Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2015

Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ, «Ένας θάνατος στην οικογένεια»


Μου είναι αδύνατο σήμερα να σκεφτώ ή να εκφραστώ όπως τότε που ήμουν οκτώ ή δεκαέξι ετών. Ακόμη κι αν καμιά φορά περνούν από το μυαλό μου σκέψεις και συνειρμοί που θυμάμαι ότι είχα κάνει τότε, ακούσια τις περνώ από το φίλτρο του ενήλικου που τις εξευγενίζει και ενηλικιώνει κι αυτές, τις σκέψεις. Άσε δε που ορισμένες από αυτές τις σκέψεις είναι εξωφρενικές, προκλητικές και ασεβείς, ντρέπομαι να τις ομολογήσω ακόμη και στον εαυτό μου. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για όσα λέω και σκέφτομαι στην ενήλικη ζωή μου. Η ωμότητα της σκέψης πάντα περνά από το φίλτρο της εκλογίκευσης και του εξευγενισμού, όπως οι σκέψεις όλων, υποθέτω.

Αυτός είναι ίσως ο βασικός λόγος που με συνεπήρε το πρώτο βιβλίο της σειράς με τον γενικό προκλητικό τίτλο «Ο Αγώνας μου», Ένας θάνατος στην οικογένεια, του Νορβηγού Κάρλ Ούβε Κνάουσγκορντ. Η σκέψη του συγγραφέα περιγράφεται ρεαλιστική, ατόφια, ωμή, σχεδόν ανεπεξέργαστη, ακόμη και όταν αναφέρεται στην ηλικία των οκτώ, δεκάξι και είκοσι ετών.

Η αυτοβιογραφία του Κνάουσγκορντ είναι συγκλονιστική, όχι επειδή συμβαίνει κάτι ιδιαίτερο και εξαιρετικό στη ζωή του, αλλά επειδή όλοι, άντρες και γυναίκες, μπορούν να ταυτιστούν με τις σκέψεις, τις διαπιστώσεις, τα συμπεράσματά του. Επειδή λέει την αλήθεια και ταυτόχρονα περιγράφει τις συγκρούσεις, τις συντριβές, τις πληγές του, όπως τις ανακάλυψε ο ίδιος κι όπως τις ανακαλύπτουμε όλοι: βιώνοντάς τες. Περιγράφει τον θάνατο του αλκοολικού πατέρα του, που, μολονότι τον είχε ευχηθεί πολλές φορές, όταν συμβαίνει, τον συνθλίβει. «Και για μένα, τι ήταν ο μπαμπάς για μένα; Κάποιος που ευχόμουν να πέθαινε. Προς τι λοιπόν όλα αυτά τα δάκρυα;»

Ο Κνάουσγκορντ, 46 ετών σήμερα, περιγράφει τη ζωή του στη Νορβηγία και μετά στη Σουηδία, όπου ζει τώρα. Τα χρόνια στο σχολείο, τη σχέση με τον αυστηρό πατέρα του και την απούσα μητέρα του. Με τον αδελφό του που λάτρευε (και σήμερα έχουν μαζί έναν μικρό εκδοτικό οίκο), με την πρώτη σύζυγό του, που την αγαπούσε αλλά την άφησε και πήγε στη Σουηδία, όπου και γνώρισε τη δεύτερη σύζυγό του, ποιήτρια, με την οποία σήμερα έχει τέσσερα παιδιά. Τα τέσσερα παιδιά και η ρουτίνα της καθημερινότητας φοβάται ότι του αφαιρούν πολύτιμο χρόνο, χρόνο που θέλει να διαθέσει για να γράψει. Περιγράφει την αγάπη του για τη ροκ μουσική, μιλά για το μουσικό συγκρότημα που είχε στην εφηβεία του, παραδέχεται ότι είναι ατάλαντος μουσικός (μολονότι πρόσφατα έδωσε στο Μανχάταν μια μικρή συναυλία). Είναι τολμηρό να περιγράφεις και να δημοσιεύεις αυτά που σκέφτεσαι για ανθρώπους που θα τα διαβάσουν. Καθόλου τυχαία έχει χαρακτηριστεί ως the coolest kid on the literary block. Ο εκδότης του έστειλε τον τελευταίο τόμο του «Αγώνα» σε κριτικούς στις ΗΠΑ μαζί με μια κούπα και ένα t-shirt με το λογότυπο All OVe It (κάνοντας λογοπαίγνιο με το Ove, φυσικά).

Η αυτοβιογραφία του Κνάουσγκορντ εκτυλίσσεται σε μυθιστορηματική μορφή και είναι υπέροχη, είναι από τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια. Κρατιέμαι να μη διαβάσω τον δεύτερο τόμο στα αγγλικά, αλλά όχι: θα περιμένω την ελληνική έκδοση από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, στην πολύ-πολύ καλή μετάφραση (απευθείας από τα νορβηγικά) του Σωτήρη Σουλιώτη.

Διαβάστε το πρώτο βιβλίο που κυκλοφορεί. Για όσους είστε πάνω από 30 είναι σχεδόν υποχρεωτικό.

«Αχ, η ζωή είναι αώνας», είπε η γριά, δεν μπορούσε να πει το γ.*

* Έκφραση που έλεγε πολύ συχνά η γιαγιά του Κνάουσγκορντ και από την οποία προκύπτει ίσως ο τίτλος του έργου.


Κική Τσιλιγγερίδου

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2015

Robert Bloch, «Ο φύλακας της πύλης» & «Η σκιά στο κωδωνοστάσι»


Το λαβκραφτικό σύμπαν είναι ένα σκοτεινό δώρο του γενναιόδωρου γεννήτορά του σε όλους τους συγγραφείς που νιώθουν συγγένεια μαζί του, και έχει δώσει πολλές, πάρα πολλές καλές ιστορίες μέσα σ’ αυτά τα ογδόντα χρόνια που πέρασαν από το θάνατο της Ψυχής του Πρόβιντενς. Αλλά κάποιοι, όπως ο Robert Bloch, είχαν ήδη αρχίσει να γράφουν και να δημοσιεύουν ιστορίες εμπνευσμένες από τη μυθολογία του ακόμη και όσο εκείνος ήταν εν ζωή, ενώ μάλιστα ήταν και φίλοι του, διατηρούσαν αλληλογραφία μαζί του και ζητούσαν τη γνώμη του για τις λογοτεχνικές τους απόπειρες.
                                                                           
Η βασική αυτή συλλογή διηγημάτων της Μυθολογίας Κθούλου, απλωμένη σε δύο καλαίσθητους τόμους που διατηρούν την αίσθηση του παλπ, θεωρείται και είναι μία από τις πιο ιστορικές και πλήρεις: ένα σύμπαν, είκοσι ιστορίες, δύο διασταυρούμενες ζωές και μία καλλιτεχνική πορεία — ο κόσμος του Λάβκραφτ ξαναζεί και μεταμορφώνεται και αλλάζει διαρκώς σχήμα και τρόπους, όπως ακριβώς πρέπει. Μολονότι τίποτε και κανείς δεν μπορεί να συγκριθεί με τον ίδιο τον ερημίτη των Γραμμάτων και του κοσμικού τρόμου, τα διηγήματα της συλλογής είναι καλογραμμένα, «στοχοπροσηλωμένα» και, εντέλει, προϊόντα αγάπης, όπως ομολογεί ο ίδιος ο συγγραφέας σε ένα σεμνό Επίλογο: δεν μπορεί παρά να διαβαστούν από κάθε φαν τής λαβκραφτικής σχολής, ασυζητητί. Δείχνουν, ακόμη, και την ανέλιξη, τη συγγραφική ωρίμαση του Μπλοκ στη διάρκεια της ζωής του. Να σημειωθεί, δε, ότι πολλοί αναγνώστες προτιμούν τα πρωτόλεια, ενθουσιώδη διηγήματά του, όπου μιμούνταν περισσότερο το στιλ τού Λάβκραφτ, από τα πιο ώριμά του, που τα έγραφε και τα εξέδιδε ως καταξιωμένος, πλέον, και πασίγνωστος συγγραφέας και σεναριογράφος. (Το Ψυχώ, ασφαλώς, τον κατέστησε ευρύτατα γνωστό στο κοινό μετά την τρομερή επιτυχία της ταινίας).

Δύο από τα διηγήματα της συλλογής είναι πολύ γνωστά στους εξοικειωμένους με το χώρο: ο «Υπηρέτης από τα άστρα» και η «Σκιά στο κωδωνοστάσι» γράφτηκαν για τον Λάβκραφτ, και έχουν πρωταγωνιστή τον ίδιο τον μετρ — στο πρώτο, μάλιστα, πεθαίνει κιόλας, και όχι με κάποιον «καλό» θάνατο! Ο Λάβκραφτ θα «σκοτώσει» τον Μπλοκ στον δικό του «Κυνηγό του σκοταδιού». Λογοτεχνικά παιχνίδια μιας παρέας που όμοιά της δεν μπορεί να ξαναβρεθεί.


Τα βιβλία κυκλοφορούν από την Άγνωστη Καντάθ σε μετάφραση Γιάννη Στολτίδη.

Κυριάκος Αθανασιάδης

Σάββατο 29 Αυγούστου 2015

Άννα Ρόμερ, «Τα φτερά της μνήμης»


Χορταστικό, αγωνιώδες, πανέξυπνα δομημένο, το μυθιστόρημα της Άννας Ρόμερ μάς συστήνει μια Αυστραλία μυστηριακή, αρχέγονη και μοντέρνα, σκληρή και οικεία, έναν τόπο που δεν μπορεί παρά να γεννά μεγάλα πάθη και να κρύβει φοβερά μυστικά. Και είναι ταυτόχρονα ένα διπλό μυθιστόρημα ωρίμασης, έρωτα, αποκαλύψεων και ενηλικίωσης: η διπλή ιστορία της προσπάθειας δύο γυναικών να βρουν τον εαυτό τους, να επινοήσουν και να σχεδιάσουν τη ζωή τους και να ανεξαρτητοποιηθούν — υπέροχες και οι δύο παράλληλες ιστορίες, η μία λίγο πριν την αυγή του 20ού αιώνα και η άλλη στις μέρες μας. Οι δύο γυναίκες, η νεαρή Μπρένα που σχεδόν πουλιέται στον σύζυγό της σαν αντίτιμο για τη διαγραφή ενός χρέους, και η Ρούμπι, που τη βαραίνουν μία δυσβάσταχτη απώλεια και ένα αιματοβαμμένο κενό μνήμης, θα «συναντηθούν» στους ίδιους χώρους και θα πορευτούν δύο ζωές παράλληλες, ασύμπτωτες αλλά και, με έναν περίεργο τρόπο, κοινές.

Η Ρόμερ απλώνει τις παράλληλες ιστορίες της αβίαστα, εναλλάσσοντας τα κεφάλαια και δίνοντας φωνή πότε στη μία και πότε στην άλλη ηρωίδα, πλέκοντας εναλλάξ τα δύο νήματα και συντηρώντας, έτσι, το διττό ενδιαφέρον του αναγνώστη, που ξέρει πως, όσο κυλούν οι σελίδες —και κυλούν απολαυστικά και γρήγορα—, οι δύο ζωές θα γίνουν εντέλει μία. Κι αυτό θα είναι λυτρωτικό.

Η Αυστραλία είναι πανταχού παρούσα εδώ, τόσο σαν τοπίο όσο και σαν ιστορία και πολιτισμός, με τους Αβορίγινες και τις μικρές κοινότητές τους να ξεπροβάλλουν έξω από τις πόλεις των λευκών αποίκων, με τη βαρβαρότητα των επιθέσεων που δέχονται οι γηγενείς κάτοικοι, αλλά και με το πάντρεμα των δύο πολιτισμών που ήταν, φυσικά, αναπόφευκτο και είναι εντέλει υπέροχο. Όμως είναι πανταχού παρούσα και σαν πανίδα και, κυρίως, χλωρίδα: τα Φτερά της μνήμης είναι γεμάτα δέντρα και φυτά και κλαριά και άνθη και χρώματα και μυρωδιές (η Ρόμερ είναι «ενθουσιώδης κηπουρός», όπως σημειώνεται στο βιογραφικό της), που σκεπάζουν τις σελίδες, ρίχνουν σκιές στα πρόσωπα, ή τα ξεσκεπάζουν, περικλείουν τις άνυδρες εκτάσεις ή γεμίζουν πληθωρικά τους κήπους, τα δάση και τις θαλασσοδαρμένες ακτές. Δεν μέτρησα τα πάμπολλα ονόματα των φυτών που διακοσμούν, όχι χωρίς λόγο, το περιβάλλον, αλλά είναι πολλές δεκάδες.

Αλλά και η ζωγραφική είναι πανταχού παρούσα: τα λάδια, οι τέμπερες, οι μουσαμάδες, τα χειροποίητα χαρτιά και οι καμβάδες απλώνονται και καλύπτουν όλο το υπέροχο αυτό μυθιστόρημα, με χρώματα, πέταλα λουλουδιών, ρίζες — και με αντικείμενα μνήμης. Οι γυναίκες πρωταγωνίστριες του βιβλίου ζωγραφίζουν και πλάθουν με τα έργα τους έναν κόσμο που πατά πάνω από τον πραγματικό σε ένα στρώμα δροσερού ανέμου, ιστορημένου με μαεστρία και αγάπη. Και με πολύ πόνο.

Η Ρούμπι, ανεξάρτητη βιβλιοπώλισσα, που έχει χάσει την αδελφή της σε ένα τρομακτικό δυστύχημα από το οποίο δεν θυμάται την παραμικρή λεπτομέρεια, αποκομμένη από την καλλιτέχνιδα μητέρα της και με ένα τρομερό βάρος να πιέζει το στήθος της, όλο πίκρα και ενοχές, συζεί με έναν τέλειο άντρα που, ίσως, κρύβει ένα πολύ σκοτεινό μυστικό. Η αφήγηση της Μπρένα, αλλά κυρίως οι δικές της προσπάθειες, θα τη βοηθήσουν να θυμηθεί και να πάρει τη ζωή της στα χέρια της. Αλλά με έναν τρόπο τραυματικό, δύσκολο και όχι χωρίς νέες πληγές.

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ωκεανίδα, σε (άλλη μία) σπουδαία μετάφραση της σιδηράς, χαλκέντερης κυρίας των Ελλήνων μεταφραστών, της Έφης Καλλιφατίδη.

Παρασκευή 28 Αυγούστου 2015

Catherine Mavrikakis, «Ο ουρανός του Μπέι Σίτι»


Απλωμένο σε τριακόσιες σελίδες, αυτό το ψυχωσικό παραλήρημα της Έιμι, μιας Αμερικανίδας με πολωνοεβραϊκές ρίζες που εξαιτίας τής διαταραγμένης μητέρας της κουβαλά στο μυαλό της μια αδιανόητη, αφύσικη ενοχή για το Ολοκαύτωμα, που την τσακίζει και τη διαστρέφει και την τρελαίνει, και που την κάνει να πιστεύει ότι η ίδια, στα δεκαοχτώ της, δολοφόνησε εν ψυχρώ όλη της την οικογένεια βάζοντάς τους φωτιά, είναι δύσκολο στην ανάγνωσή του, καταθλιπτικό και σου σφίγγει το στομάχι:
Στο Μπέι Σίτι, δεν έχω παρά τον θάνατο μέσα στην ψυχή μου. Ονειρεύομαι ότι με έχουν κρεμάσει, με έχουν κατακρεουργήσει, ή ακόμα βλέπω τον εαυτό μου σαν μια πράσινη, μουχλιασμένη Οφηλία που βρέθηκε πνιγμένη στον πάτο της γαλάζιας πισίνας της θείας μου.
Γεννημένη μετά την αδελφή της, που πέθανε βρέφος, αντιμετωπίζει την οργή και το μίσος της μητέρας της και βρίσκει σύμμαχο τη θεία της —ποτέ δεν θα μάθουμε αν και η ίδια η θεία της είναι άρρωστη ή αν δεν είναι απλώς μία οθόνη που πάνω της η Έιμι προβάλλει τα δικά της, απολύτως προσωπικά, σκοτάδια— που της μιλά για το παρελθόν και της μεταδίδει μία ασήκωτη αίσθηση ευθύνης:
Η μητέρα σου μου έλεγε να σταματήσω να σκαλίζω το παρελθόν, να μην ξεθάψω τίποτα από τον χρόνο. Αλλά δεν μπορούμε να ξεθάψουμε τις στάχτες που στροβιλίζονται ακόμα στον ουρανό της Πολωνίας. Δεν μπορούμε να ξεθάψουμε την ανθρώπινη σκόνη που ανακατεύτηκε με τον αέρα και δηλητηρίασε τον αιώνα. Εισπνέουμε ακόμη τα υπολείμματα των πτωμάτων των γονιών και των θείων μου που τα παρασύρουν οι άνεμοι. Καταπίνουμε πάνω από πενήντα χρόνια τώρα τους νεκρούς μας, μπαίνουν μέσα από τη μύτη, τους πνεύμονες, απ’ όλους τους πόρους του δέρματος.
Η Έιμι θα μπερδέψει στο μυαλό της το μεγαλύτερο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας με τον καπιταλισμό, τη Δύση, τις ΗΠΑ, την κρεοφαγία, τις μικρές, επαρχιακές πόλεις «όπου δεν γίνεται τίποτα», με το σεξ, με τους άντρες, με ό,τι καθημερινό και φυσιολογικό («Δεν τρώω σχεδόν καθόλου. Δεν βάζω στο στόμα μου ζωική σάρκα. Μου είναι αδύνατον. Δεν αγγίζω πια τα ανθρώπινα κορμιά για να τα αναλώσω»), και θα προσπαθήσει (ενδεχομένως, ή μάλλον σίγουρα, μέσα στο μυαλό της) να βρει αποκούμπι και λύτρωση στα new age κελεύσματα της Ασίας (στη γιόγκα, φέρ’ ειπείν) και εντέλει στην Ινδία, όπου σκοπεύει κάποτε να αποσυρθεί για να μονάσει και να πεθάνει, για να μετενσαρκωθεί ή για να σβήσει σαν ύπαρξη, πνίγοντας μαζί της την ανάμνηση του Ολοκαυτώματος. «Επισκέφτηκε» ήδη την Ινδία μία φορά:
Στο Μπεναρές, εγκατέλειψα το Άουσβιτς και το Μπέι Σίτι. Άφησα όλους τους νεκρούς μου στον Γάγγη, όλον εκείνο το λαό που κουβαλούσα χρόνια τώρα, ακόμα και πριν από τη γέννησή μου. Έριξα τρυφερά όλα τα πτώματα στον Γάγγη και ζήτησα από τον ποταμό, από τον κόσμο, να ασχοληθούν μαζί τους. Στο Μπεναρές, ξαναγεννήθηκα για πρώτη φορά.

Μεγαλώνοντας (ή: έγκλειστη ίσως κάπου, στους τοίχους, ή στις σελίδες, ενός φρενοκομείου), θα φαντασιωθεί ότι είναι πιλότος αεροπλάνων, ένα επάγγελμα που τη βοηθά να δραπετεύει από τον μαβή, ασφυκτικό ουρανό της άχαρης πόλης της διαρρηγνύοντάς τον, και ότι γεννά και μεγαλώνει μια κόρη, με την οποία υποτίθεται ότι κοιμάται πάντα μαζί, ακόμη και όταν εκείνη μεγαλώνει και συζεί με έναν άντρα, και την οποία μεγαλώνει μαθαίνοντάς τη να αγαπά τη φύση, τις οργανικές τροφές (τα σφαγεία είναι κατά την Έιμι κρεματόρια αθώων ζώων), και τους Ινδιάνους, που επίσης (όπως οι Εβραίοι) αφανίστηκαν από τον Δυτικό άνθρωπο.

Γεμάτο ωραίες παρατηρήσεις («Ο αποπροσανατολισμός είναι ωστόσο ο οδηγός των ανθρώπων»), το μυθιστόρημα είναι καλογραμμένο, γεμάτο επωδούς και θέματα στα οποία η αφηγήτρια γυρνά και γυρνά και ξαναγυρνά εξακολουθητικά, ακόμη και με τις ίδιες σκληρές λέξεις, και, κυρίως: αποπνικτικό. Είναι τυπωμένο με ενοχή και με τρέλα: είναι ένα βιβλίο για την τρέλα, όχι ένα βιβλίο για το Ολοκαύτωμα.


Πρόκειται για το πρώτο μυθιστόρημα της Κατρίν Μαυρικακίς (1961) που δημοσιεύεται στη γλώσσα μας. Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Εστία, σε μετάφραση της Τζένης Κωνσταντίνου.

Κυριάκος Αθανασιάδης

Δευτέρα 17 Αυγούστου 2015

Hans Olav Lahlum, «Οι ανθρώπινες μύγες»


Να, λοιπόν, ένα ωραίο αστυνομικό: Οι Ανθρώπινες Μύγες, του Νορβηγού Hans Olav Hahlum.

Στο Όσλο του 1968, ένας νεαρός αστυνομικός ντετέκτιβ, ο Κόλμπιορν Κρίστιανσεν, αναλαμβάνει την υπόθεση δολοφονίας ενός θρυλικού ήρωα της Αντίστασης στη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής. Από την πρώτη στιγμή γίνεται φανερό ότι μόνο κάποιος που ζούσε στο ίδιο κτίριο με τον δολοφονημένο θα μπορούσε να τον σκοτώσει. Από ποιο από τα πέντε υπόλοιπα διαμερίσματα του κτιρίου βγήκε ο δολοφόνος και γιατί το έκανε; Είναι πολιτικοί οι λόγοι με αναφορές στο παρελθόν ή προσωπικοί;

Ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που θυμίζει πολύ Άγκαθα Κρίστι με στοιχεία Σέρλοκ Χολμς. Ο ντετέκτιβ Κρίστιανσεν, μαζί με την υπερπολύτιμη βοηθό του Πατρίσια, μια ευφυή νεαρή που ζει καθηλωμένη σε αναπηρική καρέκλα, θα προσπαθήσει να λύσει το μυστήριο, αλλά δεν θα προλάβει να εμποδίσει έναν δεύτερο φόνο, που θα λάβει χώρα στο ίδιο κτίριο. Όταν προκύπτει ότι όλοι οι ένοικοι είχαν ισχυρούς λόγους να θέλουν το κακό του αντάρτη-θρύλου, η λύση του μυστηρίου γίνεται ακόμη δυσκολότερη.

Επιπλέον, στις Ανθρώπινες μύγες περιγράφεται η περίοδος της γερμανικής Κατοχής στη Νορβηγία και το πώς οι καταδιωκόμενοι Εβραίοι, που κρύβονταν σε υπόγεια σπιτιών, προσπαθούσαν με τη βοήθεια ανταρτών να περάσουν τα σύνορα και να καταφύγουν στην ελεύθερη Σουηδία. Γίνεται πολύς λόγος, ακόμη, για το πόσο μεγάλο έρεισμα έβρισκε το Ράιχ στις σκανδιναβικές χώρες, όπου οργανώνονταν ναζιστικά κόμματα με αθρόα προσέλευση πολιτών, τα μέλη των οποίων στη Νορβηγία μετά το τέλος του πολέμου βρίσκονταν σε σκληρή κοινωνική απομόνωση. Θέματα που δύσκολα καταπιάνεται κανείς μαζί τους.

Πρόκειται για το πρώτο από μια σειρά βιβλίων με ήρωες τον Κρίστιανσεν και την Πατρίσια. Καθόλου τυχαία το βιβλίο ήταν υποψήφιο σκανδιναβικό μυθιστόρημα της χρονιάς στα βραβεία Petrona 2015. Καθόλου τυχαίος δεν είναι και ο συγγραφέας, ο Χανς Ούλαβ Λάλουμ: δεινός σκακιστής, πολιτευόμενος με το Σοσιαλιστικό Αριστερό Κόμμα της Νορβηγίας, είναι γνωστός όχι μόνο για το επιστημονικό του έργο, αλλά και για την εκκεντρικότητά του: Το 2013 έδωσε τη μεγαλύτερη σε διάρκεια συνέντευξη Τύπου, διάρκειας 30 ωρών, και μπήκε έτσι στο Βιβλίο Γκίνες.

Το πολύ καλό αυτό αστυνομικό κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Φανταστικός Κόσμος σε εξαιρετική μετάφραση από τα αγγλικά του ChrisLitharis.

ΥΓ. Θα σκεφτεί ίσως κανείς, «Mα τι τίτλος!» Η απάντηση για το The Human Flies δίνεται σε αυτό το απόσπασμα:


Δεν πιστεύω πως ψάχνουμε κάποιον που λειτουργεί φυσιολογικά. Πιστεύω πως ψάχνουμε μια ανθρώπινη μύγα. [...] Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που σε κάποιο στάδιο της ζωής τους βίωσαν κάτι τόσο οδυνηρό και τραυματικό, ώστε δεν το ξεπέρασαν ποτέ. Γίνονται ανθρώπινες μύγες και περνούν σχεδόν όλη την υπόλοιπη ζωή τους κάνοντας κύκλους γύρω από αυτό που συνέβη. Σαν μύγες γύρω από σκουπιδοτενεκέ, για να χρησιμοποιήσω μια απλή αναλογία.

Κική Τσιλιγγερίδου 

Κυριακή 16 Αυγούστου 2015

Ορχάν Παμούκ, «Το σπίτι της σιωπής»


Το Σπίτι της σιωπής είναι ένα σπουδαίο βιβλίο, για να ξεκαθαρίσουμε ευθύς εξαρχής τα πράγματα, και ο Παμούκ μείζων συγγραφέας, από την ελίτ των ελαχίστων εν ζωή Ευρωπαίων πραγματικά μεγάλων λογοτεχνών. Διαβάζεται με απόλαυση, με θαυμασμό, με φόβο (κάτι θα γίνει: όλο αυτό δεν μπορεί παρά να ξεσπάσει κάπου), με αγωνία, με πόνο, με συγκίνηση. Και είναι μόλις το δεύτερό του (κυκλοφόρησε το 1982), ανάμεσα στο Ο Τζεβντέτ μπέη και οι γιοι του (1979) και στο Λευκό κάστρο (1985).

Πρωταγωνιστούν το χωριό, ένας μεταιχμιακός χώρος, τρία τέταρτα της ώρας έξω από την Ιστανμπούλ, το περιζωμένο από κισσό σπίτι, σιωπηλό αλλά γεμάτο φωνές και φαντάσματα, η ενενηνταπεντάχρονη κυρία του σπιτιού, η ψυχή της ίδιας τής Τουρκίας, που ζει μια ζωή κλεισμένη εκεί, αρνούμενη να το εγκαταλείψει, ο νάνος υπηρέτης της που τη φροντίζει και που εκείνη τον μισεί και τον τρέμει, τα εγγόνια της που την επισκέπτονται σχεδόν τελετουργικά για μία εβδομάδα κάθε χρονιά, το καλοκαίρι, για μπάνια, ο νεκρός σύζυγός της και η εγκυκλοπαίδειά του, γραμμένη εξ ολοκλήρου από τον ίδιο και απλωμένη σε 48 τόμους, ένα διαφωτιστικό έργο που θα αλλάξει τη μοίρα της Τουρκίας και θα απαλλάξει την Ανατολή από τις προλήψεις και την αμάθεια —μια εγκυκλοπαίδεια που δεν θα τελειώσει, φυσικά, ποτέ—, οι εθνικιστές και οι κομουνιστές, οι φτωχοί και οι πλούσιοι, οι αρπαγμένοι από την παράδοση και οι φυγάδες, τα σιωπηλά καφενεία και τα θορυβώδη αυτοκίνητα, τα σπαράγματα της ιστορίας που ξεπετάγονται μέσα από παμπάλαια δικόγραφα, μια ζωή που επαναλαμβάνεται και που πολλαπλασιάζεται ολόιδια, και μια νέα ζωή που θέλει να αποκολληθεί και να πετάξει, οι σκέψεις των πρωταγωνιστών που μπερδεύονται αναμεταξύ τους φτιάχνοντας ένα πελώριο μελαγχολικό παλίμψηστο λόγου και ανάγκης, προσπαθώντας να περιγράψουν κάτι που δεν μπορεί να περιγραφεί — γιατί, όπως λέει ο νάνος Ρετζέπ, «Όλα είναι πέρα από τις λέξεις, από τα λόγια μας».

Από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, ο Παμούκ δίνει το λόγο κάθε φορά και σε άλλον ήρωά του, κι αυτή η χορωδία των φωνών, διαφορετική αλλά και ίδια, είναι εντυπωσιακή, μουσική και υποβλητική, ξεπερνώντας με άνεση την ηθογραφία και προσφέροντάς μας ένα μοντέρνο μυθιστόρημα, τουρκικό και ευρωπαϊκό μαζί.

Η μετάφραση του Παναγιώτη Αμπατζή, σε επιμέλεια Στέλλας Βρετού, είναι φρέσκια, ζωντανή, ταιριαστή πολύ στην ατμόσφαιρα του Σπιτιού της σιωπήςΑξίζει και με το παραπάνω να διαβαστεί, και όχι μόνο επ’ ευκαιρία της έκδοσης του πρώτου βιβλίου του νομπελίστα Τούρκου μετά από έξι ολόκληρα χρόνια: το μυθιστόρημα Μια παραξενιά του νού μου έρχεται το χειμώνα, πάντα από τις Εκδόσεις Ωκεανίδα.


Κυριάκος Αθανασιάδης

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2015

Michel Bussi, «Το κορίτσι της πτήσης 5403»


Ένα αεροπλάνο που εκτελεί την πτήση Ιστανμπούλ-Παρίσι συντρίβεται στις Άλπεις, παραμονές Χριστουγέννων του 1980. Όλοι οι επιβαίνοντες σκοτώνονται ακαριαία. Όλοι, εκτός από ένα βρέφος. Ένα κορίτσι περίπου τριών μηνών έχει επιβιώσει σαν από θαύμα, χωρίς αμυχή. Ποιας από τις δύο οικογένειες που τη διεκδικούν είναι μέλος η μικρή; Πώς είναι δυνατόν να μην υπάρχει τρόπος να διαπιστωθεί η πραγματική της ταυτότητα; Γιατί τελικά η κηδεμονία της δίνεται από το δικαστήριο στη μια οικογένεια και όχι στην άλλη, και πόσο ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα αυτή η επιλογή;

Δεκαοκτώ χρόνια αργότερα, παραμονή των γενεθλίων της, το Κορίτσι της Πτήσης 5403, η Εμιλί ή Λιλ-Ροζ, το κορίτσι που όλοι αποκαλούν Λιβελούλα, αναζητεί την ταυτότητά της. Ο ντετέκτιβ που είχε αναλάβει την υπόθεση δολοφονείται λίγα λεπτά πριν από τα 18α γενέθλια της Λιλ-Ροζ, πρόλαβε ωστόσο να στείλει τις σημειώσεις από την έρευνά του των 18 ετών στην ίδια τη Λιβελούλα. Τι πραγματικά συνέβη εκείνη την παγωμένη νύχτα στις Άλπεις και ποιος είναι ο ρόλος των οικογενειών που τη διεκδικούν;

Οι αποκαλύψεις είναι καταιγιστικές και το τέλος λυτρωτικό.

Το Κορίτσι της πτήσης 5403 διαδραματίζεται μέσα σε 48 ώρες στο Παρίσι και στις Άλπεις, είναι μια ιστορία με πολλούς κακούς, με φόνους που γίνονται τώρα και που έγιναν στο παρελθόν και που (σήμερα, επιτέλους) αποκαλύπτονται. Είναι ένα βιβλίο χορταστικό (528 σελίδες), με καταιγιστική δράση και ανατροπές: ό,τι πρέπει για τις διακοπές. Δεν είναι διόλου τυχαίο το ότι έχει διαβαστεί από 700.000 αναγνώστες στη Γαλλία και μεταφράστηκε σε 24 γλώσσες.

Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κέδρος - Kedros Publishers.



Κική Τσιλιγγερίδου