπόλοιπα διαμερίσματα του κτιρίου βγήκε ο δολοφόνος και γιατί το έκανε; Είναι πολιτικοί οι λόγοι με αναφορές στο παρελθόν ή προσωπικοί;

Ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που θυμίζει πολύ Άγκαθα Κρίστι με στοιχεία Σέρλοκ Χολμς. Ο ντετέκτιβ Κρίστιανσεν, μαζί με την υπερπολύτιμη βοηθό του Πατρίσια, μια ευφυή νεαρή που ζει καθηλωμένη σε αναπηρική καρέκλα, θα προσπαθήσει να λύσει το μυστήριο, αλλά δεν θα προλάβει να εμποδίσει έναν δεύτερο φόνο, που θα λάβει χώρα στο ίδιο κτίριο. Όταν προκύπτει ότι όλοι οι ένοικοι είχαν ισχυρούς λόγους να θέλουν το κακό του αντάρτη-θρύλου, η λύση του μυστηρίου γίνεται ακόμη δυσκολότερη.

Επιπλέον, στις Ανθρώπινες μύγες περιγράφεται η περίοδος της γερμανικής Κατοχής στη Νορβηγία και το πώς οι καταδιωκόμενοι Εβραίοι, που κρύβονταν σε υπόγεια σπιτιών, προσπαθούσαν με τη βοήθεια ανταρτών να περάσουν τα σύνορα και να καταφύγουν στην ελεύθερη Σουηδία. Γίνεται πολύς λόγος, ακόμη, για το πόσο μεγάλο έρεισμα έβρισκε το Ράιχ στις σκανδιναβικές χώρες, όπου οργανώνονταν ναζιστικά κόμματα με αθρόα προσέλευση πολιτών, τα μέλη των οποίων στη Νορβηγία μετά το τέλος του πολέμου βρίσκονταν σε σκληρή κοινωνική απομόνωση. Θέματα που δύσκολα καταπιάνεται κανείς μαζί τους.

Πρόκειται για το πρώτο από μια σειρά βιβλίων με ήρωες τον Κρίστιανσεν και την Πατρίσια. Καθόλου τυχαία το βιβλίο ήταν υποψήφιο σκανδιναβικό μυθιστόρημα της χρονιάς στα βραβεία Petrona 2015. Καθόλου τυχαίος δεν είναι και ο συγγραφέας, ο Χανς Ούλαβ Λάλουμ: δεινός σκακιστής, πολιτευόμενος με το Σοσιαλιστικό Αριστερό Κόμμα της Νορβηγίας, είναι γνωστός όχι μόνο για το επιστημονικό του έργο, αλλά και για την εκκεντρικότητά του: Το 2013 έδωσε τη μεγαλύτερη σε διάρκεια συνέντευξη Τύπου, διάρκειας 30 ωρών, και μπήκε έτσι στο Βιβλίο Γκίνες.

Το πολύ καλό αυτό αστυνομικό κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Φανταστικός Κόσμος σε εξαιρετική μετάφραση από τα αγγλικά του ChrisLitharis.

ΥΓ. Θα σκεφτεί ίσως κανείς, «Mα τι τίτλος!» Η απάντηση για το The Human Flies δίνεται σε αυτό το απόσπασμα:


Δεν πιστεύω πως ψάχνουμε κάποιον που λειτουργεί φυσιολογικά. Πιστεύω πως ψάχνουμε μια ανθρώπινη μύγα. [...] Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που σε κάποιο στάδιο της ζωής τους βίωσαν κάτι τόσο οδυνηρό και τραυματικό, ώστε δεν το ξεπέρασαν ποτέ. Γίνονται ανθρώπινες μύγες και περνούν σχεδόν όλη την υπόλοιπη ζωή τους κάνοντας κύκλους γύρω από αυτό που συνέβη. Σαν μύγες γύρω από σκουπιδοτενεκέ, για να χρησιμοποιήσω μια απλή αναλογία.

Κική Τσιλιγγερίδου 

Κυριακή 16 Αυγούστου 2015

Ορχάν Παμούκ, «Το σπίτι της σιωπής»


Το Σπίτι της σιωπής είναι ένα σπουδαίο βιβλίο, για να ξεκαθαρίσουμε ευθύς εξαρχής τα πράγματα, και ο Παμούκ μείζων συγγραφέας, από την ελίτ των ελαχίστων εν ζωή Ευρωπαίων πραγματικά μεγάλων λογοτεχνών. Διαβάζεται με απόλαυση, με θαυμασμό, με φόβο (κάτι θα γίνει: όλο αυτό δεν μπορεί παρά να ξεσπάσει κάπου), με αγωνία, με πόνο, με συγκίνηση. Και είναι μόλις το δεύτερό του (κυκλοφόρησε το 1982), ανάμεσα στο Ο Τζεβντέτ μπέη και οι γιοι του (1979) και στο Λευκό κάστρο (1985).

Πρωταγωνιστούν το χωριό, ένας μεταιχμιακός χώρος, τρία τέταρτα της ώρας έξω από την Ιστανμπούλ, το περιζωμένο από κισσό σπίτι, σιωπηλό αλλά γεμάτο φωνές και φαντάσματα, η ενενηνταπεντάχρονη κυρία του σπιτιού, η ψυχή της ίδιας τής Τουρκίας, που ζει μια ζωή κλεισμένη εκεί, αρνούμενη να το εγκαταλείψει, ο νάνος υπηρέτης της που τη φροντίζει και που εκείνη τον μισεί και τον τρέμει, τα εγγόνια της που την επισκέπτονται σχεδόν τελετουργικά για μία εβδομάδα κάθε χρονιά, το καλοκαίρι, για μπάνια, ο νεκρός σύζυγός της και η εγκυκλοπαίδειά του, γραμμένη εξ ολοκλήρου από τον ίδιο και απλωμένη σε 48 τόμους, ένα διαφωτιστικό έργο που θα αλλάξει τη μοίρα της Τουρκίας και θα απαλλάξει την Ανατολή από τις προλήψεις και την αμάθεια —μια εγκυκλοπαίδεια που δεν θα τελειώσει, φυσικά, ποτέ—, οι εθνικιστές και οι κομουνιστές, οι φτωχοί και οι πλούσιοι, οι αρπαγμένοι από την παράδοση και οι φυγάδες, τα σιωπηλά καφενεία και τα θορυβώδη αυτοκίνητα, τα σπαράγματα της ιστορίας που ξεπετάγονται μέσα από παμπάλαια δικόγραφα, μια ζωή που επαναλαμβάνεται και που πολλαπλασιάζεται ολόιδια, και μια νέα ζωή που θέλει να αποκολληθεί και να πετάξει, οι σκέψεις των πρωταγωνιστών που μπερδεύονται αναμεταξύ τους φτιάχνοντας ένα πελώριο μελαγχολικό παλίμψηστο λόγου και ανάγκης, προσπαθώντας να περιγράψουν κάτι που δεν μπορεί να περιγραφεί — γιατί, όπως λέει ο νάνος Ρετζέπ, «Όλα είναι πέρα από τις λέξεις, από τα λόγια μας».

Από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, ο Παμούκ δίνει το λόγο κάθε φορά και σε άλλον ήρωά του, κι αυτή η χορωδία των φωνών, διαφορετική αλλά και ίδια, είναι εντυπωσιακή, μουσική και υποβλητική, ξεπερνώντας με άνεση την ηθογραφία και προσφέροντάς μας ένα μοντέρνο μυθιστόρημα, τουρκικό και ευρωπαϊκό μαζί.

Η μετάφραση του Παναγιώτη Αμπατζή, σε επιμέλεια Στέλλας Βρετού, είναι φρέσκια, ζωντανή, ταιριαστή πολύ στην ατμόσφαιρα του Σπιτιού της σιωπήςΑξίζει και με το παραπάνω να διαβαστεί, και όχι μόνο επ’ ευκαιρία της έκδοσης του πρώτου βιβλίου του νομπελίστα Τούρκου μετά από έξι ολόκληρα χρόνια: το μυθιστόρημα Μια παραξενιά του νού μου έρχεται το χειμώνα, πάντα από τις Εκδόσεις Ωκεανίδα.


Κυριάκος Αθανασιάδης

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2015

Michel Bussi, «Το κορίτσι της πτήσης 5403»


Ένα αεροπλάνο που εκτελεί την πτήση Ιστανμπούλ-Παρίσι συντρίβεται στις Άλπεις, παραμονές Χριστουγέννων του 1980. Όλοι οι επιβαίνοντες σκοτώνονται ακαριαία. Όλοι, εκτός από ένα βρέφος. Ένα κορίτσι περίπου τριών μηνών έχει επιβιώσει σαν από θαύμα, χωρίς αμυχή. Ποιας από τις δύο οικογένειες που τη διεκδικούν είναι μέλος η μικρή; Πώς είναι δυνατόν να μην υπάρχει τρόπος να διαπιστωθεί η πραγματική της ταυτότητα; Γιατί τελικά η κηδεμονία της δίνεται από το δικαστήριο στη μια οικογένεια και όχι στην άλλη, και πόσο ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα αυτή η επιλογή;

Δεκαοκτώ χρόνια αργότερα, παραμονή των γενεθλίων της, το Κορίτσι της Πτήσης 5403, η Εμιλί ή Λιλ-Ροζ, το κορίτσι που όλοι αποκαλούν Λιβελούλα, αναζητεί την ταυτότητά της. Ο ντετέκτιβ που είχε αναλάβει την υπόθεση δολοφονείται λίγα λεπτά πριν από τα 18α γενέθλια της Λιλ-Ροζ, πρόλαβε ωστόσο να στείλει τις σημειώσεις από την έρευνά του των 18 ετών στην ίδια τη Λιβελούλα. Τι πραγματικά συνέβη εκείνη την παγωμένη νύχτα στις Άλπεις και ποιος είναι ο ρόλος των οικογενειών που τη διεκδικούν;

Οι αποκαλύψεις είναι καταιγιστικές και το τέλος λυτρωτικό.

Το Κορίτσι της πτήσης 5403 διαδραματίζεται μέσα σε 48 ώρες στο Παρίσι και στις Άλπεις, είναι μια ιστορία με πολλούς κακούς, με φόνους που γίνονται τώρα και που έγιναν στο παρελθόν και που (σήμερα, επιτέλους) αποκαλύπτονται. Είναι ένα βιβλίο χορταστικό (528 σελίδες), με καταιγιστική δράση και ανατροπές: ό,τι πρέπει για τις διακοπές. Δεν είναι διόλου τυχαίο το ότι έχει διαβαστεί από 700.000 αναγνώστες στη Γαλλία και μεταφράστηκε σε 24 γλώσσες.

Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κέδρος - Kedros Publishers.



Κική Τσιλιγγερίδου

Τρίτη 11 Αυγούστου 2015

László Krasznahorkai, «Πόλεμος και πόλεμος»


Ο Πόλεμος και πόλεμος του Λάσλο Κρασναχορκάι (κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις, που μας εισάγουν επιτέλους στο έργο του, σε σπουδαία μετάφραση Ιωάννας Αβραμίδου) είναι ένα πυρετώδες και άγριο μυθιστόρημα, ένα «ποιητικό» βιβλίο τρόμου (τοποθετώ τη λέξη σε εισαγωγικά για να αποφευχθεί η σύγχυση με ό,τι «λυρικό», καθώς το μυθιστόρημα αυτό βρίσκεται στον αντίποδα του λυρισμού: είναι ένα κείμενο που έχει σχέση περισσότερο με τα ξυράφια — και, ναι, πρόκειται για ένα κατά κυριολεξίαν βιβλίο τρόμου), ένα γλωσσικό-αφηγηματικό επίτευγμα χωρίς υφέσεις (στον Βιργιλίου Θάνατο του Μούζιλ, ενδεχομένως, ξαναείδαμε μόνο τέτοια μαεστρία στις σχοινοτενείς κατασκευές-παραγράφους, που δένουν ένα ακροβατικό σχοινί ισορροπίας από τη μία έννοια στην άλλη, από τη μία εικόνα στην άλλη, και βαδίζουν, ή μάλλον τρέχουν ιλιγγιωδώς, πάνω από το δραματουργικό χάος) και ταυτόχρονα ένα σύγχρονο «προφητικό» βιβλίο, καθώς προσομοιάζει με βιβλικό κείμενο (κατά την έννοια που βιβλικό κείμενο είναι και ο Μόμπι-Ντικ, με τον οποίο έχει πολλά αθησαύριστα κοινά και οφείλουμε να το επισηάνουμε, με πρώτη και κύρια τη διαρκώς παρούσα έννοια της αυτοσυντριβής του ομιλούντος υποκειμένου και του γλωσσικού/νοητικού εργαλείου του — αλλά ας σημειώσουμε εδώ μόνο την παροιμιώδη ένταση της γλώσσας, τη σπειροειδή εξέλιξη της πλοκής και τη διαλανθάνουσα βούληση να παραχθεί ένα μεγάλο ανάστροφο αμερικανικό μυθιστόρημα), μιας Βίβλου όμως που δεν μπορεί να γεννήσει καμία θρησκεία: μόνη θρησκεία, λέει ο Λ.Κ., σ’ αυτή τη γη των εκριζωμένων και της διαφθοράς, του απολεσθέντος Παραδείσου, της δυστοπικής μη-Εδέμ, της αρχέγονης αγλωσσίας, του μουντού πόνου, της συγγενούς εντροπίας, είναι ο εξακολουθητικός Πόλεμος, και η δι’ αυτού απώλεια του Ωραίου, η απώλεια «της ευγένειας, του μεγαλείου και της αριστείας», και το μόνο μέλλον που μπορεί να υπάρξει βρίσκεται συμπυκνωμένο σε μία και μόνη λέξη: φρίκη. Και φρίκη, εδώ, σημαίνει πως, στο τέλος, δεν θα υπάρχει καν αυτό το Κακό. Δεν θα υπάρχει καν η δυνατότητα του Κακού. Δεν θα υπάρχει μήτε το φάντασμα ή το μετείκασμα μιας ηθικής:

«…σκέφτομαι πως δεν υπάρχει τίποτε μετά […] θα πέσει πυκνό σκοτάδι, θα γίνει μια μεγάλη διακοπή ρεύματος, και μετά ακόμα κι αυτό το μεγάλο σκοτάδι θα σβήσει» — σ. 149.

Το Πόλεμος και πόλεμος είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται με αγωνία, ή που δεν διαβάζεται καθόλου (παρά ταύτα, θα διαβαστεί πολύ και στη γλώσσα μας, πρόκειται περί βασικού κειμένου). Διαβάζεται (ή δεν διαβάζεται καθόλου) ακριβώς όπως παρακολουθεί κανείς μόνος μια ασπρόμαυρη αποπνικτική ταινία φαντασμάτων που κλαίνε μέσα στα χορταριασμένα ερείπια ενός σύγχρονου λαβυρινθώδους κάστρου, αλλά γνωρίζοντας πως αυτό εδώ δεν είναι μια ιστορία φαντασμάτων που αφορά κάποιους άλλους, γιατί φάντασμα, εδώ, κι ας μου επιτραπεί ο ιμπρεσιονιστικός τόνος, είναι ο ίδιος ο αναγνώστης. Το Πόλεμος και πόλεμος διαβάζεται με αγωνία, αλλά και με φόβο: φόβο απέναντι στις λέξεις του Λ.Κ., φόβο απέναντι στην πολλαπλή Βαβέλ των προτάσεών του, στους πύργους των φράσεών του, στις μεγάλες αποστάσεις που καλύπτουν κουτρουβαλώντας προς τα πάνω —πριν κατακρημνιστούν στα χάη που άνοιξαν οι ίδιες, διαρκώς αυτοσυντριβόμενες και ολοένα επαναγεννημένες—, φόβο απέναντι στις αλυσιδωτές συστοιχίες των λέξεων που σκαρφαλώνουν και γκρεμίζονται, πετούν και καταρρίπτονται, αλλά και γοητεύουν απόλυτα και τελεσίδικα: οριστικά. Η γλωσσική δωρεά του βιβλίου είναι σπάνια, ο συγγραφέας είναι αφειδής, θα ήμαστε πολύ μετρημένοι αν χαρακτηρίζαμε το μυθιστόρημα απλώς ακριβό.

Μιλά ο ίδιος ο Λ.Κ. για το μυστηριώδες χειρόγραφο που πρωταγωνιστεί και αναδιπλώνεται και αναλύεται στο βιβλίο, μιλώντας ταυτόχρονα (ή: κυρίως) για το ίδιο το δικό του κείμενο (στο παράθεμα που ακολουθεί, αλλά και σε πολλά άλλα σημεία του μυθιστορήματός του):

«…οι φράσεις ήταν καλά δομημένες, οι λέξεις, τα σημεία στίξης, οι τελείες, τα κόμματα, όλα ήταν ωραία τοποθετημένα, κι ωστόσο […] όλα όσα συνέβαιναν […] μπορούσαν να συνοψιστούν σε μια λέξη: κατάρρευση […] γιατί οι φράσεις έμοιαζαν να τρελάθηκαν, μόλις άρχιζαν, ανέπτυσσαν αμέσως υψηλότερη ταχύτητα, ανασκουμπώνονταν και έπιαναν να τρέχουν με ξέφρενη ταχύτητα […] η γλώσσα εξεγειρόταν, έπαυε να εκπληρώνει την αρχική της λειτουργία, άρχιζε μια φράση και δεν ήθελε πια να σταματήσει […] μια ατέλειωτη φράση που κοπίαζε να είναι όσο πιο ακριβής και υποβλητική μπορούσε, ανατρέχοντας σε όσα η γλώσσα επέτρεπε και δεν επέτρεπε […] σαν ένα παζλ που η λύση του ήταν ζωτικής σημασίας […] ήταν σαν κάθε φράση […] να ήταν ζωτικής σημασίας, σαν να ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου» — σσ. 262-63.


Δυο λόγια για την υπόθεση. Ο Γκιόργκι Κόριμ, ο φανερά καφκικός Ούγγρος αρχειοφύλακας που πρωταγωνιστεί εδώ, έχει αναλάβει σαν άλλος σαλός Δον-Κιχώτης τη σουρεαλιστική αποστολή να μεταβεί στη Νέα Υόρκη για να ανεβάσει από εκεί στο Ίντερνετ το χειρόγραφο ενός άτιτλου και ανυπόγραφου βιβλίου (αν πρόκειται πράγματι για βιβλίο) που τυχαία ανακάλυψε σε έναν παλιό, αραχνιασμένο φάκελο της υπηρεσίας του. Αφότου το διάβασε, έχει καταληφθεί από αυτό, αδυνατεί να επαναπροσαρμοστεί στην πραγματικότητα και στον κόσμο, είναι σίγουρος πως μυστικές και κρύφιες υπηρεσίες τον καταδιώκουν και τον κατασκοπεύουν, και άρα οφείλει να απομακρυνθεί από την πόλη του και από τη χώρα του και από την Ευρώπη, για να πάει στο σύγχρονο κέντρο του κόσμου, να πάει στη Νέα Υόρκη (μια μητρόπολη «πετρωμένη μέσα στην ελπίδα», ένα μεγαάστυ με πολλούς Πύργους που ξύνουν τον ουρανό, και με πελώρια, πελώρια αδυναμία επικοινωνίας), ώστε από εκεί να ξεκινήσει το παράδοξο αυτό χειρόγραφο να επεκτείνει το βασίλειο της γοητείας του, και κυρίως των τρομακτικών μυστικών του, στον κόσμο, σε όλο τον χαμένο από χέρι κόσμο: το κείμενο πρέπει επιτέλους να φύγει από τις σελίδες του και από το κεφάλι του Κόριμ (αυτό το κεφάλι που ο κάτοχός του νιώθει πια έτοιμο να ξεκολλήσει από τους ώμους του) και να γίνει κοινό κτήμα όλων, μολονότι και πάλι όλο αυτό —όπως συνειδητοποιεί ο ίδιος— δεν μπορεί να οδηγήσει σε καμία σωτηρία την ανθρωπότητα: ίσως όμως σώσει τον ίδιο, υπό την έννοια που ένας σαμουράι διαφυλάσσει την τιμή του αυτοκτονώντας τελετουργικά. Είναι ένα χειρόγραφο τόσο παράδοξο, τόσο μοναδικό, τόσο ιδιότυπα γραμμένο, τόσο ακατανόητο (σχεδόν σαν να είναι γραμμένο σε μια χαμένη γλώσσα), τόσο κρυπτικό και έξαλλο, που έξαφνα μοιάζει να φωνάζει μοναδικές αλήθειες, αλήθειες δι’ επιφοιτήσεως, προφητικές και ευαγγελικές — ή αποκαλυπτικές, υπό την έννοια της Κρίσεως. Ωστόσο, είναι και σχεδόν ανυπόφορα γοητευτικό. Ο Κόριμ δεν μπορεί να του αντισταθεί, το κείμενο αντικαθιστά μέσα του όλο τον πραγματικό κόσμο, επισκιάζοντας καθετί άλλο:

«…το χειρόγραφο ενδιαφερόταν μόνο για ένα πράγμα: να περιγράψει τη μέχρι τρέλας περίπλοκη πραγματικότητα, να εντυπώσει στον φαντασιακό του αναγνώστη τις σκηνές με παραληρηματικές λεπτομέρειες και επαναλήψεις, με τρόπο που άγγιζε τα όρια της ψύχωσης, ήταν ως εάν ο συγγραφέας […] να είχε χρησιμοποιήσει, αντί για στιλό και λέξεις, τα νύχια του, για να χαράξει τα πράγματα στο χαρτί και στον φαντασιακό του αναγνώστη, γιατί, παρόλο που η συσσώρευση των λεπτομερειών, των επαναλήψεων και των εμβαθύνσεων καθιστούσε την ανάγνωση δυσχερή, ωστόσο όλα όσα αναλύονταν, επαναλαμβάνονταν, περιγράφονταν σε βάθος, παρέμεναν χαραγμένα για πάντα στο μυαλό […] αυτή η επανάληψη δεν δημιουργούσε εκνευρισμό, άγχος ή ανία στον αναγνώστη, όχι, αντιθέτως του πρόσφερε ένα καταφύγιο» — σ. 233.

Μολονότι δεν μπορεί να επικοινωνήσει με κανέναν πλέον, μολονότι φέρεται σαν νευρωτικός ή και ψυχωσικός, μολονότι έχει καταληφθεί από μια μανική κατάθλιψη που τον αποδιοργανώνει και μεταμορφώνει το καθετί γύρω του σε δυνάμει εχθρό, παραδόξως θα τα καταφέρει: θα πάει όντως στην Αμερική, θα μπορέσει να βρει ένα κατάλυμα για να πληκτρολογήσει το ερμητικό κείμενο, θα ανεβάσει το βιβλίο στο Ίντερνετ, θα δώσει φωνή στον Κόσερ, στον Φάλκε, στον Τοότ και στον Μπενγκάτζα, τους τέσσερις αγγελικούς πρωταγωνιστές του χειρογράφου, θα περιγράψει τα ταξίδια τους στο χρόνο (στη μινωική Κρήτη, στην Κολωνία του 1869, στη Βενετία του 1423, στην Αγγλία του 122, στο Γιβραλτάρ του 1493, στη Ζυρίχη του 1997, στην ίδια τη Βαβέλ του βιβλικού Νεμρώδ) και την απελπισμένη, εκ μέρους τους, αναζήτηση της ομορφιάς, της τάξης, του θαυμαστού και του ωραίου: ήτοι, της ειρήνης, πριν ο επίσης αιώνιος Μάστεμαν, ο διαβολικός, στυγνός, πανταχού παρών καταστροφέας και φορέας των δηώσεων και του πολέμου, καταστρέψει τη μία μετά την άλλη όλες τους τις προσπάθειες, και πριν σβήσει μία-μία κάθε τους ελπίδα, όπως σε μία εύθραυστα ισορροπημένη κατασκευή με ντόμινο, όπου η πτώση του πρώτου κομματιού σημαίνει αναπόφευκτα, μοιραία, την πτώση και του τελευταίου.

Το βιβλίο ξεκινά στα 1997, και τελειώνει πέντε χρόνια πριν (η αφήγηση της αφήγησης υπερκαλύπτει τον πραγματικό χρόνο και τον διασχίζει εγκάρσια, όπως στον Τρίστραμ Σάντι του Στερν ή όπως στο μπορχεσιανό σύμπαν), με θανάτους πάντα, ή με έναν διπλό θάνατο, τον θάνατο ενός και του αυτού ανθρώπου, του αφηγητή και αφηγουμένου Κόριμ ή, αν θέλουμε, του ίδιου τού Λ.Κ. ως αφηγητή, ως μυθιστοριογράφου. Στο μεταξύ όμως αυτό, έχουμε διαβάσει εκατοντάδες σχοινοτενείς προτάσεις γεμάτες μυστήριο και γοητεία («…η ορθότητα ενός συλλογισμού, όσο αξιοσημείωτη κι αν είναι, δεν εξαρτάται από την ακρίβεια ή την ανακρίβειά του […] αλλά από την ομορφιά του […] αυτή η ομορφιά είναι που μας κάνει να πιστέψουμε στην ακρίβειά του» — σ. 25, «…καμιά φορά έχω διάθεση να σταματήσω τα πάντα, να εγκαταλείψω τα πάντα, γιατί κάτι σπάει μέσα μου, και νιώθω κουρασμένος» — σ. 174, «…εάν απέμενε να διατυπωθεί μια μόνο πρόταση ακόμα, εγώ θα τη διατύπωνα ως εξής, αγαπητή μου δεσποινίς: όλα αυτά δεν έχουν νόημα, κανένα απολύτως νόημα — αλλά απομένουν ακόμα πολλές προτάσεις να διατυπωθούν, κι αρχίζει να χιονίζει» — σ. 200), τόσο πολλές που, μολονότι βιάζεσαι να πας παραπέρα στην ανάγνωση (και είναι μια ανάγνωση δύσκολη, απαιτητική), λιγώνεσαι και ξεροκαταπίνεις.

Κανείς θα μπορούσε να ισχυριστεί, όχι εντελώς αβάσιμα, πως ο Λ.Κ. δεν είναι ένας άλλος Μπέρνχαρντ ή Μούζιλ, αλλά ο Κάφκα του καιρού μας. Και, όπως διαβάσαμε εκ των υστέρων εκείνον, καλούμεθα να διαβάσουμε στον καιρό του, τον 21ο αιώνα, αυτόν. Ίσως, δε, καλούμεθα να τον διαβάσουμε πριν να είναι αργά.


Στο επιλογικό, και ημιανεξάρτητο, Μέρος του βιβλίου, οι φαν του Μπέλα Ταρ θα αναγνωρίσουν εύκολα τον πολύ γνωστό μονόλογο του άντρα που έρχεται να αγοράσει παλίνκα, ρακή, από τον αμαξά στο Άλογο του Τορίνο, όπου το τέλος φτάνει και πάλι, για άλλη μια φορά, πάνω στη γη και την καλύπτει με τον άνεμό του και με τη σκόνη του. Στην ταινία το απόσπασμα είναι σχετικά μικρό, περίπου 4 με 5 λεπτά μαζί με τις σιωπές, εδώ η ανάπτυξη του συλλογισμού κρατά επί κάποιες σελίδες σε έναν μεθυσμένο μονόλογο που απευθύνει ο Κόριμ σε έναν κουφό από το αλκοόλ συμπότη του στο μπαρ. Το έργο αυτών των δύο φίλων και μόνιμων συνεργατών, του συγγραφέα-σεναριογράφου Λ.Κ. και του ποιητή-σκηνοθέτη Μπέλα Ταρ, είναι μοναδικής απόκοσμης ομορφιάς, παρά την απαισιόδοξη σκοτεινιά, μάλλον: παρά τη διαρκή ομίχλη και τον καπνό που μαεστρικά το καλύπτουν. Η Μελαγχολία της αντίστασης, το βιβλίο τού Λ.Κ. που κινηματογραφικά ονομάστηκε Οι αρμονίες του Βερκμάιστερ, με ήρωα πάλι έναν αγαθό, ονειροπόλο άντρα και θέμα ένα, και πάλι, αρχαίο μυστικό, ίσως είναι καλή παράλληλη συντροφιά όσο θα διαβάζετε το Πόλεμος και πόλεμος.


ΥΓ. Σχεδόν δεν μπορώ να δω αυτούς τους δύο καλλιτέχνες αυτόνομα: ο ένας είναι ο Πίτερ, ο άλλος είναι ο Μπρίγκελ. Ή, ο ένας είναι ο Ιερώνυμος και ο άλλος ο Μπος. Των δύσκολων χρόνων μας.

Κυριάκος Αθανασιάδης

[ Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο τχ. 56 τού The Books' Journal ].

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2015

Guillermo del Toro & Chuck Hogan, «Το ίχνος», «Η πτώση», «Η αιώνια νύχτα»


Έμαθα ότι η τριλογία των Guillermo del Toro και Chuck Hogan κυκλοφορεί εδώ και ήδη τρία χρόνια, ολοκληρωμένη, και στα ελληνικά μόλις πρόσφατα, όταν ξεκίνησε η προβολή του δεύτερου κύκλου της σειράς The Strain που βασίζεται στα βιβλία  μία σειρά από την οποία δεν χάνω ούτε ένα επεισόδιο (ένα πολύ μικρό ποσοστό όσων την παρακολουθούν χάνουν κάποιο επεισόδιο, για την ακρίβεια) και η οποία προβάλλεται στην ελληνική συνδρομητική τηλεόραση ταυτόχρονα με το εξωτερικό (για την ακρίβεια, με 24 ώρες καθυστέρηση). Γνωρίζω και εκτιμώ το κινηματογραφικό έργο του del Toro (καθώς και μέρος του εικαστικού του έργου) ήδη από το Mimic του 1997, και είμαι ένας από τους πάμπολλους εκείνους που θεωρούν αριστούργημα το Λαβύρινθο του Πάνα. Πρόκειται για έναν από τους πιο πολυσχιδείς καλλιτέχνες του κινηματογράφου, με επιρροές από όλο το εύρος των τεράστιων γνώσεών του γύρω από ένα πλήθος τομείς  η μελέτη, φέρ’ ειπείν, που έχει κάνει στη ζωγραφική της Αναγέννησης, από τη μία, ή στην κουλτούρα των video games, από την άλλη, δύσκολα βρίσκει το ταίρι της.

Η τριλογία που έγραψε σε συνεργασία με τον Chuck Hogan, συγγραφέα κυρίως Τρόμου, είναι απλώς συναρπαστική και καθηλωτική. Απευθύνεται στους φαν του είδους, προσφέρει μία εντελώς, πέρα για πέρα, ολοκαίνουρια, φρέσκια ματιά στο βαμπιρικό genre, και, ταυτόχρονα, έρχεται να κάτσει στην απέναντι όχθη από τα δεκάδες εφηβικά ρομάντσα με πανέμορφους βρικόλακες που ερωτεύονται νεαρές θνητές και έχουν κατακλύσει την αγορά, προσφέροντας μεν σπουδαίο έργο στην ίδια την αγορά, πράγμα καθαυτό υπέροχο, αλλά ελάχιστα στο είδος που υπηρετούν. Εδώ, στην τριλογία των del Toro - Hogan, οι βρικόλακες δεν είναι όμορφοι και ρομαντικοί, δεν θέλουν να μείνουν στο περιθώριο, δεν ερωτεύονται και δεν κάνουν σεξ: θέλουν απλώς τα πάντα, και τα αρπάζουν: καταστρέφοντάς τα. Επίσης, δεν φορούν κάπες, δεν έχουν μακριούς κυνόδοντες, και δεν μιλούν με κεντροευρωπαϊκή ή σλάβικη προφορά. Είναι σκληροί, ή μάλλον πέραν τού σκληρού, μισούν το σύνολο της ανθρωπότητας, και ταξιδεύουν στις ΗΠΑ σκοπεύοντας να τις διαλύσουν. Για την ακρίβεια, θα τα καταφέρουν να τις διαλύσουν. Αυτό το απέθαντο, αιώνιο πλάσμα, ο Αφέντης, που επί δεκαετίες κυνηγά ανεπιτυχώς ο επιζών του Άουσβιτς Αρμενοεβραίος Αβραάμ Σετρακιάν, πρώην καθηγητής λογοτεχνίας και λαογραφίας —που τώρα θα ενώσει τις δυνάμεις του με τον επικεφαλής του Κέντρου Ελέγχου Νοσημάτων της Νέας Υόρκης, Εφ Γκουντγουέδερ, τον εξολοθρευτή παρασίτων Βασίλι Φετ  και μία ολιγάριθμη και ετερόκλητη ομάδα αντρών και γυναικών—, είναι η προσωποποίηση του αρχετυπικού Κακού, ένας κορυφαίος villain, που επιζητεί και οργανώνει έναν πόλεμο κυριαρχίας ανάμεσα στα βαμπίρ του Παλαιού και του Νέου Κόσμου με επίκεντρο ένα αρχαίο μυστικό κείμενο και με όπλο τούς πιο απεχθείς βρικόλακες-ζόμπι που έχουμε δει ποτέ.

Τα βιβλία διαβάζονται αστραπηδόν, οι περιγραφές των συμπλοκών είναι αρκούντως ωμές, οι πιστοί του είδους θα γοητευτούν, οι σελίδες καταβροχθίζονται με μανία. Μην ψάχνετε τις λογοτεχνικές αρετές που πλημμυρίζουν τον Πάνα εδώ, αλλά το κοφτό, ανελέητο μοντάζ του Pacific Rim. O Guillermo το διασκεδάζει, και μαζί του κι εμείς: διασκεδάζουμε τρομάζοντας.


Οι τρεις τόμοι, που συνιστούν ένα μίγμα θρίλερ, τρόμου και μοντέρνου αστυνομικού μυθιστορήματος που εξαπλώνεται σε 1.500 καλά μεταφρασμένες σελίδες, κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Λιβάνη, και μάλιστα σε ιδιαίτερα ελκυστική τιμή.

Κερτ Βόννεγκατ, «Αν αυτό δεν είναι ωραίο, τότε τι είναι;»


Ο Βόννεγκατ δεν υπήρξε μόνο ένας σπουδαίος παραμυθάς αλλά και ένας χαρισματικός ομιλητής  ίσως επειδή ήταν ένας τόσο γλυκύς άνθρωπος, στον αντίποδα, ας πούμε, του Χάρλαν Έλισον, για να τον συγκρίνω με έναν άλλο συγγραφέα Επιστημονικής Φαντασίας. Μπορεί οι εμπειρίες του από τον πόλεμο να τον σημάδεψαν ανεξίτηλα σαν καλλιτέχνη (πάντα, αναγκαστικά, αναφέρεται κανείς όταν μιλά γι' αυτόν στο κολαστήριο της πολύπαθης Δρέσδης και στο Σφαγείο Νούμερο Πέντε), αλλά με έναν παράδοξο τρόπο τού δίδαξαν επίσης να είναι πολύ πιο ανθρώπινος, πολύ πιο γλυκύς, πιο ευγενικός. Η Δρέσδη, και ο θείος του:
Ο θείος μου ο Άλεξ Βόννεγκατ, ασφαλιστικός αντιπρόσωπος […] με έμαθε κάτι πολύ σημαντικό. Είχε πει πως όταν τα πράγματα πηγαίνουν πραγματικά καλά πρέπει να φροντίζουμε να τα προσέχουμε και να το αναγνωρίζουμε. Μιλούσε για πολύ απλές περιστάσεις,  όχι για σπουδαίες νίκες. Ίσως το να πίνει κανείς μια λεμονάδα κάτω από τη σκιά ενός δέντρου, ή το να μυρίζει το άρωμα του φρεσκοψημένου ψωμιού που βγαίνει από έναν φούρνο, ή το να ψαρεύει, ή το να αφουγκράζεται τη μουσική που ακούγεται από μια αίθουσα συναυλιών ενώ ο ίδιος στέκεται στο σκοτάδι απέξω, ή, θα τολμούσα να πω, μετά από ένα φιλί. Μου είχε πει ότι σε τέτοιες στιγμές είναι σημαντικό να λέει κανείς φωναχτά: «Αν αυτό δεν είναι ωραίο, τότε τι είναι;»
Αυτή είναι μία από τις συμβουλές στους νέους που δίνει ο Κ.Β. στις ομιλίες του στις τελετές αποφοίτησης (υπήρξε περιζήτητος, και πραγματικά πόσο προνομιούχοι ήταν οι απόφοιτοι που είχαν την τιμή να τον ακούσουν ζωντανά), μεταξύ πολλών άλλων. Όλες τους είναι «απλές», διόλου (ή πάρα πολύ) δύσκολες, και όλες κατατείνουν στο να είναι (στο να είμαστε) «καλοί», να μισούν τη βία και το οφθαλμόν αντί οφθαλμού, και στο να αγαπούν: την ελευθερία, τους άλλους, τον εαυτό τους, τα καθημερινά πράγματα, τις γειτονιές, τις μικρές πράξεις που μπορεί να σημαίνουν τα πάντα για κάποιον. Και τα βιβλία:
Μην εγκαταλείψετε τα βιβλία. Σου δίνουν μια τόσο ωραία αίσθηση — το φιλικό τους βάρος, ειδικό και μη· ο τρυφερός δισταγμός των σελίδων τους όταν τις γυρίζεις με τα ευαίσθητα ακροδάχτυλά σου. μεγάλο μέρος του εγκεφάλου μας είναι αφιερωμένο στο να αποφασίζει αν αυτό που αγγίζουμε με τα χέρια μάς κάνει καλό ή κακό. Κάθε εγκέφαλος που αξίζει μια δεκάρα γνωρίζει ότι τα βιβλία μάς κάνουν καλό.

Ωραίο βιβλίο. Εννέα λόγοι απέναντι σε νεανικό κοινό, που διατηρούν και σήμερα τη φρεσκάδα τους και, εφόσον αντλήσει κανείς από αυτούς ό,τι μπορεί και πρέπει να αντλήσει, την αποτελεσματικότητά τους. Ιδανικό δώρο και για νέους φοιτητές, όχι μόνο για αποφοίτους  για δεκαοχτάρηδες.

Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη.

Κυριάκος Αθανασιάδης

Παρασκευή 7 Αυγούστου 2015

Άλι Σμιθ, «Πώς να είσαι δύο»


Το Πώς να είσαι δύο της Άλι Σμιθ που κυκλοφόρησε προ ενός μηνός από τις Εκδόσεις Καστανιώτη είναι το πιο απολαυστικό μυθιστόρημα που εκδόθηκε φέτος, κι αυτό που χαίρεται περισσότερο από τα υπόλοιπα γι’ αυτό που είναι — κι αυτό, επίσης, που παίρνει τη λογοτεχνία από το χέρι και την πηγαίνει ένα βήμα πιο εκεί: δεξιά, αριστερά, εμπρός· δεν έχει σημασία, την πάει πιο εκεί. Πρέπει κανείς να παρακολουθεί όλα τα βήματα της Άλι Σμιθ, αυτής της τόσο ιδιότυπης συγγραφέως. Και είναι, βέβαια, ένα διπλό βιβλίο, δύο ιστορίες που η μία παρακολουθεί την άλλη και που αλληλοσυμπληρώνονται με έναν τρόπο απολύτως συγκινητικό και πέρα για πέρα ανθρώπινο (σχεδόν, θα έλεγε κανείς, θωπεύει η μία την άλλη): η ιστορία του Φραντσέσκο Ντελ Κόσσα (γέν. γύρω στα 1435/6, θάν. γύρω στα 1477/8), αυτού του Ιταλού καλλιτέχνη που τόσο λίγα γνωρίζουμε για τη ζωή του, και που τόσο λίγα αλλά σπουδαία έργα του έχουν επιζήσει και ταυτοποιηθεί, και της Τζορτζ, ενός κοριτσιού δεκάξι χρονών που ζει, σήμερα, στο Κέμπριτζ, με τον πατέρα του, τον αδελφό του και τη μητέρα της, που όμως έχει πεθάνει — και η Τζορτζ, βέβαια, δεν το αντέχει αυτό, και προσπαθεί απεγνωσμένα να της μιλά, να την έχει δίπλα της, να ακολουθεί τα βήματά της, να τη μαθαίνει και να τη βλέπει — η μητέρα της ζει, ακόμη, στο πλευρό της Τζορτζ, κι αυτό δεν είναι μόνο αναμνήσεις και καταγραφές, είναι κάτι πολύ παραπάνω.

Το πρώτο μισό μυθιστόρημα (στο δικό μου αντίτυπο: τα μισά είναι, κατόπιν απαιτήσεως της Σμιθ, τραβηγμένα με την ιστορία του Φραντσέσκο πρώτη, και τα άλλα μισά αντίτυπα με την ιστορία της Τζορτζ μπροστά) είναι το μυθιστόρημα του ματιού: τα μάτια είναι που πρωταγωνιστούν εδώ, θέλοντας να αποτυπώσουν τα πάντα, να μιμηθούν τα πάντα και να τα αποδώσουν μετά, ως έχουν. Δηλαδή: να εγγράψουν και να ορίσουν την ταυτότητά τους. Τα μάτια του Φραντσέσκο είναι αχόρταγα, ρουφούν το περιβάλλον του και διεισδύουν στους πίνακές του: τα ζωγραφίζει στους τοίχους και, μέσω αυτών, βλέπει και, με κάποιον τρόπο, εξακολουθούν να βλέπουν, για πάντα: για παράδειγμα την Τζορτζ, σήμερα, που τον μελετά και ερευνά τη ζωή του. Το δεύτερο μισό μυθιστόρημα είναι το μυθιστόρημα της κάμερας: η κάμερα του iPad, των κινητών, αλλά και όλες οι άλλες, καταγράφουν και απαθανατίζουν εικόνες και διαδρομές: από ό,τι έχει χαθεί, από ό,τι έχει βουλιάξει στο παρελθόν ή απλώς έχει πεθάνει — οπότε, και πάλι κατά κάποιον τρόπο: εικόνες από ό,τι δεν έχει πεθάνει αμετάκλητα. Και είναι επίσης ένα μυθιστόρημα κίνησης (οι κάμερες το επιτρέπουν αυτό), ταξιδιού και μαθητείας. Αλλά και το πρώτο μισό είναι ένα μυθιστόρημα μαθητείας: έχουμε δύο μισά ενός λογοτεχνικού γεγονότος εδώ, που συνομιλεί με τον εαυτό του προσπαθώντας να αποφύγει την αυτοσυντριβή του  να οριστεί και να ζήσει.

Και τα δύο μισά είναι, έτσι, μυθιστορήματα επανεύρεσης ή και δημιουργίας ενός εγώ, ενός προσώπου που θέλει να προσδιοριστεί μέσα στον κόσμο. Ακόμη, είναι μυθιστορήματα δημιουργίας του φύλου: ο Φραντσέσκο γίνεται Φραντσέσκα που ήταν Φραντσέσκο, το κορίτσι γίνεται αγόρι για να διδαχτεί την τέχνη της ζωγραφικής, κρύβεται σε αγορίστικα ρούχα, και κατόπιν σε αντρικά, είναι ένας καλά κρυμμένος εαυτός που χαίρεται να παραπετάει, σχεδόν, αυτοπροσωπογραφίες του μέσα σε μεγάλες θρησκευτικές ή κοσμικές συνθέσεις: ναι, γιατί να μην ήταν κορίτσι ο Φραντσέσκο Ντελ Κόσσα, λέει η Άλι Σμιθ; Ξέρουμε τόσο λίγα γι’ αυτόν/αυτήν. Αλλά και η Τζορτζ: ένα κορίτσι με αγορίστικο όνομα, που δεν μπορεί να αντέξει το εξοντωτικό παρόν του και τρέχει γύρω-γύρω από το πρόσωπό της για να ανακαλύψει έναν άλλο εαυτό και ένα άλλο παρόν, για να αποδράσει από τον εσωτερικό του λαβύρινθο και από τον τρομερό Μινώταυρο που ενοικεί εκεί χρησιμοποιώντας το κουβάρι της τέχνης, και της μνήμης (και της γνώσης), ή για να ερωτευτεί ένα άλλο κορίτσι, ένα κορίτσι σχεδόν χωρίς όνομα (ή ίσως όλα τα κορίτσια), και για να μπορέσει να δει καταφατικά το φύλο του, τις απορίες του και τα δάκρυά του.

Και τα δύο μισά μιλούν με τρομερή, υπέροχη λεπτομέρεια για τη ζωγραφική σαν κάτι φτιαγμένο από τα μάτια και τα χέρια, όχι από κάτι υπερκόσμιο, περιγράφουν με συγκλονιστικό τρόπο πίνακες (είναι αδύνατον να αντισταθεί κανείς και να μην γκουγκλάρει τους πίνακες για να τους βλέπει διαβάζοντας το βιβλίο), αναλύουν εικαστικές συνθέσεις, αναμιγνύουν υλικά για να φτιάξουν χρώματα, απλώνουν γύψο πάνω στους γερούς τοίχους για να ιστορήσουν το φρέσκο, τραβούν φωτογραφίες και τις τυπώνουν, γεμίζουν μ’ αυτές άλλους γερούς τοίχους — και όλα αυτά με έναν τρόπο συναρπαστικό και λαχταριστό, σπαρταριστό.

Δεν είναι ένα εύκολο βιβλίο, αλλά είναι ταυτόχρονα ένα βιβλίο που διαβάζεται με ταχύτητα και προσμονή. Και που (σαφώς) ξαναδιαβάζεται ύστερα, ίσως με άλλη σειρά, ή ίσως με την ίδια: πρώτα με το ένα μισό, έπειτα με το άλλο: υπάρχουν μυστικά εκεί, και λέξεις, που αξίζει να ανακαλυφθούν.

Η μετάφραση του Νίκου Α. Μάντη (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του συγγραφέα Νίκου Λαμπρόπουλου) είναι ένα έργο τέχνης από μόνη της, επίσης. Ευτυχώς, ειδάλλως το βιβλίο θα μαράζωνε. Όμως τώρα θάλλει.

Κική Τσιλιγγερίδου



Δευτέρα 3 Αυγούστου 2015

Lauren Beukes, «Τα λαμπερά κορίτσια»


Το μυθιστόρημα της Νοτιοαφρικανής Μπιούκες την οποία μάς συστήνουν για πρώτη φορά στα ελληνικά οι Εκδόσεις Bell είναι ένα πάντρεμα πολλών ειδών (τρόμου —με καθ’ έξιν δολοφόνο—, επιστημονικής φαντασίας —με ταξίδι στο χρόνο—, αστυνομικό, δράσης, ιστορικό…), αλλά όχι ένα «λίγο απ’ όλα» βιβλίο: είναι μια κατηγορία από μόνο του, και αν κάτι καταφέρνει η συγγραφέας του είναι να αποδείξει ότι η αφηγηματική τεχνική της είναι ακονισμένη σαν το πτυσσόμενο μαχαίρι του χωλού, ψυχρού και απίστευτα σκοτεινού πρωταγωνιστή της, που σκοτώνει τα «λαμπερά κορίτσια» του υπακούοντας σε ένα σχέδιο που δεν μπορεί να κατανοήσει, και που τον ξεπερνά.

Ο Χάρπερ, ο ακούσιος χρονοταξιδιώτης, ξεκινά το τρομακτικό έργο του από την εποχή της Ποτοαπαγόρευσης, πηδά από χρονιά σε χρονιά με άλματα, επιστρέφει πίσω, δοκιμάζει και μαθαίνει, και φτάνει μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας τού ’90, καθώς το Σπίτι που τον έχει φυλακίσει του δίνει τη δυνατότητα να παίζει με το χρόνο —και με τα θύματά του— και να κρύβεται στις πτυχώσεις του. Εξαιρετικό εύρημα, που από μόνο του αρκεί για να σχεδιαστεί και να γραφτεί ένα ανατριχιαστικό βιβλίο τρόμου και αγωνίας, που, από την άλλη, δεν περιέχει πολλές σαδιστικές κορυφώσεις (σχεδόν καμία: η Μπιούκες δεν θέλγεται από την αναπαράσταση της βίας και ρίχνει βιαστικά ένα πέπλο στις σπλάτερ σκηνές — δεν είναι αυτό το θέμα της), αλλά που είναι ακριβώς αυτό: τρομακτικό και αγωνιώδες. Και ευφάνταστο. Τόσο ευφάνταστο μάλιστα, που ενδεχομένως θα γεννήσει μελλοντικά ένα υποείδος, με χρονοταξιδιώτες serial killers — ο χρόνος θα δείξει.

Εντυπωσιάζει στο βιβλίο, επίσης, η πολλή και πολύ σοβαρή δουλειά στην έρευνα που προηγήθηκε, καθώς τα στοιχεία που δίνονται για μία σειρά από πλευρές της ζωής κατά τις δεκαετίες ιδίως τού ’30 και του ’40 στο Σικάγο, την πόλη όπου διαδραματίζεται η κυρίως και οι δευτερεύουσες υποθέσεις του βιβλίου, από τα υπαίθρια λούνα-παρκ με τις παράδοξες ατραξιόν μέχρι τις μεθόδους της αστυνομικής έρευνας, και από το βιαστικό χτίσιμο πλοίων για τον πόλεμο μέχρι τις φυλετικές διακρίσεις και την απαρχή του αγώνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα των μαύρων. Ξεχωριστή μνεία πρέπει ασφαλώς να γίνει στην πρωταγωνίστρια, το μόνο «λαμπερό κορίτσι» που σώζεται από το μαχαίρι του Χάρπερ και που βάζει σκοπό της ζωής της να τον ανακαλύψει και να εκδικηθεί, στη σχέση της με τον μέντορά της, καθώς και στην καθημερινότητά τους μέσα σε μια μεγάλη εφημερίδα. Η Κέρμπι είναι ένας εξαιρετικά καλοσχηματισμένος χαρακτήρας, και οι αναγνώστες θα τη συμπαθήσουν πολύ: αυτό το μυθιστόρημα είναι, επίσης, και ένα φεμινιστικό βιβλίο.


Πολύ καλή, όπως πάντα άλλωστε, η μετάφραση του χαλκέντερου Μιχάλη Μακρόπουλου.

Κυριάκος Αθανασιάδης

Κυριακή 2 Αυγούστου 2015

Κάρι Χεστχάμαρ, «So long, Marianne»




«Όποιος έχει ζήσει στην Ύδρα δεν μπορεί να ζήσει οπουδήποτε αλλού, ούτε καν στην Ύδρα», είπε ο Άξελ Γένσεν στη Μαριάννε Ιλέν, και κάπως έτσι ήταν τα πράγματα γι' αυτούς.

Ο Άξελ και η Μαριάννε, Νορβηγοί και οι δύο, γνωρίστηκαν στο παγωμένο Όσλο, στην τρυφερή ηλικία των 19 ετών. Ο Άξελ ήθελε να γίνει συγγραφέας, η Μαριάννε δεν ήξερε ακόμη τι θα 'θελε να κάνει (και δεν έμαθε για πολλά χρόνια μετά). Ο Άξελ τα κατάφερε. Μετά από ένα μεγάλο ταξίδι που έκανε στη Σαχάρα, όπου έζησε με τους Τουαρέγκ, επέστρεψε στη Νορβηγία, έγραψε το πρώτο του βιβλίο με το οποίο έγινε αμέσως πολύ γνωστός, πήρε το κορίτσι του, τη Μαριάννε, και πήγαν να ζήσουν στην Ύδρα. Στην Ύδρα του 1956, χωρίς ρεύμα και τρεχούμενο νερό στα σπίτια. Ήταν, και οι δυο, 22 χρονών.

Γιατί στην Ύδρα; Η Ελλάδα ήταν ακόμη τότε για την Ευρώπη ένας τόπος ανεξερεύνητος και συνάμα γοητευτικός. Οι νέοι ήθελαν να δουν από κοντά τους Δελφούς και την Επίδαυρο, να ζήσουν σε ένα ελληνικό νησί. Μετά το Παιδί και το Δελφίνι, η Ύδρα έγινε τόπος στον οποίο έζησαν για μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα ξένοι καλλιτέχνες από την Ευρώπη, τις ΗΠΑ, τον Καναδά.

Εκεί λοιπόν ριζώνουν η Μαριάννε και ο Άξελ, και λέω ριζώνουν γιατί αγόρασαν κι ένα σπίτι. Το νησί τούς αγκαλιάζει και τους αποθεώνει. Οι ξένοι είναι ξανθοί και όμορφοι και έχουν ένα παιδί κατάξανθο, με μαλλιά σχεδόν λευκά από τον ήλιο. Τους προσκαλούν εφοπλιστές και αστοί της Αθήνας σε πάρτι και εκδηλώσεις σε σκάφη και σπίτια, στην Ύδρα, στο Κολωνάκι, παντού. Τόσο εύκολο ήταν τότε για τους ξανθούς, ξένους και όμορφους να ενσωματωθούν στην υψηλή κοινωνία της Ελλάδας των mid 50's.

Περιγράφει ο Κόεν αργότερα:

Ήταν όλοι τους νέοι και όμορφοι και ταλαντούχοι, βουτηγμένοι στη χρυσόσκονη. Καθένας τους είχε μοναδικά, ιδιαίτερα ταλέντα. Έτσι, φυσικά, φαντάζει πάντα η νιότη, αλλά στο υπέροχο εκείνο πλαίσιο της Ύδρας τα πάντα διογκώνονταν. Έλαμπαν, όλοι τους. Στα μάτια μου, ήταν όλοι υπέροχοι. Τα λάθη που κάναμε ήταν λάθη σημαντικά, οι απιστίες μας απιστίες με σημασία. Ο,τι κάναμε ήταν λαμπερό και σημαντικό. Έτσι είναι η νιότη.

Ο Άξελ εγκαταλείπει τη Μαριάννε και το νεογέννητο παιδί τους για μιαν άλλη γυναίκα, και τότε η Μαριάννε γνωρίζει τον Λέναρντ Κόεν, σε ένα μπακάλικο στην Ύδρα. Ο Κόεν ερωτεύεται την όμορφη Νορβηγίδα και ζουν μαζί, στην Ύδρα, για σχεδόν δέκα χρόνια, στο σπίτι που είχε αγοράσει ο Κόεν στο νησί.

Το βιβλίο περιγράφει γλαφυρά έναν τρόπο ζωής που έκαναν εκείνη την εποχή πολλοί νέοι, την ελευθεριότητά του, τους πειραματισμούς του, τα ταξίδια τους, μια μποέμικη κατάσταση στην οποία η Μαριάννε παρασύρθηκε, εν μέρει και λόγω της ομορφιάς της, αλλά με την οποία ποτέ δεν συμφώνησε απολύτως. Περιγράφει την Ύδρα της δεκαετίας του '50. Οι ξένοι δεν ξεχώριζαν μόνο από την εμφάνισή τους αλλά και λόγω του τρόπου της ζωής τους. Στη Μαριάννε κάνει εντύπωση το πόσο λίγες Ελληνίδες από την Ύδρα γνωρίζει όσο ζει στο νησί. Τις βλέπει μόνο τις Κυριακές, όταν κάνουν βόλτα με τα καλοντυμένα παιδιά τους στο νησί.

Όποιος περιμένει, διαβάζοντας το So Long, Marianne, να μάθει κάτι περισσότερο για τον Κόεν, δε θα ικανοποιηθεί. Το βιβλίο αυτό περιγράφει την ιστορία της Μαριάννε, που είναι ενδιαφέρουσα όχι επειδή η ίδια η Μαριάννε διακρίνεται για κάτι, αλλά επειδή η ομορφιά και η τύχη της της χάρισαν μια ζωή που λίγοι είχαν την ευκαιρία να βιώσουν και που τη μοιράστηκε κάποια χρόνια με ανθρώπους-θρύλους: κυρίως τον Κόεν, αλλά και τον Άξελ. Επειδή η Μαριάννε έζησε μια θύελλα μεταξύ Ύδρας, Όσλο, Μόντρεαλ και Παρισιού.

Το βιβλίο είναι ενδιαφέρον και για έναν επιπλέον λόγο: τα ένθετα με τις φωτογραφίες της Μαριάννε, του Άξελ Γένσεν και του Λέναρντ Κόεν στην Ύδρα, αλλά και τις επιστολές που αντάλλασσε η Μαριάννε με τους δυο τους.

Η σχέση των δύο νέων τελειώνει άδοξα. Περιγράφει ο Κόεν αργότερα:

Όπως κάθε νέος συγγραφέας, όπως κάθε νέος άνθρωπος, λαχταρούσα εμπειρίες. Ήθελα πολλές γυναίκες, ήθελα πολλές διαφορετικές εμπειρίες, πολλές χώρες, πολλά κλίματα, πολλές ερωτικές σχέσεις. Δεν το καταλάβαινα τότε, αλλά ήταν απολύτως φυσιολογικό να αντικρίζω τη ζωή σαν να ήταν μπουφές γεμάτος όλων των ειδών τις γεύσεις. Μέχρι που κατάλαβα ότι τίποτα δεν θα μου έφτανε ποτέ. Αλλά μου πήρε μια ολόκληρη ζωή να το συνειδητοποιήσω και να το αποδεχτώ. Παιδιά ήμαστε και ζούσαμε σε μια εποχή όπου όλα τα δεδομένα ανατρέπονταν. Δεν θέλαμε να ακολουθήσουμε τα παλιά πρότυπα, θέλαμε όμως να διατηρήσουμε ό, τι θεωρούσαμε καλό και όμορφο… Καμιά από εκείνες τις σχέσεις δεν επέζησε -- επέζησαν μόνο στη μνήμη μας, για να τις τιμούμε και να αναγνωρίζουμε πόσα πολλά μας έδωσαν εκείνες οι εμπειρίες.


Πολύ ωραία η έκδοση από τις εκδόσεις Ποταμός και η απευθείας από τα νορβηγικά μετάφραση της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη.

Κική Τσιλιγγερίδου