Τρίτη 23 Ιουνίου 2015

Edgar Allan Poe, «Το Ημερολόγιο του Ιουλίου Ρόντμαν»


Πιάνοντας στα χέρια σου τον συγκινητικά όμορφο τόμο Το Ημερολόγιο του Ιουλίου Ρόντμαν του Edgar Allan Poe, από τις εκδόσεις «Περισπωμένη» σε αριστοτεχνική μετάφραση του Μιχάλη Παπαντωνόπουλου, νιώθεις σαν να ’χεις ξεκρεμάσει έναν παλιό πίνακα από τον τοίχο, να τον έχεις βγάλει από την κορνίζα του και να τον βαστάς δίπλα στην καρδιά σου προσπαθώντας να αφουγκραστείς τις γραμμές του. Είναι ένα παλλόμενο έργο — μια γκραβούρα ίσως, ή μια καλλιτεχνική δαγεροτυπία. Κάτι εύθραυστο και ακριβό. Ή, νιώθεις σαν να κρατάς στο χέρι σου ένα βαρύ ποτήρι γεμάτο κατά το εν τρίτον με ένα πολύ παλιό μολτ.

Πλούσια έκδοση, δωρική και αρχοντική συνάμα, κομψή και στέρεη — ζηλευτή. Η τέχνη της παραδοσιακής τυπογραφίας, σχεδόν ιαπωνικών καταβολών παρά την καθαρά ευρωπαϊκή της ταυτότητα, θεραπεύεται ακόμη από κάποιους λίγους στην Ελλάδα: όλοι τους γνωρίζουν ότι τα βιβλία τους δεν πρόκειται, εκτός από ελαχιστότατες περιπτώσεις, να τύχουν ευρείας αποδοχής, να αγοραστούν πολύ, να αγαπηθούν πλατιά. Πράγματα που σαφώς και έχουν σημασία, μα που δεν μπορούν να σε επηρεάσουν. Όχι όταν σε καίνε οι ωραίες χρυσές τομές των παλιών μαστόρων σε μια καλά ισορροπημένη σελίδα τίτλου. Ή η αυστηρή γλυκύτητα των Απλών στοιχείων με τις λυγερές πατούρες, το αναγκαίο έρμα του πολυτονικού, τα αριστοκρατικά, φαρδιά περιθώρια, το κιμπάρικο χαρτί, η προσεκτική στοιχειοθεσία, η ορθή διαστίχωση, η τυπική σελιδαρίθμηση, οι τηλεγραφικές πληροφορίες του κολοφώνα, του πιο ποιητικού μέλους τού όλου βιβλίου, η καλά ραφτή βιβλιοδεσία, ή οι θαυμαστά τυπωμένες εφτά έγχρωμες ξυλογραφίες που κοσμούν τον συγκεκριμένο τόμο: εδώ ο εκδότης-επιμελητής κάνει θαύματα, απλώς υπακούοντας στην παράδοση, με δυο-τρεις ωραίες, διακριτές πινελιές προσωπικού touch.

Το ημιτελές αυτό μυθιστόρημα του Πόε —ημιτελές καθώς σταμάτησε πλέον να τον απασχολεί μετά τη σύγκρουσή του με τον εκδότη του περιοδικού όπου δημοσιευόταν σε συνέχειες (1840), για να επιδοθεί εφεξής στο κυρίως διήγημα, αποσπώντας έτσι άσπλαχνα από τα χέρια μας έναν δεύτερο Άρθουρ Γκόρντον Πιμ (1838)—, εφόσον μιλάμε ακριβώς γι’ αυτό τον επιβλητικό πυλώνα των αμερικανικών Γραμμάτων που επηρέασε όσο λίγοι την Ιστορία της παγκόσμιας πεζογραφίας χαράσσοντας τη μοίρα δεκάδων, εκατοντάδων λογοτεχνών σε Αμερική και Ευρώπη (και στην Ελλάδα), που άφησε το βαθύτερο χάραγμα στην ποίηση του 19ου αιώνα, που όρισε πλειάδα νέων genre και που αποτέλεσε, και αποτελεί, έναν πελώριο σκοτεινό φάρο, έναν κολοφώνα — το Ημερολόγιο του Ιουλίου Ρόντμαν, λοιπόν, καθαυτό περνά σε δεύτερη μοίρα. Τούτο εδώ είναι ένα βιβλίο που οι ρέκτες οφείλουν να έχουν: τόσο οι θαυμαστές του μεγάλου ρομαντικού, όσο και οι λάτρεις της τυπογραφίας.

Η χαοτική ανάγκη που ώθησε τον Ιούλιο Ρόντμαν να είναι ο πρώτος λευκός, ο πρώτος «πολιτισμένος», που διέσχισε τα άγρια Βραχώδη Όρη ανεβαίνοντας τον Μιζούρι με δυο φαρδιές πιρόγες και μια παρέα δεκαπέντε ακόμη πιονέρων, περιπέτεια που αποτυπώνει, εδώ, στις καταχωρίσεις του Ημερολογίου του, και που κλιμακώνεται σελίδα τη σελίδα και Κεφάλαιο το Κεφάλαιο (για να διακοπεί απότομα, προς δυστυχία μας), είναι μια ανάγκη, όχι να εξερευνήσει απλώς την ερημιά, αλλά να εισχωρήσει μέσα στη μήτρα της, κατεβαίνοντας όλο και πιο χαμηλά στα σπήλαια του Αγνώστου, ενός χώρου «ψυχολογικού» και εγκεφαλικού: και εδώ συναντούμε αντιστικτικές ομοιότητες με τον θαλασσινό Πιμ. Οι περιγραφές του φυσικού τοπίου είναι θεαματικές, οι συναντήσεις με τους Ινδιάνους όσο «ρατσιστικές» θα περιμέναμε από τον Πόε (ή φυσικά και από τον Λάβκραφτ), οι διακυμάνσεις του ηθικού των λευκών εισβολέων μάς προδιαθέτουν για μεγάλες συγκινήσεις. Που ίσως, ποιος ξέρει, κάποτε ανακαλυφθούν: ίσως κάπου να υπάρχουν η συνέχεια και το τέλος, σε ένα μάτσο χειρόγραφα μέσα σε κάποιο σεντούκι. — Αλλά ας είναι· έστω και έτσι, το βιβλίο είναι εξαίσιο.

Η «Περισπωμένη» του Σωτήρη Φασούλα (ή Σελαβή, όπως τον ξέρουμε καλύτερα από το ποιητικό του έργο) έχει τέσσερα χρόνια που δραστηριοποιείται, τέσσερα από τα πιο δύσκολα χρόνια στην ιστορία των ελληνικών εκδόσεων, και της οφείλουμε ήδη πολλά. Ελπίζουμε να συνεχίσει με το ίδιο πάθος, και να μη ρουφηχτεί από το παμφάγο ελληνικό Μάελστρομ.

Κυριάκος Αθανασιάδης

Έμα Χίλι, «Χάρτινη Μνήμη»


«Το σπίτι είναι γεμάτο χαρτάκια, στοιβαγμένα ή κολλημένα σε διάφορες επιφάνειες. Λίστες για ψώνια και συνταγές, τηλεφωνικοί αριθμοί και ραντεβού, σημειώσεις για πράγματα που έχουν ήδη συμβεί. Η χάρτινη μνήμη μου. Υποτίθεται ότι με αποτρέπει από το να ξεχνάω. Η κόρη μου όμως μου λέει ότι χάνω τα σημειώματα. Κι αυτό το γράφω. Παρ΄ όλα αυτά, αν η Ελίζαμπεθ είχε όντως τηλεφωνήσει, θα είχα το σχετικό σημείωμα. Δε μπορεί να τα έχω χάσει όλα. […] Νομίζω ότι κάτι άκουσα στις χθεσινές ειδήσεις. Κάτι για μια ηλικιωμένη. Και τώρα η Ελίζαμπεθ εξαφανίστηκε».

Elizabeth is missing (Η Ελίζαμπεθ εξαφανίστηκε) είναι ο πρωτότυπος τίτλος τού εξαιρετικά πρωτότυπου βιβλίου της Έμας Χίλι, και η απόδοσή του (πολύ πετυχημένη, αν με ρωτάτε), στα ελληνικά είναι Χάρτινη μνήμη.

Άκου τώρα: η Έμα Χίλι είναι μόλις 28 χρονών και έγραψε ένα βιβλίο, σε πρώτο πρόσωπο παρακαλώ, για μια ηλικιωμένη που πάσχει από γεροντική άνοια. Και το βιβλίο αυτό είναι υπέροχο, διαβάζεται απνευστί, έχει αυτό το σκοτεινό χιούμορ των Βρετανών που τόσο πολύ αγαπώ, είναι διασκεδαστικό και έχει και πολύ ενδιαφέρουσα υπόθεση!

Η Μοντ είναι 82 ετών, μητέρα και γιαγιά, και προσπαθεί να δρασκελίσει την κάθε μέρα με τη βοήθεια της χάρτινης μνήμης της: δεκάδες, εκατοντάδες χαρτάκια τής υπενθυμίζουν τα πάντα: τι μέρα είναι, να μη βγει από το σπίτι, να μην πάει στον μπακάλη κι αν πάει, να μην πάρει άλλες κονσέρβες κομπόστα ροδάκινο. Της υπενθυμίζουν τα ραντεβού της με την καλύτερη, τη μοναδική της φίλη, την Ελίζαμπεθ. Όμως η Ελίζαμπεθ εξαφανίστηκε. Η Μοντ, στις στιγμές της διαύγειάς της, το λέει σε όλους: στην κόρη της, στη φροντίστριά της, στην αστυνομία, βάζει μέχρι και αγγελία. Όμως η Ελίζαμπεθ δεν είναι στο σπίτι της. Πήγε πολλές φορές να τη βρει και δεν ήταν εκεί.

Η Μοντ με τη θρυμματισμένη μνήμη της και τα χαρτάκια της το παίρνει απόφαση και αρχίζει να ερευνά μόνη της την υπόθεση. Η σκέψη της την πηγαίνει σιγά-σιγά στο παρελθόν, λίγο μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Πώς μπορεί να συνδέεται η υπόθεση της εξαφανισμένης από χρόνιας αδελφής της με την εξαφάνιση της Ελίζαμπεθ; Τι είδους παιχνίδια μπορεί να της παίζει το γερασμένο και άρρωστο μυαλό της;...

Η Έμα Χίλι αφηγείται τις δύο ιστορίες παράλληλα, σαν θραύσματα της μνήμης της Μοντ. Η Ελίζαμπεθ και η Σούκι. Η φίλη της Μοντ και η αδελφή της. Το μυστήριο και η λύση του. Η δικαίωση της Μοντ, όπώς έρχεται, είναι αναπάντεχη ακόμη και για την ίδια.

Υπέροχο, υπέροχο βιβλίο, έξυπνα γραμμένο κι ευκολοδιάβαστο, διαβάζεται με μια ανάσα.

Chapeau, Έμα Χίλι! Chapeau, Εκδόσεις Μίνωας!

Κική Τσιλιγγερίδου

Σάββατο 20 Ιουνίου 2015

Τζόναθαν Λέθεμ, «Οι κόκκινες βασίλισσες»


Ίσως δεν είναι το σημαντικότερο στοιχείο του βιβλίου (σίγουρα δεν είναι), αλλά οι Κόκκινες Βασίλισσες με έκαναν για μια ακόμη φορά να αναστενάξω με παράπονο που δεν γεννήθηκα στη Νέα Υόρκη. Εκεί όπου αρχίζουν όλα, εκεί όπου θέλοντας και μη είσαι μπροστά στις εξελίξεις, μπροστά στη σκέψη, εκεί όπου γεννιούνται νέα ρεύματα τέχνης, εικαστικών, μουσικής, εκεί όπου είναι αυτονόητο να μην ξέρεις να οδηγείς (και μάλιστα χαρακτηριστικό των Νεοϋορκέζων) γιατί διασχίζεις και μετακινείσαι στην πόλη με τον Υπόγειο, εκεί όπου αρχίζουν όλα. 

Όλα; Όχι, ο κομμουνισμός και ο ριζοσπαστισμός σίγουρα δεν έχουν τις ρίζες τους στη Νέα Υόρκη, ούτε καν στη χώρα που φιλοξενεί τη μητρόπολη. Κι όμως, στη Νέα Υόρκη υπήρξε ο πυρήνας των Αμερικανών κομμουνιστών τη δεκαετία του '60 και νωρίτερα, το Γκρίνουιτς Βίλατζ έγινε λίκνο της αντικουλτούρας και των μπίτνικ, σκηνή για καλλιτέχνες-σύμβολα, για ζωγράφους και συγγραφείς. Στη Νέα Υόρκη κορυφώθηκε άλλωστε και το (αμφιλεγόμενο) κίνημα Occupy, στις μέρες μας.

Ποιοι είναι αυτοί οι Αμερικανοί που τόσο μακριά από εκεί όπου έχουν τις ρίζες τους τα πολιτικά ρεύματα, τόσο μακριά από εκεί όπου γράφεται ο κορμός της Ιστορίας τους, την Ευρώπη, εκφράζουν την αντίθεσή τους στο οικονομικό και πολιτικό μοντέλο των ΗΠΑ; Είναι η Ρόουζ και η Μίριαμ, οι Κόκκινες Βασίλισσες. Η Ρόουζ Τσίμερ, κομμουνίστρια και Εβραία, ζει και «βασιλεύει» στο Σανισάιντ Γκάρντενς, στο Κουίνς, και έχει στο σπίτι της σε λατρευτική θέση το πορτραίτο του Αβραάμ Λίνκολν. Δυναμική, εκρηκτική, βασίλισσα της υπερβολής, η Ρόουζ είναι αυτό που η οικογένειά της αγαπά να μισεί. Ο σύζυγός της Άλμπερτ, αριστοκράτης Γερμανοεβραίος, την εγκαταλείπει για να πάει να ζήσει στην Ανατολική Γερμανία. Η Μίριαμ, πάλι, παθιασμένη ακτιβίστρια, ήδη από τα δεκάξι της δραπετεύει από την επιρροή της μητέρας της, της Ρόουζ, γινόμενη μία άλλη Ρόουζ και η ίδια, και ενσωματώνεται στο ρεύμα που πλάθει το Γκρίνουιτς Βίλατζ. 

Μέσα από τη δική τους ιστορία, και το πλήθος των ανθρώπων που τις περιστοιχίζουν, ο Τζόναθαν Λέθεμ πατά σε ιστορικά γεγονότα και περιγράφει το προφίλ του ριζοσπαστισμού στη Νέα Υόρκη, από το 1930 ως τις μέρες μας, το κομμουνιστικό κίνημα, τον αγώνα για τα δικαιώματα των Αφροαμερικανών, τις κομμούνες της δεκαετίας του '70, το κίνημα Οccupy, αλλά και τη συνολική σύγχρονη ιστορία αυτής της τεράστιας χώρας.

Οι Κόκκινες Βασίλισσες, που ανήκουν στη χορεία των λίγων αλλά σημαντικών μυθιστορημάτων που προσπαθούν να εξαντλήσουν τις δυνατότητες της αμερικανικής αστικής τοπιογραφίας, είναι ένα πυκνογραμμένο βιβλίο με πληροφορίες σε κάθε αράδα, σε κάθε λέξη. Για το μπέιζμπολ και τις επαγγελματικές λίγκες του αθλήματος στις ΗΠΑ, για τον Μπομπ Ντίλαν, την κάντρι μπλουζ και τη φολκ μουσική, για τον κουακερισμό και για την εποχή του Υδροχόου. Για τη Ρόουζ και τη Μίριαμ, τους εραστές, τους συζύγους, τα παιδιά και τα εγγόνια τους. 

Πάρτε βαθιά ανάσα και βουτήξτε βαθιά. 

Οι απαιτητικές στην ανάγνωσή τους Κόκκινες Βασίλισσες του Τζόναθαν Λέθεμ κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Κέδρος σε πολύ καλή μετάφραση της Ελένης Ηλιοπούλου.

Κική Τσιλιγγερίδου

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

Μπέντζαμιν Μπλακ, «Η ξανθιά με τα μαύρα μάτια»



«Χριστός κι απόστολος, Φιλ, τι διάολο είναι αυτό;Άνοιξα τα χέρια μου σηκώνοντας τους ώμους. Από πού ν' άρχιζα;

Ο Τζον Μπάνβιλ (αυτός είναι βέβαια ο Μπέντζαμιν Μπλακ) έγραψε έναν Μάρλοου που θα τον υπέγραφε πέραν πάσης αμφιβολίας ο ίδιος ο Τσάντλερ, οπότε η Ξανθιά με τα μαύρα μάτια πλέον κατατάσσεται στη βιβλιογραφία αμφοτέρων.

Όλα όσα αγαπήσαμε (μάλλον: αγαπάμε, και αγαπάμε να τα διαβάζουμε και να τα ξαναδιαβάζουμε, να τα βιώνουμε ξανά και ξανά με απανωτές αναγνώσεις, να μας ανατριχιάζουν) είναι εδώ, ακόμη και παλιοί ήρωες — και ηρωίδες: η καυστική ειρωνεία, ο αυτοσαρκασμός, η παλιά Ολντσμομπίλ που ζεματάει από τον ήλιο γιατί πάντα είναι παρκαρισμένη στο λάθος μέρος, οι ολοζώντανοι —ακόμη κι όταν πεθαίνουν— δεύτεροι χαρακτήρες που ζουν σε μπαρ, ξεφυτρώνουν από ασανσέρ, περπατούν χωρίς προφανή προορισμό στο δρόμο, κόβουν εισιτήρια σε κινηματογράφους, βγάζουν μαχαίρι ή κάνουν ναρκωτικά, το Λος Άντζελες παραδομένο στην ψεύτικη, κινηματογραφική μοίρα του, οι σκληροί αστυνομικοί που γίνονται ακόμη σκληρότεροι όσο γερνούν, το νήμα που συνδέει μία σειρά ανθρώπους και καταστάσεις με χρυσά, ματωμένα δεσμά, η σφιχτή πλοκή που ξεδιπλώνεται τσιγάρο το τσιγάρο και γουλιά τη γουλιά, τα απανωτά τσιγάρα —όταν διαβάζεις Μάρλοου, το τσιγάρο σου αποκτά μεγαλύτερη αξία, το νιώθεις καλύτερα, όπως του πρέπει· κι αν δεν καπνίζεις, καταλαβαίνεις τι χάνεις— και τα απανωτά ποτά —μία ποικιλία ποτών, ο Μάρλοου δεν πίνει μόνο μπέρμπον—, και φυσικά οι γυναίκες, και η γυναίκα, που είναι όπως πάντα τα πάντα, και τίποτε.

Έχουμε να κάνουμε με ένα πανηγύρι της μελαγχολίας εδώ.

Παραθέτω λίγα τυχαία αποσπάσματα:

Το γραφείο υποδοχής ήταν επανδρωμένο, αν αυτή ήταν η σωστή λέξη, με μια μπριόζα μικροκαμωμένη μελαχρινή μ’ ένα εφαρμοστό μακρυμάνικο που δεν περνούσε απαρατήρητο. Άφησα μπροστά της την άδεια του ιδιωτικού αστυνομικού σαν ταχυδακτυλουργός που παρουσιάζει ένα τραπουλόχαρτο λίγο πριν το εξαφανίσει. Τις περισσότερες φορές, ούτε που κάθονται να την κοιτάξουν, θεωρώντας ότι είμαι από τα κεντρικά της αστυνομίας, πράγμα που προσωπικά δεν με πειράζει. Μου είπε ότι θα έπαιρνε μια ώρα μέχρι να φέρουν το φάκελο του Νίκο Πίτερσον. Της είπα ότι σε μια ώρα θα πότιζα τους κάκτους μου. Μου χαμογέλασε αβέβαια, λέγοντας ότι θα φρόντιζε μήπως μπορούσε να επισπεύσει τη διαδικασία. Περπάτησα πάνω-κάτω στο διάδρομο για λίγο, κάπνισα ένα τσιγάρο, έπειτα στάθηκα στο παράθυρο με τα χέρια στις τσέπες παρατηρώντας την κίνηση στην οδό Μίσιον. Είναι συναρπαστική η ζωή του ιδιωτικού αστυνομικού. 

Έβγαλα την ασημένια ταμπακέρα μου με το μονόγραμμα. Ποτέ δεν είχα μάθει ποιανού το μονόγραμμα ήταν — αγόρασα την ταμπακέρα από ενεχυροδανειστήριο.

Μου άρεσε η ιδέα της υπαίθρου. Εννοώ ότι μου άρεσε η σκέψη ότι υπάρχει: τα δέντρα, το χορτάρι, τα πουλιά στους θάμνους, όλα αυτά. Μου άρεσε μάλιστα να την κοιτάζω καμιά φορά από τη λεωφόρο, ας πούμε, μέσα από το παρμπρίζ ενός αυτοκινήτου.
 

Μια κραυγή ακούστηκε από κάπου κοντά, αλλόκοσμα λεπτή και διαπεραστική. Κοίταξα καλά-καλά την Κλερ. «Παγόνι», είπε.  Φυσικά εννοείται ότι θα υπήρχε ένα παγόνι. «Τον φωνάζουμε Λιμπεράτσε». 

«Ο κύριος Κάνινγκ;» είπα. «Ποιος είναι αυτός;» «Α, δεν ξέρετε; Νόμιζα ότι τα είχατε μάθει όλα αυτά, ως ερευνητής. Ο Γουίλιαμ Κάνινγκ είναι ο ιδρυτής της λέσχης μας. Μάλιστα το όνομά του είναι Γουίλμπερφορς — οι γονείς του τον ονόμασαν έτσι από τον Γουίλιαμ Γουίλμπερφορς, τον σπουδαίο Άγγλο βουλευτή και ηγέτη του κινήματος για την κατάργηση της δουλείας». «Ναι», είπα, με όσο πιο αδιάφορο ύφος μπόρεσα να επιστρατεύσω, «νομίζω ότι τον έχω ακουστά, σαφώς». «Είμαι σίγουρος». «Τον Γουίλιαμ Γουίλμπερφορς, εννοώ». 

[Έ]να τζάκι σχεδόν εξίσου απλόχωρο όσο το καθιστικό στο σπίτι μου στη λεωφόρο Γιούκα. Πάτησε ένα ηλεκτρικό κουδούνι δίπλα από το τζάκι —αλήθεια, ακριβώς όπως στο θέατρο—, ενώ εγώ βυθιζόμουν σε μια πολυθρόνα. Ήταν τόσο βαθιά, που τα γόνατά μου σχεδόν χτύπησαν στο σαγόνι μου. 

Παρατήρησα, όπως είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω στο παρελθόν, πόσο το μπαρούτι μύριζε σαν τηγανητό μπέικον. 

Ο βίαιος θάνατος αφήνει πάντα ασάφειες. Είναι κάτι που έχω προσέξει. 

Δεν υπάρχει τίποτα σαν τη γαλήνη μέσα σ’ ένα έρημο σπίτι. […] Δεν συνειδητοποιείς πόσο περιορισμένος είναι ο χώρος όπου μένεις μέχρι να μπει κάποιος άλλος μέσα. 

Δεν ήξερα πού πήγαινα [με το αυτοκίνητο] μέχρι που έφτασα εκεί. 

Δεν είχε κουνηθεί καθόλου, τουλάχιστον απ’ όσο είχα προσέξει, ωστόσο με κάποιον τρόπο το πρόσωπό της ήταν πιο κοντά στο δικό μου από πριν. Δεν απέμενε παρά να τη φιλήσω. 

Ήμουν ακόμα ερωτευμένος μαζί της, με έναν κάπως επώδυνο, μάταιο τρόπο. Τι βλάκας που ήμουν. 

Κάθισα ξανά, αν και έμοιαζε περισσότερο σαν να κατέρρευσα. Πάνω στο τραπέζι έστεκε άθικτο το ποτό της, με μια μοναχική ελιά βυθισμένη στο εσωτερικό του. Το τσακισμένο τσιγάρο της μες στο τασάκι είχε ένα λεκέ από κραγιόν. Κοίταξα το ποτήρι μου, μισοάδειο, μια τσαλακωμένη χαρτοπετσέτα, μια-δυο νιφάδες στάχτης πάνω στο τραπέζι, που θα έφευγαν μ’ ένα φύσημα. Αυτά τα πράγματα απομένουν τελικά· αυτά θυμόμαστε.

Από τις ΕκδόσειςΚαστανιώτη, σε μετάφραση Μαρίας Φακίνου. Για όλους τους φαν του Φίλιπ Μάρλοου και του νουάρ.

Κυριάκος Αθανασιάδης





Καζούο Ισιγκούρο, «Ο θαμμένος γίγαντας»


Ο Θαμμένος γίγαντας του Καζούο Ισιγκούρο (Εκδόσεις Ψυχογιός) είναι εκ πρώτης όψεως ένα σπαρακτικό βιβλίο για υποσχέσεις που δεν τηρούνται, για την ελπίδα σαν κυτταρικό συστατικό της ανθρώπινης ραθυμίας, για τις καθημερινές προδοσίες που συνθέτουν τη μεγάλη προδοσία τής —κοινωνικής— ύπαρξης, για τη χθόνια αβελτηρία του ανθρώπου. Ταυτόχρονα, είναι ένας προφανής απροσδόκητος θρίαμβος της από καιρού ταλαιπωρημένης fantasy λογοτεχνίας — όχι ένα homage στον Τόλκιν αλλά περισσότερο μια επιπολής αναφορά στον Μάλορι και στο Le Morte d’Arthur (στα ελληνικά από τον «Gutenberg»). Και λέω επιπολής επειδή ο Ισιγκούρο δεν ενδιαφέρεται να γράψει άλλο ένα ιπποτικό μυθιστόρημα, ή μια Sword and Sorcery περιπέτεια: επιλέγει το συγκεκριμένο πλαίσιο επειδή αναζητούσε έναν τόπο διαρκούς σφαγής και πόνου — ένα μεταπολεμικό «βομβαρδισμένο» τοπίο.

Κυρίως όμως είναι ένα λεκτικό παγόβουνο, με λίγες ορατές κορυφές και έναν πελώριο καλά κρυμμένο όγκο από κάτω τους: θα τον συναντήσεις αφότου έχεις τελειώσει με τη χαρτογράφηση αυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια — δεν ξέρεις αν είναι κούφιος ή γεμάτος θαυμαστά πράγματα, αλλά σίγουρα θα συναντήσεις τον εαυτό σου εκεί· όπως θα συναντήσεις και ένα μπουκέτο στοχασμών για την ίδια τη λογοτεχνία. (Το μυθιστόρημα διαβάζεται και σαν μια αλληγορία για την πάλη ενός δημιουργού με τη μυθοπλασία, και εξ αυτού κρίνεται και από τα πιο προσωπικά του Ισιγκούρο). Με θεατρική δομή και σκηνικούς διαλόγους υψηλής πνοής, σχεδόν γκροτέσκους και εν πολλοίς αναληθοφανείς, ακόμη και με θεατρική σκηνογραφία που τονίζει τις προφανείς σαιξπηρικές του καταβολές —οι σκιές των φυσικών ή τεχνητών σκηνικών, των βράχων, του μοναστηριού, των ερειπίων, των λειμώνων, του κρατήρα, των σπηλαίων, των αποθηκών, του προβλήτα, πέφτουν καταιγιστικές πάνω στους ηθοποιούς του δράματος και βαραίνουν αβάσταχτα τα πρόσωπα και τις πλάτες τους, αν και δεν τους στερούν την ανάγκη τους να μιλούν, και να μιλούν πολύ, με υπαινιγμούς και μισόλογα—, με τέσσερις κεντρικούς χαρακτήρες που παίζουν διαρκώς ένα παιχνίδι ποντικοπαγίδας, ακόμη και αν οι δύο από αυτούς δεν το γνωρίζουν πάντα, ή αν δεν θέλουν να θυμηθούν τους κανόνες του.

Ο Θαμμένος γίγαντας είναι ένα λογοτεχνικό παράδοξο που συζητείται πολύ, πρόλαβε ήδη να αποκτήσει εχθρούς και καλεί τους αναγνώστες του σε μις, εξόχως τιμητική, ιπποτική μονομαχία.

Δυο λόγια για την πλοκή: Ο Αξλ και η Μπέατρις, δύο Βρετανοί στη μετααρθουριανή εποχή (6ος με 7ο αιώνα μ.Χ.), σκεπασμένη με μια μαγική ομίχλη που στερεί από τους ανθρώπους τις αναμνήσεις τους ή, ακόμη χειρότερα, επιτρέπει σε θραύσματα μόνο από αυτές να τους επισκέπτονται, και γεμάτη δράκους και άλλα πλάσματα της μαγείας που πολεμούν με τους ανθρώπους, αποφασίζουν να φύγουν από το χωριό τους και να βρουν τον από χρόνια πολλά χαμένο τους γιο. Στο δρόμο τους, θα συναντήσουν και θα προσκολληθούν στον πάλαι ποτέ ιππότη της Στρογγυλής Τραπέζης σερ Γκάουεϊν, γέρο πια, μια ψηλόλιγνη σιδεροντυμένη φιγούρα που θυμίζει έντονα τον Δον Κιχώτη, ενώ σύντομα θα ταξιδέψει μαζί τους και ο νεαρός Σάξονας, και ανίκητος πολεμιστής, Γουίσταν, δυνάμει εχθρός των Βρετανών, παρά την επίπλαστη ειρήνη που σκεπάζει σαν ένα άλλο πέπλο φονικής ομίχλης τη χώρα: μια παραμυθένια και σκοτεινή χώρα, έρημη, φτωχή, ακαλλιέργητη, οργωμένη από θάνατο και μοναξιά. Ο καθένας τους έχει μια φανερή και μια μυστική αποστολή, και ένα παρελθόν καλά κρυμμένο από τους άλλους. Η αλήθεια χτίζεται αργά-αργά στο μυαλό του αναγνώστη, αν και τα ερωτήματα πληθαίνουν ολοένα.

Ένα δυστοπικό παραμύθι, και μια αλληγορία μαζί, κι ένας επιπλέον σταθμός στο λογοτεχνικό ταξίδι του ιδιαίτερου αυτού Βρετανού συγγραφέα με τις ιαπωνικές ρίζες, που αρνείται να υποταχθεί σε οποιαδήποτε αφηγηματική νόρμα.



Κυριάκος Αθανασιάδης

Χαβιέρ Μαρίας, «Ερωτοτροπίες»


«Η αλήθεια είναι πάντα ένα χάος», λέει η Μαρία Ντολθ, η αφηγήτρια των Ερωτοτροπιών (Εκδόσεις Πατάκη), ενός βιβλίου που ψάχνει μανιασμένα την αλήθεια (για ένα έγκλημα, για έναν έρωτα, ή για περισσότερους), ενός ασθματικού μα παράλληλα ψύχραιμου (πώς γίνεται αυτό; γίνεται) μυθιστορήματος που τραβά τις κλωστές ενός ουλαμού πελώριων και αντιφατικών ψεμάτων —όλων των απίθανων ψεμάτων που την καλύπτουν—, που σκάβει ανάμεσα στο καλοϋφασμένο τους δίχτυ (το δίχτυ μιας αράχνης γεννημένης από ψέματα, δόλο, πόθο: πολύ πόθο), και, άξαφνα, λογοτεχνία: πολλή, πολλή λογοτεχνία, λογοτεχνία κρυμμένη και ξεχασμένη μα αδιαλείπτως παρούσα, «ενσαρκωμένη» με τρόπους ιδιότροπους και ριψοκίνδυνους.

Οι Ερωτοτροπίες είναι ένα μάθημα ακριβής πεζογραφίας, δομημένο αριστοτεχνικά, που σε παίρνει από το χέρι και σε οδηγεί σε έναν λαβύρινθο χτισμένο από μία και μόνη ευθεία (κάτι, φυσικά, μας θυμίζει αυτό) που όμως μοιάζει με κυκλοτερή σπείρα με ολοένα και μικρότερη κυκλική διαδρομή: κάθε φορά, σε κάθε επαφή των κεντρικών ηρώων, κάτι αλλάζει θέση ανεπαισθήτως —και στη συνέχεια έντονα και άγρια— και όλο το αρχιτεκτόνημα αναδομείται, για να επαναδομηθεί εκ νέου στην επόμενη επαφή και στο επόμενο Κεφάλαιο, και στο επόμενο, και στο επόμενο, ενώ έχει ήδη ερευνηθεί και ανασκαλευτεί στις σκέψεις της συμπαθούς επιμελήτριας εκδόσεων Μαρίας Ντολθ, αυτής της άβουλης ηρωίδας και πρωταγωνίστριας, που εντέλει συνιστά την αρχετυπική Αναγνώστρια λογοτεχνίας.

Το βιβλίο όμως είναι κι άλλα. Είναι ταυτόχρονα ένα αστυνομικό μυθιστόρημα —γιατί εδώ υπάρχει σαφώς, είπαμε, ένα έγκλημα, ένα φρικτό έγκλημα με πολύ αίμα, αλλά και μία μηχανορραφία, και φυσικά ένας, ή ίσως περισσότεροι, δολοφόνοι—, και ένα απολύτως μοντέρνο, απολύτως σύγχρονό μας αισθηματικό μυθιστόρημα, και ένα μυθιστόρημα ακραίου πάθους και υψηλού πυρετού, και ένα μυθιστόρημα ιδεών, και ένα μυθιστόρημα συζήτησης γύρω από την κλασική μυθιστοριογραφία: και ένα μάθημα δημιουργικής ανάγνωσης. Και είναι, επίσης, ένα μυθιστορηματικός τόπος έξοχων παρατηρήσεων: δεκάδων, εκατοντάδων παρατηρήσεων, σημαντικών και καίριων, που ο Χαβιέρ Μαρίας τις επισημαίνει με μια διόλου παρηγορητική για έναν ομότεχνό του άνεση. Και είναι, ακόμη, το βιβλίο που λέει κάτι εξόχως σημαντικό και αληθές, υπονομευτικό σε πρώτη ανάγνωση αλλά όχι στη δεύτερη:

Ό,τι συμβαίνει […] στα μυθιστορήματα δεν έχει σημασία και λησμονιέται μόλις τα τελειώσει κανείς. Το ενδιαφέρον είναι οι δυνατότητες και οι ιδέες που μας ενσταλάζουν και μας μεταβιβάζουν μέσα από τις φανταστικές τους υποθέσεις: [Αυτές] μάς μένουν με μεγαλύτερη σαφήνεια απ’ ό,τι τα πραγματικά συμβάντα, και τις λαμβάνουμε πιο πολύ υπόψη.

Για να τελειώσω, δύο ακόμη παρατηρήσεις μόνο: πρόκειται, επίσης, για ένα βιβλίο γραμμένο με υποδόριο χιούμορ σπάνιας λεπτότητας, από την πρώτη ώς την τελευταία του λέξη (αν το διαβάσει κανείς έτσι, θα απολαύσει ένα άλλο βιβλίο), βιτριολικού πνεύματος καλά κρυμμένου πίσω από όλα του τα επιχειρήματα και τους ατέλειωτους αφορισμούς του· τέλος, στις Ερωτοτροπίες (ο τίτλος μάς κλείνει το μάτι, καθώς κανείς δεν ερωτοτροπεί άμεσα εδώ) παρουσιάζεται και μία σατιρική εκδοχή τού ίδιου τού Μαρίας, υπό την περσόνα τού Γαράυ Φοντίνα, οιονεί υποψηφίου για το Νομπέλ Λογοτεχνίας και αυτού, έξοχη και, ας μου επιτραπεί, αλησμόνητη, αν και (υποτίθεται) δευτερεύουσα.

Σπουδαία, πραγματικά, η μετάφραση της Χριστίνας Θεοδωροπούλου! Το βιβλίο συστήνεται χωρίς την παραμικρή επιφύλαξη.



Κυριάκος Αθανασιάδης

Φαίδων Ταμβακάκης, «Αναπαλαίωση»


Τα γραπτά του Ταμβακάκη, συναρμοσμένα, σαν ένα ξύλινο παλιομοδίτικο σκάφος, σαν ένα «αριστοκρατικό» σκαρί, συνιστούν ένα αργά διαστελλόμενο προσωπικό θαλασσινό σύμπαν που αγαπά και συνδιαλέγεται με το ταξίδι και με τις καλές ή κακές προθέσεις των μεγάλων ωκεανών. 

Η κομψή Αναπαλαίωση, η συνάντηση ενός αμήχανου και επαμφοτερίζοντος Οδυσσέα με την παλιά του (φυσικά προδομένη) αγάπη στη Σύρο, όπου καταπλέει εσπευσμένως μετά την αβαρία στο ιστιοπλοϊκό του, δίνει την ευκαιρία στον Φ.Τ. να μιλήσει ξανά για τις αγαπημένες του εμμονές, με τον τρόπο που ξέρει τόσο καλά, επιχειρώντας να αναπαλαιώσει όχι μόνο το θρυλικό «Τάι Μο Σον», στο τοπικό καρνάγιο, ή τη σχέση των δύο εραστών, σε μερικές έντονα ερωτικές σελίδες, αλλά και ένα λογοτεχνικό είδος που αγαπάμε ακόμη και όσοι δεν αντέχουμε ούτε το παραμικρό κύμα.

Η ωραία νουβέλα κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Εστία.


Κυριάκος Αθανασιάδης

Samuel Bjørk, «Παγωμένος άγγελος»




Αυτό εδώ είναι ένα από τα καλύτερα αστυνομικά που διάβασα εδώ και κάτι χρόνια, και όσοι ήδη αγαπούν το σκανδιναβικό μυθιστόρημα (που άλλωστε σχεδόν μονοπωλεί και το ενδιαφέρον τα τελευταία αρκετά χρόνια) θα το απολαύσουν: η Νορβηγία είναι μια χώρα προηγμένη πολύ αλλά ταυτόχρονα και μυστηριώδης και «εξωτική», παγωμένη και ανεμοδαρμένη, με πολλά σχεδόν ακατοίκητα νησάκια όπου μπορείς να πας απλώς για να χαθείς, με σκοτεινά υπεραιωνόβια δάση όπου στήνονται ύποπτοι οικισμοί αιρετικών χριστιανών, με απέραντες έρημες εκτάσεις που κρύβουν μυστικά. Και με πολύ σύγχρονους, πολύ οικείους ανθρώπους: ο επιθεωρητής Χόλγκερ Μουνκ και η καταθλιπτική ιδιοφυής υφισταμένη του Μία Κρούγκερ είναι δοσμένοι με απίστευτη ζωντάνια, γεμάτοι από πάνω ώς κάτω με όλα εκείνα τα ξεχωριστά αρνητικά χαρακτηριστικά —τα εντελώς ανθρώπινα και οικεία— που μας κάνουν να νιώθουμε έναν χάρτινο, επινοημένο ήρωα σαν δικό μας.

Το έγκλημα, ή μάλλον η σειρά των εγκλημάτων, είναι αποτρόπαια, οι επιμέρους ιστορίες, οι υποπλοκές, άκρως ενδιαφέρουσες, οι δεύτεροι χαρακτήρες εξίσου αληθοφανείς με τους πρωταγωνιστές (με πρώτο-πρώτο τον γκέι ιδιοκτήτη μπαρ, που είτε ντύνεται γυναικεία είτε σαν δανδής δεν ξεπέφτει ποτέ σε καρικατούρα), τα νήματα δένονται ένα-ένα στο τραχύ υφαντό σχηματίζοντας αβίαστα το μοτίβο του, τα ναρκωτικά, η σκληρότητα, η φτώχεια, η τρέλα, ο δογματισμός, τα μίντια πλέκονται αρμονικά, η λύση δεν έρχεται γραμμικά και είναι ευφάνταστη.

Το βιβλίο μεταφράστηκε έξοχα, απευθείας από τα νορβηγικά και κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Διόπτρα, που εκδίδουν πολύ προσεκτικά επιλεγμένα αστυνομικά. Αξίζει και με το παραπάνω να διαβαστεί. Άνετα, μάλιστα, παίρνει μία τιμητική θέση στον Κανόνα, όπως αυτός παρουσιάζεται στο άρθρο «Σκανδιναβική λογοτεχνία: βαθιά κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα» (http://booksjournal.gr/slideshow/item/594-σκανδιναβική-λογοτεχνία-βαθιά-κρυμμένα-μυστικά-και-ντοκουμέντα_).

Κυριάκος Αθανασιάδης

Blake Crouch, «Η πόλη»


Δεν υπάρχει ευκολότερο πράγμα στον κόσμο από το να κοιτάξει κανείς με μισό μάτι έναν μπεστελερίστα μυθιστοριογράφο ― ειδικά αν αυτός ο τελευταίος «ανήκει» σε κάποιο είδος. Εν πάση περιπτώσει, ελάχιστα πράγματα είναι πιο εύκολα ― όπως το να ζητήσεις ένα καθαρό πιρούνι από το γκαρσόνι επειδή σου ’πεσε το δικό σου, φέρ’ ειπείν. 
Τον Blake Crouch, λοιπόν, που γράφει crime, και δη με στοιχεία επιστημονικής Φαντασίας, Τρόμου και τα τοιαύτα (όλα αυτά τα Απαγορευμένα Υλικά), εύκολα τον βάζεις στην πάντα: είναι τριάντα πέντε χρονών όλο κι όλο, έχει ήδη εκδώσει κάπου 15 μυθιστορήματα και νουβέλες, έχει συμμετάσχει σε genre ανθολογίες, έχει συνεργαστεί με ομοτέχνους του (αυτό ακούγεται ολωσδιόλου αλλόκοτο στα ελληνικά), έχει λάβει ποικίλες διακρίσεις στο χώρο ― άρα πρέπει να μείνει εκτός λογοτεχνικού νυμφώνος.
Ναι, καλά.
Το πρώτο μέρος της Wayward Trilogy, η Πόλη («Pines», Εκδόσεις Διόπτρα, στο οποίο βασίζεται η σειρά τού Fox Wayward Pines, που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στις 14 Μαΐου, προβάλλεται και στην Ελλάδα και που η πρώτη της σεζόν τελειώνει την Πέμπτη 23 Ιουλίου, σε παραγωγή του M. Night Shyamalan και με πρωταγωνιστή τον Matt Dillon), είναι μια ασθματική κατάβαση σε μια Κόλαση με ολέθρια όμορφο πρόσωπο, γραμμένο μεν με προσωπικό στιλ, αλλά έχοντας όλα εκείνα τα στοιχεία που αγαπάμε και περιμένουμε από ένα, ας το πούμε, θρίλερ ― και κυρίως το ξετύλιγμα της ιστορίας, στρώση τη στρώση και σκιά τη σκιά, με τις κατάλληλες ανατροπές και turning points που δεν τα περιμένεις και ξεπερνούν τη σκέψη σου. O δεύτερος τόμος συνεχίζει την ιστορία της ειδυλλιακής, πλην απολεσθείσης, Κόλασης, παρέχοντας περισσότερες πληροφορίες, παρουσιάζοντας καινούριους ήρωες και ξεκλειδώνοντας κι άλλα μυστικά με τον γνωστό καταιγιστικό ρυθμό της, αλλά έχει ένα μειονέκτημα: κόβεται πάνω στο καλύτερο. Και θέλεις κι άλλο. Αν μη τι άλλο, παίζεται η επιβίωση της ανθρωπότητας εδώ — ή τέλος πάντων ό,τι απέμεινε από δαύτην. Για όσους αγαπούν τα συναρπαστικά θρίλερ Επιστημονικής Φαντασίας: μια εφιαλτική δυστοπία γεμάτη τέρατα, είτε γυμνά είτε κουστουμαρισμένα.
Ο Κράουτς σημειώνει πως δεν θα είχε εμπνευστεί αυτή την ιστορία, και ποτέ του δεν θα την είχε γράψει, αν δεν είχε δει μικρός το Twin Peaks τού Λιντς. Που το είδαμε όλοι μας. Αλλά που κανείς μας δεν έγραψε, ή δεν σκέφτηκε καν ότι θα μπορούσε ποτέ να γράψει, κάτι σαν τη Wayward Trilogy. Πράγμα όχι απαραίτητα κακό ― όχι απαραίτητα. Προφανώς. Αλλά ενδεικτικό τού ότι εμείς, εδώ, που έχουμε πλάσει τα μυαλά μας όπως τα πλάσαμε, και με τις πολύ ψηλές κορφές μόνο στα ιμπρεσιονιστικά όνειρά μας (κάναν Μάρκες, κάναν Κάφκα, κάναν Μπόρχες, κάναν Προυστ ― τέτοιους), θα ζούμε πάντα βουτηγμένοι στον πιο μίζερο επαρχιωτισμό. Ή, για να το πω αλλιώς: αν δεν γεννηθεί μια γενιά συγγραφέων μας που θα επιδοθεί σε μεγάλα ποσοστά σε «τέτοια» μυθιστορήματα, λογοτεχνικό Διαφωτισμό δεν θα περάσουμε. Κουβαλάμε τόση σοβαρότητα, που δεν την αντέχει η φτενή πλάτη μας. Έχουμε άμεση ανάγκη από πολλούς μικρούς, ταπεινούς, Έλληνες Στίβεν Κινγκ. (Μπας και αποκτήσουν ποιότητα και οι καθ' ημάς Μάρκες-Κάφκα-Μπόρχες-Προυστ ).
Κυριάκος Αθανασιάδης

Stephen King, «Αναβίωση»


Το να είσαι ο βασιλιάς της ποπ κουλτούρας δεν είναι εύκολο, και το να είσαι ο βασιλιάς της ποπ κουλτούρας επί τέσσερις δεκαετίες είναι ακόμη δυσκολότερο: δεν μπορείς να χάσεις, δεν γίνεται να επιτρέψεις στον εαυτό σου να μείνει πίσω, να ξεπεραστεί, ή έστω να ξεκουραστεί — κι αυτός ακριβώς είναι ο συντομότερος και ασφαλέστερος δρόμος για την καταστροφή, όχι μόνο για την εκθρόνισή σου. Όταν είσαι ο βασιλιάς της ποπ κουλτούρας είτε δεν μπορείς να το αντέξεις επί πολύ, οπότε και καταρρέεις, είτε είσαι ο Στίβεν Κινγκ. Και, όταν είσαι ο Στίβεν Κινγκ, απλώς δεν μπορεί να σε αγγίξει τίποτε, και σίγουρα όχι οι φωνές διαμαρτυρίας κάποιων: «Έι! αυτό δεν ήταν τόσο καλό — έι! σε τούτο εδώ πρέπει να βαριόταν, δεν το νομίζετε κι εσείς;» Γιατί είναι φωνές κούφιες και άνευ σημασίας. Και αστείες.

Η Αναβίωση (Εκδόσεις Bell) είναι ένα από τα βασικότερα μυθιστορήματα του Κινγκ (και από τα πιο ανατριχιαστικά), και μιλώ για το κόρπους του πλέον. Μπορεί μόλις να υπαινίχθηκα πως το έργο του είναι τόσο σημαντικό στο σύνολό του που είναι ανόητο να ξεχωρίζεις αρνητικά κάποια βιβλία —σαν να χαρακτηρίζεις μέτρια κάποια σχέδια με κάρβουνο του Πικάσο—, αλλά δεν ισχύει καθόλου το αντίθετο. Είμαι σίγουρος πως στο προσωπικό Top-10 πολλών από μας, αν όχι των περισσοτέρων, η Αναβίωση θα βρει σίγουρα μία θέση. Και είναι το βιβλίο εκείνο που, περισσότερο από πολλά άλλα, έχει τα φόντα να γεννήσει άλλη μια γενιά αναγνωστών της πρώιμης περιόδου του. Γιατί; Όχι βέβαια μόνο επειδή είναι μια ιστορία καλογραμμένη, λεπτοδουλεμένη, απλωμένη σε πέντ’-έξι δεκαετίες, με δεκάδες αξιομνημόνευτες φράσεις, από αυτές που ο δάσκαλος μας χαρίζει όλη μας τη ζωή με απλοχεριά, με χιούμορ, με ζωντάνια, με κριτική στην κρατούσα θρησκεία, με φαντασία συγκρατημένα αχαλίνωτη, με μια πλοκή σχεδόν αόρατη, που σιγά-σιγά, και ανεπαίσθητα, τυλίγεται γύρω από τους ήρωες και τους σφίγγει (και τους σφίγγει το λαιμό), με έναν κεντρικό χαρακτήρα φοβερής, σπάνιας δυναμικής, με ένα καταληκτήριο κρεσέντο τόσο έντονο, τόσο παθιασμένο και τόσο τρομακτικό όσο λίγα, καθώς τέτοια ή παρόμοια χαρακτηριστικά έχουν και άλλα του μυθιστορήματα· και, αν μη τι άλλο, όλα τους είναι καλά δουλεμένα και καλά, πολύ καλά κουρντισμένα, σαν λεπτεπίλεπτοι, ακριβοί ωρολογιακοί μηχανισμοί. Όχι γι’ αυτά. Αλλά —μολονότι, ξαναλέω, είναι όλα αυτά, και άλλα πολλά ακόμη— γιατί εδώ ο Κινγκ, τη στιγμή που λες ότι είναι πια καιρός να αλλάξει, και να κάνει ίσως άλλα πράγματα, τη στιγμή κατά την οποία πράγματι κάνει μία αδιανόητη στροφή με την τριλογία που ξεκίνησε με τον καταπληκτικό Κύριο Μερσέντες, που δεν τον έβαλε απλώς στη χορεία των συγγραφέων Αστυνομικών θρίλερ αλλά απευθείας στην κορυφή τους, εδώ, στην Αναβίωση, βάζει το κεφάλι κάτω (και βουτάει και το δικό μας από το σβέρκο), σφίγγει πεισματάρικα τα δόντια και ξαναγυρνά για μια τελευταία και αποστομωτική φορά σε όλο του το παρελθόν, κορφολογώντας ό,τι χρειάζεται για —θα έλεγες— να ξεμπερδέψει οριστικά μαζί του: με τον καλό ή με τον δύσκολο τρόπο. Και δεν παίρνει στοιχεία μόνο από το δικό του λογοτεχνικό παρελθόν, και μάλιστα πολλά, ούτε αποκλειστικά από την προσωπική του πορεία, από το βίο του: από την παιδική του ηλικία μέχρι την ομολογημένη εξάρτησή του από τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, ή από τη σχέση του με το ροκ, και τις ροκ μπάντες, μέχρι το πάθος του με τα αυτοκίνητα, για να αναφέρω μόνο δυο-τρία: παίρνει στοιχεία, και το κάνει φανερά, δεν το κρύβει, κάθε άλλο, από τα νεανικά του διαβάσματα, από τον τρόπο που τον σημάδεψαν (όπως σημάδεψαν για πάντα και μας, και μας πονάνε) και από το πώς ένιωθε όταν πρωτοταξίδεψε μαζί μ’ εκείνους τους συγγραφείς. Το κάνει να φαίνεται απλό, ιδίως όταν επαναλαμβάνει κάποιες κλασικές, στερεότυπες φράσεις του Λάβκραφτ (δεν εννοούσα μόνο αυτόν και τον Κύκλο του όταν είπα για νεανικά διαβάσματα, κυρίως είχα κατά νου τους μεγάλους Αμερικανούς, όπως τον Χόθορν και τον Μέλβιλ), αλλά δεν είναι. Είναι δύσκολο (και επικίνδυνο), και για λίγους.

Η Αναβίωση, για να μην τραβήξει σε μάκρος η παρούσα καταχώριση, είναι με δυο λόγια ο Μόμπι-Ντικ της Λογοτεχνίας Τρόμου, κοιταγμένος σε έναν σπασμένο παραμορφωτικό καθρέφτη.

Κυριάκος Αθανασιάδης

Ζοζέ Λουίς Πεϊσότο, «Βιβλίο»


O Ζοζέ Λουίς Πεϊσότο (José Luís Peixoto, 1974) έγραψε το «Βιβλίο» (που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Κέδρος) πριν τα τριάντα πέντε του, κι αυτό από μόνο του μοιάζει λογικά απίθανο, γιατί η γραφή του είναι ασύμμετρα πλούσια σε σχέση με την τρέχουσα μυθιστοριογραφία, «γεμάτη» και «πυκνή» σαν κρασί, και με επίγευση —για να συνεχίσουμε με όρους οινογνωσίας— έντονη και μακρά: μολονότι το στιλ του είναι μοντέρνο, γράφει με μια κλασική άνεση και απλοχεριά, φρέσκα και μεστά ταυτόχρονα. Πατώντας σε πολύ γερές πλάτες, βέβαια (ασκημένος αναγνώστης αλλά και με μεγάλη θεωρητική παιδεία), ομοτέχνων του.

Αυτό, η αφηγηματική δεινότητα και ο προσωπικός, ξεχωριστός τόνος του συγγραφέα, είναι το κύριο χαρακτηριστικό του βιβλίου, το πολλαπλό twist του έντονα βιβλιοφιλικού Δεύτερου Μέρους είναι το αμέσως επόμενο, και η διπλή εξιστόρηση —της επαρχιακής, φτωχικής, διόλου φολκλόρ Πορτογαλίας της δεκαετίας του ’50, και της μαζικής μετανάστευσης των Πορτογάλων στη Γαλλία που ετοιμάζεται πυρετωδώς για τον Μάη της— το τρίτο: μια εξιστόρηση γεμάτη αξέχαστα περιστατικά (το ταξίδι με το τρένο, η ταυρομαχία, το χτίσιμο ενός χωριάτικου σπιτιού, η σκόνη και τα φελλόδεντρα) και υπέροχους, ολοζώντανους χαρακτήρες. Και με μια ερωτική ιστορία, βέβαια, έξοχα επινοημένη, τραγική, κρυφή και ζωντανή επί δεκαετίες.

Η μετάφραση της Αθηνάς Ψαλλιά (που έχει μεταφέρει όλο τον Ζοζέ Σαραμάγκου στη γλώσσα μας) είναι αριστουργηματική. Έχει μεταγράψει υποδειγματικά το Βιβλίο στα ελληνικά, έτσι όπως στ’ αλήθεια πρέπει να μεταγράφονται τα μυθιστορήματα.

Το βιβλίο συστήνεται ανεπιφύλακτα.



Κυριάκος Αθανασιάδης

Μιχάλης Μητσός, «Οι ιστορίες θα μας σώσουν»




Ασκημένος, σαν άλλος Άργος του Τύπου, επί δεκαετίες —και σε πολύ υψηλό επίπεδο— στην αξιολόγηση των διεθνών ειδήσεων, μανιώδης συλλέκτης ποικίλων αποκομμάτων από εφημερίδες και περιοδικά, φανατικός αναγνώστης λογοτεχνίας και εξίσου φανατικός ακροατής (μουσικής· αλλά και των αφηγήσεων που περνούν από δίπλα μας), άνθρωπος του κόσμου, ταξιδεμένος και πολιτικά εναργής, ο Μιχάλης Μητσός επιχειρεί στο βιβλίο του Οι ιστορίες θα μας σώσουν. Ένα ημερολόγιο του 2014 (Εκδόσεις Πόλις) να καταγράψει όσα συνέβησαν σε έναν άνθρωπο τη χρονιά που μας πέρασε, αλλά με τα μάτια στην τρέχουσα· και στην επόμενη. Το κάνει, δε, με έναν απολύτως ξεχωριστό τρόπο, που του επιτρέπει να υπερβεί, αν μη τι άλλο, τον υπότιτλο του βιβλίου, να αναδείξει δημιουργικά τον κυρίως τίτλο, και να αποδείξει πολλά (πρωτίστως: ότι η επικαιρότητα είναι, ή μπορεί να αποβεί, λογοτεχνικό είδος που διαβάζεται με απόλαυση και αμείωτο ενδιαφέρον), εκ των οποίων σταχυολογώ μόνο δύο, καθώς τα θεωρώ πολύ σημαντικά:

(1) Σαν διαφορετικοί καρποί σε ένα υγρό τροπικό δάσος, άλλοι μικροί και ζουμεροί, άλλοι μεγάλοι και ινώδεις, άλλοι με ελκυστικά χρώματα κι άλλοι στραβοχυμένοι, οι πάντες έχουν σημασία, με όλους πρέπει να καταγίνεται κανείς, τίποτε δεν πρέπει να γλιστρά από το μάτι του διανοουμένου, του ανθρώπου που καταπιάνεται με τον εαυτό του, του πολίτη που ενδιαφέρεται, και που διαβάζει, και που επιδιώκει να συζητά, και που ζει εντός της κοινωνίας, δηλαδή ενεργητικά, με τρόπο, ας μου επιτραπεί, «δυτικό»: και οι αυριανοί κλασικοί συγγραφείς, και οι ποπ συνθέτες, και ο σοφός φούρναρης, και ο γέρος δύστροπος πολυμεταφρασμένος φιλόσοφος, και ο μέγας πολιτικός στοχαστής, και ο personal trainer στο γυμναστήριο — και ο «New Yorker», και η «Αυγή», και το Facebook, και οι μείζονες ποιητές, και ο Χατζιδάκις, και ο Κοέν, και τα λαϊκά, και οι ΗΠΑ, και η γειτονιά, και οι έρωτες, και το πένθος, και όλα εκείνα που έτυχε και μας σημάδεψαν όταν σημαδευόμασταν εύκολα: στα πρώτα μας χρόνια, παλιά, τότε που περίσσευε χώρος πάνω στο δέρμα μας για τέτοιες σφραγίδες.

(2) Το προσωπικό βίωμα, η σήτα που φέρει το όνομά μας και που διηθίζει τον λασπώδη ποταμό της επικαιρότητας, είναι πράγματα πολύ περισσότερο οικουμενικά από όσο θα θεωρούσε κανείς σε μια πρώτη σκέψη. Και πολύ περισσότερο «ιστορικά» ή ιστοριογραφικά: τα γεγονότα, τα πρόσωπα, οι κινήσεις, τα νεύματα, οι μνήμες που δεν αφήνει να χαθούν, εδώ, ο Μ. (τα περισσότερα διέλαθαν την προσοχή μας) έχουν πολλαπλάσια σημασία από τα λογής «Σαν Σήμερα» του Τύπου. Η Ιστορία έχει πολλά μάτια, πολλά αυτιά, και πολλές γραφίδες — ή θα έπρεπε να έχει. Γίνεται, αν θέλει κανείς, και ένα παιχνίδι με βάση τις σελίδες του βιβλίου: κανείς μπορεί να θυμηθεί, να ανακαλέσει, τι είχε ο ίδιος αποκομίσει εκείνη την ημέρα ή εκείνο το μήνα, ή να ξαναδεί το παρελθόν επί τη βάσει όσων του θυμίζει ο συγγραφέας. Δεν θα είναι πολλές αυτές οι ευκαιρίες, γιατί και ο ίδιος ο Μ. παίζει αυτό το παιχνίδι, και το παίζει καλά: αφήνει τα μεγάλα κύματα να γλιστρούν επάνω του για να κοιτάξει μέσα τους — πιο βαθιά.

Είναι ένας κουμπαράς γνώσεων και αισθημάτων αυτό το βιβλίο· γεμάτο ιστορίες, και ιστορίες μάλιστα ακριβές — και «ακριβείς». Η Ιστορία όπως θα μπορούσε να είναι: προσωπική, όχι ιδωμένη από την κλειδαρότρυπα αλλά από το φεγγίτη του δώματος. Όπως άλλωστε μας τονίζει, δανειζόμενος —από σεμνότητα— τα λόγια κάποιου από τους πολλούς άλλους που παρελαύνουν εδώ, «Στην τελική ευθεία δεν μετράει η αλήθεια, αλλά το αν η ιστορία σου είναι μια ωραία ιστορία. Και πρέπει να είναι τόσο ακριβής, ώστε να μπορούσε να είναι αληθινή».

Κυριάκος Αθανασιάδης

Κώστας Κατσουλάρης, «Νυχτερινό Ρεύμα»


Οι τέσσερις ιστορίες της συλλογής διηγημάτων του Κώστα Κατσουλάρη Νυχτερινό ρεύμα (Μάρτιος 2015, Εκδόσεις Πόλις), σαν ζωντανεμένες Polaroid φωτογραφίες της σημερινής Αθήνας, μοιάζουν πολύ μεταξύ τους, αν και το περιεχόμενο της κάθε αφήγησης είναι εντελώς διαφορετικό από των υπολοίπων. Οι ήρωές τους είναι οικείοι, είναι συντετριμμένοι, πίνουν και ζητούν να τους ξαναγεμίσουν τα ποτήρια τους, κοιμούνται σε καναπέδες, σε αυτοκίνητα και στους πάγκους των μπαρ, φέρουν αυτά που θα ονομάζαμε «αποτυπώματα της Κρίσης» επάνω τους διαρκώς, ο χώρος, σκοτεινός, γκριζωπός, αναδίδει μονίμως κάπνα από καμένο πλαστικό, οι περαστικοί ίσως συνωμοτούν, οι οδοί είναι όλες γνωστές, χιλιοπερπατημένες, οι εκφράσεις των χαρακτήρων είναι εκφράσεις μας. Ωστόσο, τα διηγήματα δεν συναποτελούν ένα «χρονικό της Κρίσης», ούτε τους ένοιαξε να έχουν μια τέτοια «φιλοδοξία», τίποτε τέτοιο: δεν μιλούν πολιτικά (ακόμη κι όταν το κάνουν, το κάνουν επίτηδες σε ένα πρώτο επίπεδο), συνδιαλέγονται και τα βάζουν με πολύ πιο προσωπικά, πολύ πιο ανθρώπινα και πολύ πιο παλιά τραύματα. Η σκοτεινή πόλη δεν σκοτείνιασε τώρα, λένε: πάντα έτσι ήταν. Ή πάντα έτσι τη βλέπαμε, περιμένοντας να χαμηλώσουν κι άλλο τα φώτα της.

Ο «Άβερελ» βρίσκεται πιο κοντά σε μένα, εξ ου και μου άρεσε περισσότερο, καθώς τυχαίνει και γνωρίζω κάπως το χώρο που περιγράφει εδώ —τα Εξάρχεια και τα στέκια των αντιεξουσιαστών— ο κεντρικός του ήρωας, ένας υπάλληλος της Αντιτρομοκρατικής που έχει διεισδύσει στις τάξεις τους για να συλλέξει πληροφορίες και για να προλάβει (ή να μην προλάβει) ένα μεγάλο χτύπημα από κάποιον δυνάμει (ή κατά φαντασίαν) τρομοκράτη. Η ιχνογράφηση του χαφιέ είναι διεισδυτική και περίτεχνη. Το ίδιο και η καταβύθισή του σε κάτι σκοτεινό, νυχτερινό, κολλώδες, και «αντιεξουσιαστικό», σαν των ανθρώπων που παρακολουθεί, κάτι που ο ίδιος περιγράφει με μια σπουδαία ατάκα: «Η κλίση μας είναι κοινή, όλα τ’ άλλα είναι απλώς προκαταλήψεις, ιδέες». Τελικά, πάντως, όπως θα ανακαλύψουμε, μέσα στον πυρήνα κάθε ιστορίας, ακόμη και αυτής, κρύβεται μια άλλη, μια ιστορία έρωτα και προδοσίας.

Με το δεύτερο διήγημα της συλλογής, μια λογοτεχνική άσκηση με τον τίτλο «Θα το κρατήσω», έχουμε τη δυνατότητα να ρίξουμε μια ματιά σε ένα συγγραφικό εργαστήρι, καθώς από την αρχή μαθαίνουμε πως η ιστορία που θα διαβάσουμε δεν είναι παρά οι σημειώσεις της αφηγήτριας για ένα διήγημα που προτίθεται να γράψει στο μέλλον: οι σημειώσεις μιας νεαρής φερέλπιδος συγγραφέως που αναζητεί «πραγματικές» ιστορίες από το στόμα ένσαρκων ηρώων. Φυσικά, ο πραγματικός συγγραφέας εδώ αποδεικνύεται ο συνομιλητής της — η ίδια είναι εμείς, οι αναγνώστες, και η αγωνία της για τη συνέχεια καθαρά «αναγνωστική». Η δε ιστορία (και) εδώ αφορά ένα ερωτικό τρίγωνο, παράδοξο και απροσδόκητο, που πρέπει να ειπωθεί αργά-αργά και με τον κατάλληλο τόνο, από τον αφηγητή της. Όπως όλες οι ιστορίες.

Το ίδιο θα συμβεί και στο τρίτο διήγημα («Νεκρός σκύλος τα μεσάνυχτα»), κι εδώ μάλιστα ο αφηγητής θα το πει φάτσα-φόρα: «Κάθε ιστορία αποκαλύπτει το νόημά της μόνο αν τη διηγηθείς με μια συγκεκριμένη σειρά». Ο ίδιος βέβαια θα πει επίσης και τούτο: «Η πίστη μου στις λέξεις παρέμενε μειωμένη» — αλλά δεν έχει σημασία: πρόκειται για το πιο γλωσσικά άρτιο διήγημα από τα τέσσερα, είναι θα ’λεγες σμιλεμένο, λεπτοδουλεμένο, με τις λέξεις προσεκτικά επιλεγμένες για να αποκαλύπτουν σιγά-σιγά όσα πρέπει να αποκαλυφθούν: αλλά ποτέ όλα — οι ιστορίες είναι κομματιασμένες, όπως καθετί γύρω μας, είναι αδύνατον να τελειώσουν, να τελεσφορήσουν ή και να επεκταθούν περισσότερο. Ο «Σκύλος» είναι ένα «οικολογικό» διήγημα, που καταφέρνει να συνδέσει την καταστροφή της Αττικής από τη μεγάλη πυρκαγιά στην Πάρνηθα με τον εμπρησμό του ομόηχου κινηματογράφου «Αττικόν». Ξεχωρίζω αυτή τη σκέψη: «Το βουνό απλωνόταν γύρω μου, απρόσιτο, σκοτεινό. Ο κόσμος του παρελθόντος, σκέφτηκα. Ο κόσμος του ζώου. Όλες οι βαθιές συγκινήσεις πηγάζουν από αυτόν, αλλά οι περισσότεροι δεν θα διστάζαμε να τις θυσιάσουμε, προκειμένου να τον ξεριζώσουμε από μέσα μας».

Το διήγημα που χαρίζει τον τίτλο του στη συλλογή κλείνοντάς τη, «Νυχτερινό ρεύμα», είναι το πιο σκοτεινό από τα τέσσερα, και αυτό που κομίζει τις λιγότερες ελπίδες — αλλά κι αυτό που κρύβει το πιο μεγάλο (οικογενειακό, δηλαδή καθολικό) μυστικό. Σχεδόν χαίρεσαι που είναι και το μικρότερο σε έκταση, γιατί κουβαλά ένα ζόφο κάπως αβάσταχτο.

Συνολικά, έχουμε να κάνουμε με ένα βιβλίο που κουβαλά πολλή δουλειά, και που θα διαβαστεί και θα εκτιμηθεί πολύ.

ΥΓ. Ο Νίκος Γκιώνης εκδίδει, αν μετρώ καλά, τόσες συλλογές διηγημάτων όσο όλοι οι υπόλοιποι Έλληνες εκδότες μαζί. Για πολλούς λόγους, καλά κάνει.

Νίκος Καχτίτσης, «Ο εξώστης»


Δυόμισι χρόνια μετά τη σπουδαία Νέα Έκδοση του Εξώστη από τις Εκδόσεις Κίχλη Kichli Publishing, αξιώθηκα κι εγώ να την κρατήσω στα χέρια μου. Και τρεις ολόκληρες δεκαετίες μετά την πρώτη φορά που έπεσε πάνω μου και με παρέσυρε (από τη «Στιγμή» τότε: όσο θυμάμαι εκείνη τη μακρά περίοδο διανοητικής ευδαιμονίας, τρελαίνομαι), αυτό το Γοτθικό-ποεδικό αφήγημα, που το 'χω έτσι ψηλά, όσο ελάχιστα άλλα της Γραμματείας μας: ποιος να ξέρει πόσο με διαμόρφωσαν τούτες εδώ οι τόσο λίγες στραβοκεντημένες σελίδες. Αυτόν τον συγγραφέα του Αλλόκοτου, αυτόν τον συγγραφέα (τι άλλο;) του χαμού, τον Καχτίτση, όπως και το λύκο, δεν είναι να τον κοιτάς στα μάτια, αλλά λοξά, κάπου πάνω από το κεφάλι του.

Το Επίμετρο, αλλά και η όλη έκδοση (Giota Kritseli, Βίκτωρ Καμχής), είναι πλούσια υποδειγματικά. 


Κυριάκος Αθανασιάδης

James Sallis, «Στη Λίμνη»




Δεν είχα ξαναδιαβάσει Σάλις, ούτε το Drive (ναι, το γνωστό, που έγινε ταινία), ούτε καν κάποιο αστυνομικό μυθιστόρημα από την επιτυχημένη σειρά του που διαδραματίζεται στη Νέα Ορλεάνη με ήρωα τον ντετέκτιβ Lew Griffin.

Η πρώτη μου γνωριμία με τον συγγραφέα έγινε τώρα, με το αστυνομικό μυθιστόρημα Στη Λίμνη και ήταν μια βουτιά στη ζεστή αγκαλιά του southern νουάρ. O Τζων Τέρνερ είναι μια φιγούρα που όμοιές της έχουμε συναντήσει συχνά σε αμερικανικές ταινίες με πλοκή που διαδραματίζεται στις νότιες πολιτείες, και σε βιβλία. Διανύει την έκτη δεκαετία της ζωής του, είναι πρώην ντετέκτιβ, πρώην κατάδικος και πρώην ψυχοθεραπευτής. Βαρύς, λιγομίλητος, ένας άντρας που το βάρος των εμπειριών του και της προσωπικής του ιστορίας αποτυπώνεται στο πρόσωπο και στη συμπεριφορά του. Αποφασίζει να κάνει μια στροφή στη ζωή του και να απομονωθεί σε ένα μοναχικό σπίτι στην όχθη μας λίμνης που περιβάλλεται από κυπαρίσσια, σε ένα ξεχασμένο χωριό έξω από το Μέμφις. Ώσπου στο χωριό αυτό, όπου τίποτα δε μένει κρυφό, ανακαλύπτεται το πτώμα ενός άγνωστου άντρα, δολοφονημένου τελετουργικά, με την αλληλογραφία του δημάρχου στην τσέπη του. Ο σερίφης της περιοχής ζητά από τον μοναχικό ξένο να τον βοηθήσει στην επίλυση της υπόθεσης, και κάπως έτσι αρχίζουν όλα.

Αυτό που σε αιχμαλωτίζει στη Λίμνη δεν είναι πρωτίστως το μυστήριο στην πλοκή. Η ιστορία που αφηγείται ο συγγραφέας δεν έχει ανατροπές ούτε καταιγιστική δράση, ούτε καν ένα λυτρωτικό τέλος. Στην πραγματικότητα, έχουμε να κάνουμε με μια χαυνωτικά απολαυστική ιστορία που μας συστήνει τον Τζων Τέρνερ, αφηγούμενη την πολυτάραχη ζωή του: ως στρατιώτη στο Βιετνάμ, ως ντετέκτιβ, ως κρατούμενου στις φυλακές, ως ψυχοθεραπευτή:

...όλοι μέσα τους ήταν πικραμένοι, βασανίζονταν, υπέφεραν  μια χορωδία από Κουασιμόδους. Αν οι πληγές που τους ταλαιπωρούσαν ήταν αληθινές ή όχι, δεν είχε, σε τελική ανάλυση, καμία σημασία. Μόνο η πίστη τους σ' εκείνες τις πληγές μετρούσε γι' αυτούς. Καμιά φορά μπορεί να έφερνα το παράδειγμα του τζαζ κιθαρίστα, πώς δηλαδή πιστεύουμε, ακούγοντας έναν καλό κιθαρίστα, ότι ξέρει κάτι που εμάς μας διαφεύγει, ότι καταλαβαίνει πώς συνδέονταν όλα, ενώ δεν είναι έτσι, το μόνο που συμβαίνει είναι ότι ο άνθρωπος αυτός έχει αξιοποιήσει στο έπακρο τη μοναδική, μικρή, εξαιρετική του δεξιότητα, κι αυτό είναι όλο.

Κατά την έρευνά του για την εξιχνίαση της δολοφονίας ο Τέρνερ, θα μπει σε σκοτεινά μπαρ με λάιβ κάντρι και μπλουζ μουσική, θα γνωρίσει μια νέα γυναίκα, δικηγόρο, που παίζει μπάντζο, και θα πιουν μπέρμπον στη βεράντα του σπιτιού της, θα επισκεφτεί στο σπίτι του έναν καθηγητή κολεγίου με μεγάλη έρευνα (και κόλλημα) για τις καλτ μικρού προϋπολογισμού ταινίες τρόμου που σκηνοθέτησε ένας μυστηριώδης τύπος (άραγε πώς συνδέονται οι ταινίες του με τη δολοφονία και ποιος είναι τέλος πάντων αυτός ο άνθρωπος;) και πολλά άλλα, εξόχως ενδιαφέροντα.

Η Λίμνη είναι ένα έξοχο και ιδιαίτερο βιβλίο, στην αφήγηση του οποίου αφήνεσαι να βουλιάξεις αναπαυτικά. Μπορείς να το φανταστείς και σαν ένα σκοτεινό κόμιξ, τύπου Sin City, με αφηγητή τον Τζων Τέρνερ, να μιλά με τη βαριά φωνή του, σε πρώτο πρόσωπο.

Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις. Και αναμένω ήδη με προσμονή τα άλλα δύο βιβλία της τριλογίας.

Κική Τσιλιγγερίδου

Sarah Waters, «Οι ενοικιαστές»


Η Sarah Waters είναι Βρετανή λεσβία, κι αν δεν γνωρίζεις καμιά από αυτές τις ιδιότητές της όταν πιάνεις στα χέρια σου τους Ενοικιαστές, όταν το βιβλίο τελειώνει τα ξέρεις. Άλλωστε η Waters έχει χαρακτηριστεί ως σπουδαία συγγραφέας του «αποκλίνοντος ερωτισμού» (αν και ο όρος «αποκλίνων» δεν με βρίσκει σύμφωνη) και η ίδια συμμετέχει ενεργά ακτιβιστικά σε δράσεις και φόρα ενάντια στις διακρίσεις.

Οι Ενοικιαστές, το τελευταίο της μυθιστόρημα που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Λιβάνη, απευθύνεται κυρίως σε γυναικείο κοινό, και έχει όντως κάποια χαρακτηριστικό που συναντάμε σε αυτά τα βιβλία: μια ερωτική ιστορία στον πυρήνα του και περιγραφικές ερωτικές σκηνές. Εκτός από αυτά όμως, το βιβλίο θίγει έξοχα, ανάμεσα σε άλλα, το συντηρητισμό της αγγλικής κοινωνίας κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, την προσπάθεια των γυναικών να διεκδικήσουν τη θέση τους στην αγορά εργασίας, και τις κοινωνικές διακρίσεις εις βάρος όσων γυναικών επέλεγαν τον μη συμβατικό δρόμο της εργένικης ζωής.

Η Φράνσις Ρέι, μια γυναίκα 26 ετών, ζει με τη μητέρα της σε μια αριστοκρατική συνοικία του Λονδίνου. Τα δυο αδέλφια της σκοτώθηκαν στον Μεγάλο Πόλεμο και ο πατέρας της πέθανε λίγο καιρό μετά, αφήνοντας στις δύο γυναίκες το σπίτι -- και πολλά χρέη. Στην προσπάθειά τους να σώσουν το σπίτι από την κατάσχεση, μητέρα και κόρη αποφασίζουν να νοικιάσουν ένα τμήμα του, κατά τη συνήθεια της εποχής. Ως ενοικιαστές, επιλέγουν ένα νεαρό ζευγάρι, τους Μπάρμπερ.

Η σκέψη ότι όλα αυτά τα πράγματα θα έμπαιναν στο σπίτι της --ότι αυτό το αντρόγυνο, που δεν ήταν ακριβώς το αντρόγυνο που θυμόταν αλλά σαφώς νεότερο και πιο χυδαίο, θα τα μετέφερε και θα τα τακτοποιούσε και θα έστηνε το δικό του χυδαίο σπιτικό ανάμεσά τους--, η σκέψη και μόνο τής προκάλεσε ένα κύμα πανικού. Τι στο καλό είχε κάνει; Ένιωθε σαν να είχε ανοίξει το σπίτι της σε κλέφτες και επιδρομείς. Αλλά δεν υπήρχε εναλλακτική λύση αν ήθελε να συνεχίσει να υπάρχει το σπίτι.

Το ζευγάρι ωστόσο φέρνει μαζί του τη ζωντάνια του, αλλά και γέλιο, και χρώμα και μουσική. Η Φράνσις και η η Λίλιαν Μπάρμπερ συνδέονται με μια ισχυρή φιλία. Μια βραδιά με πολύ αλκοόλ, μια ερωτική ιστορία και μια έκτρωση (που το 1922 στην Αγγλία ήταν μια εξαιρετικά επικίνδυνη υπόθεση για τις γυναίκες) διαταράσσουν τις ισορροπίες, και μυστικά που αποκαλύπτονται κλονίζουν τις σχέσεις που έχουν δημιουργηθεί. Και τα πάντα κλονίζονται δραματικά όταν γίνεται ένας φόνος...

Το βιβλίο της Waters σε κρατά με τη δυνατή πλοκή του, που σε καμία περίπτωση δεν περιορίζεται στην ερωτική ιστορία: περιγράφει γλαφυρά τον τρόπο ζωής και τις δυσκολίες στο μεταπολεμικό Λονδίνο, έχει ισχυρούς, ρεαλιστικούς χαρακτήρες, πολλές ανατροπές και συνεχείς εκπλήξεις. Καλογραμμένο και χορταστικό (με περισσότερες από 700 σελίδες), το συστήνω ανεπιφύλακτα!



Κική Τσιλιγγερίδου

Elif Shafak, «Περηφάνια»


Η Ρόδινη Μοίρα (Πεμπέ Καντέρ) και η Αρκετή Ομορφιά (Τζαμίλα Γετέρ) γεννιούνται σε ένα μικρό χωριό του Κουρδιστάν με ελάχιστα λεπτά διαφορά και μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό. Αντικριστές σταγόνες: η μια έχει το λακκάκι στο δεξί μάγουλο όταν χαμογελάει, η άλλο στο αριστερό, η μία είναι δεξιόχειρας, η άλλη αριστερόχειρας, της μιας η καρδιά χτυπά στη δεξιά πλευρά του στήθους της, της άλλης αριστερά. Η απόφαση ενός νεαρού άντρα να μην παντρευτεί τη δίδυμη που ερωτεύτηκε αλλά την άλλη, θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι το σημείο εκκίνησης της τραγωδίας που θα βρει την οικογένεια.

Η Περηφάνια της Elif Şafak / Elif Shafak περιγράφει τη ζωή των ανθρώπων στο Κουρδιστάν στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, την επιθυμία για μετανάστευση στον δυτικό κόσμο και τη δυσκολία προσαρμογής μιας παραδοσιακής ισλαμικής οικογένειας στην κοινωνία του Λονδίνου. Περιγράφει την κρυμμένη πίσω από την ευγένεια και τους καλούς τρόπους επιφυλακτικότητα των Άγγλων απέναντι στους μετανάστες και, κάπως πιο σπάνια, έναν επιμελώς καλυμμένο ρατσισμό. Περιγράφει επίσης την καταπίεση που υφίστανται οι γυναίκες του Ισλάμ, καθώς όλες τους οφείλουν να κρατούν αλώβητη την τιμή, τη δική τους και της οικογένειάς τους, στον τόπο τους και στην ξενιτιά (Honour είναι ο τίτλος του πρωτότυπου).

Τι γίνεται όταν ο σύζυγος μιας μετανάστριας από την Τουρκία την εγκαταλείπει για τα μάτια μιας άλλης γυναίκας; Πώς αντιδρούν η οικογένεια και ο περίγυρός της όταν εκείνη ξαναφτιάχνει δειλά-δειλά τη ζωή της; Ποιο βαρύ μυστικό κρύβεται πίσω από τη δολοφονία μιας μητέρας από τον πρωτότοκο γιο της, και τι ρόλο παίζει ένα «καταραμένο» διαμάντι;

Η Περηφάνια καταδεικνύει πόσο δύσκολο είναι οι ανθρώπινες αδυναμίες να δαμαστούν από παραδόσεις και θρησκευτικές πεποιθήσεις και πόσο ο χαρακτήρας μας ορίζει τη συμπεριφορά μας και τις επιλογές μας. Είναι ένα υπέροχο βιβλίο.

Η Ελίφ Σαφάκ, μια από τις σημαντικότερες σύγχρονες συγγραφείς της Τουρκίας, έχει κατηγορηθεί από τον φιλοκυβερνητικό τουρκικό Τύπο μαζί με τον νομπελίστα Ορχάν Παμούκ ότι ελέγχονται από ένα «διεθνές λογοτεχνικό λόμπι» που έχει βάλει την τουρκική κυβέρνηση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο στόχαστρό του. Η ίδια, κόρη διπλωματών, έχει ζήσει στην Ισπανία, στη Νέα Υόρκη και στην Κωνσταντινούπολη και έχει βραβευτεί με σημαντικά βραβεία για το συγγραφικό της έργο.

Η Περηφάνια κυκλοφορεί από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ. Αναζητήστε την.


Κική Τσιλιγγερίδου