Παρασκευή 17 Ιουλίου 2015

Κρίστοφερ Ίσεργουντ, «Ο κύριος Νόρις αλλάζει τρένα»


Ο Ίσεργουντ είναι ένας αδηφάγος παρατηρητής. Ιστορικών στιγμών, έξαψης, χειρονομιών, δύσκολα κρυμμένου πάθους, μικρών πραγμάτων που συνήθως, προσπαθώντας να κοιτάμε σταθερά το ευρύ πεδίο, τη γενική αφήγηση, δεν τους δίνουμε σημασία. Αποσπά κινήσεις, μισοειπωμένα λόγια, βλέμματα και αναπνοές, με μια άνεση σχεδόν σοκαριστική. Και, ενώ το κάνει, ενώ εναποθέτει στον καμβά του όλες αυτές τις ήσσονος σημασίας λεπτομέρειες, βλέπει ξαφνικά κανείς πως το σύνολό τους παρουσιάζει πλέον κάτι μεγάλο, τρομερό και αδρά περιγραμμένο, σαν από σίδερο. Κι όμως, το γράψιμό του, η ματιά του, είναι απαλά παστέλ, ακουμπά με την άκρη της πένας το χαρτί, τα λόγια του σχεδόν θυμίζουν έναν ρεαλιστικό λογοτεχνικό πουαντιγισμό. Και πάλι, δεν μένει εκεί: οι ήρωές του, που μιλούν ή αποφεύγουν να μιλήσουν επί της ουσίας, που διακόπτουν τις φράσεις και τις σκέψεις τους για να σκουπίσουν τον ιδρώτα τους ή για να βάλουν ένα ακόμη ποτό —σαν ένα κοινό που παρακολουθεί ένα ιστορικό δράμα στο θέατρο—, κάποιες στιγμές σπάνε, ομολογούν, φωνάζουν δυνατά, τρέχουν, κλείνουν πόρτες και χάνονται μέσα στη νύχτα σαν κυνηγημένοι (είναι κυνηγημένοι), ξέροντας πως το κερί τους, αυτή η φλόγα που τους κρατά στη ζωή και στο προσκήνιο, όπου να ’ναι θα σβήσει από ένα έξαλλο, ένα μοχθηρό φύσημα.

Αυτό, η οξεία παρατηρητικότητα του Ίσεργουντ, είναι το κυριότερο στοιχείο της γραφής του: μελετά την ιστορία με το βλέμμα, με μια γλυκιά οξύτητα που σε καθηλώνει. Και γράφει ένα πολιτικό θρίλερ που σε ανατριχιάζει ακόμη και όταν μιλά για πράγματα άλλα, με ελαφράδα και δροσιά — σχεδόν σαν να αφηγείται ανέκδοτα μέσα σε ένα στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας.

Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η λαχτάρα για το σώμα, για την περιπέτεια του σώματος: κανείς ψάχνει τον άλλο, διαρκώς, πάντα, ακόμη και όταν διακυβεύονται πολύ περισσότερα από την ανάγκη για ένα χάδι — ψάχνει ξένα αλλά και το δικό του σώμα, το πλένει, το φροντίζει, το πονά και το ματώνει. Τα δάχτυλα, τα μπράτσα, οι σιλουέτες, είναι λεπτά και μυώδη, απαλά και σκληρά, λευκά και γεμάτα πληγές, αρωματισμένα και βρόμικα, γερασμένα και νεανικά, με ρυτίδες και πομάδες, πλημμυρισμένα μίσος ή πόθο, γερμένα πάνω σε ξένους ώμους, κουρασμένα, με ανάγκες —να βρεθούν με άλλα, να ξεκουραστούν, να ποδοπατηθούν— που δεν ευοδώνονται ποτέ, ή όταν ευοδωθούν προδίδονται. Τα σώματα, αλλά και τα μάτια, και οι ανάσες, είναι το κυρίως αφηγηματικό υλικό του τριαντάχρονου, τότε, συγγραφέα.

Και ύστερα βέβαια είναι η Ιστορία, που την ξέρουμε (την έχουμε βιώσει, και εξακολουθεί να επιδρά επάνω μας, και να μας καταδιώκει, και να την επαναλαμβάνουμε: όχι σαν φάρσα, πάντα σαν τραγωδία). Ο Ίσεργουντ έζησε από πολύ κοντά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία και τη σκοτεινή άνθηση του ναζισμού, καθώς έμενε και εργαζόταν στο Βερολίνο από το 1929 μέχρι το τρομερό 1933. Οι αναμνήσεις του από την ατμόσφαιρα της πόλης, από την αποφορά του ολοκληρωτισμού, αλλά και από τους ανθρώπους της, τους ανθρωπότυπους που γνώρισε εκεί, τους άντρες και τις γυναίκες που ήρθαν κοντά του με ένα μυρωδάτο τσιγάρο στα χείλη, αποτυπώνονται στον Κύριο Νόρις (1935) και στο σπονδυλωτό Αντίο, Βερολίνο, που εκδόθηκε 4 χρόνια μετά (μολονότι ο Κύριος Νόρις γράφτηκε για να ενταχθεί κι αυτός στο Αντίο, ήταν ήδη πολύ ογκώδης — ενώ η νουβέλα «Σάλι Μπόουλς», το εκτενέστερο κομμάτι του δεύτερου βιβλίου, στάθηκε η αφορμή για να γυριστεί το περίφημο κινηματογραφικό Καμπαρέ με τη Μινέλι).

Στιγμές Ιστορίας, λοιπόν:
Το Βερολίνο ήταν σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου. Η έκρηξη μίσους ερχόταν ξαφνικά, δίχως προειδοποίηση, από το πουθενά· στις γωνιές του δρόμου, στα εστιατόρια, στους κινηματογράφους, στις αίθουσες χορού, στα λουτρά· τα μεσάνυχτα, μετά το πρωινό, στα μισά του απογεύματος. Μαχαίρια τραβιόντουσαν, χτυπήματα δίνονταν με ακιδωτά δαχτυλίδια, με μπιροπότηρα, με πόδια από καρέκλες. […] Καταμεσής ενός κατάμεστου δρόμου, ένας νέος άντρας δεχόταν επίθεση, τον γύμνωναν, τον ξυλοκοπούσαν και τον άφηναν αιμόφυρτο στο πεζοδρόμιο· σε δεκαπέντε δευτερόλεπτα όλα τελείωναν και οι επιτιθέμενοι εξαφανίζονταν.

Οι διαπραγματεύσεις του Χίτλερ με τη Δεξιά είχαν διακοπεί· η σβάστικα φλέρταρε ακόμα και με το Σφυροδρέπανο. Τηλεφωνικές συνομιλίες […] είχαν ήδη πραγματοποιηθεί μεταξύ των εχθρικών στρατοπέδων. Τα τάγματα εφόδου των ναζί ενώνονταν με τους κομουνιστές στα πλήθη που γιούχαραν τους απεργοσπάστες και τους πετροβολούσαν.

«Τα σύνορα μοιάζουν να στενεύουν, ώσπου σχεδόν δεν έχεις χώρο ν’ ανασάνεις».
«Τι δυσάρεστη αίσθηση που πρέπει να είναι αυτή».
«Είναι», είπε ο Άρθουρ αναστενάζοντας.  «Όντως είναι. Ίσως τα νεύρα μου να είναι λίγο τεντωμένα αυτή τη στιγμή, αλλά πρέπει να ομολογήσω ότι, για μένα, οι χώρες της Ευρώπης δεν είναι τίποτα λιγότερο ή περισσότερο από μια σειρά ποντικοπαγίδες. Σε κάποιες από αυτές το τυρί είναι ανώτερης ποιότητας, αυτή είναι η μόνη διαφορά».

Άρθουρ, Άρθουρ Νόρις: ένας από τους πιο συναρπαστικά δοσμένους ήρωες της λογοτεχνίας του 20ού αιώνα.


Εξαιρετικό μυθιστόρημα, απαραίτητο ανάγνωσμα, σε μια πραγματικά πολύ όμορφη έκδοση από το Μεταίχμιο (μετάφραση Ιωάννα Ηλιάδη). Και, ας σημειωθεί, ένα βασικό LGBT βιβλίο, εκτός όλων των άλλων.


Κυριάκος Αθανασιάδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου