Τρίτη 11 Αυγούστου 2015

László Krasznahorkai, «Πόλεμος και πόλεμος»


Ο Πόλεμος και πόλεμος του Λάσλο Κρασναχορκάι (κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις, που μας εισάγουν επιτέλους στο έργο του, σε σπουδαία μετάφραση Ιωάννας Αβραμίδου) είναι ένα πυρετώδες και άγριο μυθιστόρημα, ένα «ποιητικό» βιβλίο τρόμου (τοποθετώ τη λέξη σε εισαγωγικά για να αποφευχθεί η σύγχυση με ό,τι «λυρικό», καθώς το μυθιστόρημα αυτό βρίσκεται στον αντίποδα του λυρισμού: είναι ένα κείμενο που έχει σχέση περισσότερο με τα ξυράφια — και, ναι, πρόκειται για ένα κατά κυριολεξίαν βιβλίο τρόμου), ένα γλωσσικό-αφηγηματικό επίτευγμα χωρίς υφέσεις (στον Βιργιλίου Θάνατο του Μούζιλ, ενδεχομένως, ξαναείδαμε μόνο τέτοια μαεστρία στις σχοινοτενείς κατασκευές-παραγράφους, που δένουν ένα ακροβατικό σχοινί ισορροπίας από τη μία έννοια στην άλλη, από τη μία εικόνα στην άλλη, και βαδίζουν, ή μάλλον τρέχουν ιλιγγιωδώς, πάνω από το δραματουργικό χάος) και ταυτόχρονα ένα σύγχρονο «προφητικό» βιβλίο, καθώς προσομοιάζει με βιβλικό κείμενο (κατά την έννοια που βιβλικό κείμενο είναι και ο Μόμπι-Ντικ, με τον οποίο έχει πολλά αθησαύριστα κοινά και οφείλουμε να το επισηάνουμε, με πρώτη και κύρια τη διαρκώς παρούσα έννοια της αυτοσυντριβής του ομιλούντος υποκειμένου και του γλωσσικού/νοητικού εργαλείου του — αλλά ας σημειώσουμε εδώ μόνο την παροιμιώδη ένταση της γλώσσας, τη σπειροειδή εξέλιξη της πλοκής και τη διαλανθάνουσα βούληση να παραχθεί ένα μεγάλο ανάστροφο αμερικανικό μυθιστόρημα), μιας Βίβλου όμως που δεν μπορεί να γεννήσει καμία θρησκεία: μόνη θρησκεία, λέει ο Λ.Κ., σ’ αυτή τη γη των εκριζωμένων και της διαφθοράς, του απολεσθέντος Παραδείσου, της δυστοπικής μη-Εδέμ, της αρχέγονης αγλωσσίας, του μουντού πόνου, της συγγενούς εντροπίας, είναι ο εξακολουθητικός Πόλεμος, και η δι’ αυτού απώλεια του Ωραίου, η απώλεια «της ευγένειας, του μεγαλείου και της αριστείας», και το μόνο μέλλον που μπορεί να υπάρξει βρίσκεται συμπυκνωμένο σε μία και μόνη λέξη: φρίκη. Και φρίκη, εδώ, σημαίνει πως, στο τέλος, δεν θα υπάρχει καν αυτό το Κακό. Δεν θα υπάρχει καν η δυνατότητα του Κακού. Δεν θα υπάρχει μήτε το φάντασμα ή το μετείκασμα μιας ηθικής:

«…σκέφτομαι πως δεν υπάρχει τίποτε μετά […] θα πέσει πυκνό σκοτάδι, θα γίνει μια μεγάλη διακοπή ρεύματος, και μετά ακόμα κι αυτό το μεγάλο σκοτάδι θα σβήσει» — σ. 149.

Το Πόλεμος και πόλεμος είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται με αγωνία, ή που δεν διαβάζεται καθόλου (παρά ταύτα, θα διαβαστεί πολύ και στη γλώσσα μας, πρόκειται περί βασικού κειμένου). Διαβάζεται (ή δεν διαβάζεται καθόλου) ακριβώς όπως παρακολουθεί κανείς μόνος μια ασπρόμαυρη αποπνικτική ταινία φαντασμάτων που κλαίνε μέσα στα χορταριασμένα ερείπια ενός σύγχρονου λαβυρινθώδους κάστρου, αλλά γνωρίζοντας πως αυτό εδώ δεν είναι μια ιστορία φαντασμάτων που αφορά κάποιους άλλους, γιατί φάντασμα, εδώ, κι ας μου επιτραπεί ο ιμπρεσιονιστικός τόνος, είναι ο ίδιος ο αναγνώστης. Το Πόλεμος και πόλεμος διαβάζεται με αγωνία, αλλά και με φόβο: φόβο απέναντι στις λέξεις του Λ.Κ., φόβο απέναντι στην πολλαπλή Βαβέλ των προτάσεών του, στους πύργους των φράσεών του, στις μεγάλες αποστάσεις που καλύπτουν κουτρουβαλώντας προς τα πάνω —πριν κατακρημνιστούν στα χάη που άνοιξαν οι ίδιες, διαρκώς αυτοσυντριβόμενες και ολοένα επαναγεννημένες—, φόβο απέναντι στις αλυσιδωτές συστοιχίες των λέξεων που σκαρφαλώνουν και γκρεμίζονται, πετούν και καταρρίπτονται, αλλά και γοητεύουν απόλυτα και τελεσίδικα: οριστικά. Η γλωσσική δωρεά του βιβλίου είναι σπάνια, ο συγγραφέας είναι αφειδής, θα ήμαστε πολύ μετρημένοι αν χαρακτηρίζαμε το μυθιστόρημα απλώς ακριβό.

Μιλά ο ίδιος ο Λ.Κ. για το μυστηριώδες χειρόγραφο που πρωταγωνιστεί και αναδιπλώνεται και αναλύεται στο βιβλίο, μιλώντας ταυτόχρονα (ή: κυρίως) για το ίδιο το δικό του κείμενο (στο παράθεμα που ακολουθεί, αλλά και σε πολλά άλλα σημεία του μυθιστορήματός του):

«…οι φράσεις ήταν καλά δομημένες, οι λέξεις, τα σημεία στίξης, οι τελείες, τα κόμματα, όλα ήταν ωραία τοποθετημένα, κι ωστόσο […] όλα όσα συνέβαιναν […] μπορούσαν να συνοψιστούν σε μια λέξη: κατάρρευση […] γιατί οι φράσεις έμοιαζαν να τρελάθηκαν, μόλις άρχιζαν, ανέπτυσσαν αμέσως υψηλότερη ταχύτητα, ανασκουμπώνονταν και έπιαναν να τρέχουν με ξέφρενη ταχύτητα […] η γλώσσα εξεγειρόταν, έπαυε να εκπληρώνει την αρχική της λειτουργία, άρχιζε μια φράση και δεν ήθελε πια να σταματήσει […] μια ατέλειωτη φράση που κοπίαζε να είναι όσο πιο ακριβής και υποβλητική μπορούσε, ανατρέχοντας σε όσα η γλώσσα επέτρεπε και δεν επέτρεπε […] σαν ένα παζλ που η λύση του ήταν ζωτικής σημασίας […] ήταν σαν κάθε φράση […] να ήταν ζωτικής σημασίας, σαν να ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου» — σσ. 262-63.


Δυο λόγια για την υπόθεση. Ο Γκιόργκι Κόριμ, ο φανερά καφκικός Ούγγρος αρχειοφύλακας που πρωταγωνιστεί εδώ, έχει αναλάβει σαν άλλος σαλός Δον-Κιχώτης τη σουρεαλιστική αποστολή να μεταβεί στη Νέα Υόρκη για να ανεβάσει από εκεί στο Ίντερνετ το χειρόγραφο ενός άτιτλου και ανυπόγραφου βιβλίου (αν πρόκειται πράγματι για βιβλίο) που τυχαία ανακάλυψε σε έναν παλιό, αραχνιασμένο φάκελο της υπηρεσίας του. Αφότου το διάβασε, έχει καταληφθεί από αυτό, αδυνατεί να επαναπροσαρμοστεί στην πραγματικότητα και στον κόσμο, είναι σίγουρος πως μυστικές και κρύφιες υπηρεσίες τον καταδιώκουν και τον κατασκοπεύουν, και άρα οφείλει να απομακρυνθεί από την πόλη του και από τη χώρα του και από την Ευρώπη, για να πάει στο σύγχρονο κέντρο του κόσμου, να πάει στη Νέα Υόρκη (μια μητρόπολη «πετρωμένη μέσα στην ελπίδα», ένα μεγαάστυ με πολλούς Πύργους που ξύνουν τον ουρανό, και με πελώρια, πελώρια αδυναμία επικοινωνίας), ώστε από εκεί να ξεκινήσει το παράδοξο αυτό χειρόγραφο να επεκτείνει το βασίλειο της γοητείας του, και κυρίως των τρομακτικών μυστικών του, στον κόσμο, σε όλο τον χαμένο από χέρι κόσμο: το κείμενο πρέπει επιτέλους να φύγει από τις σελίδες του και από το κεφάλι του Κόριμ (αυτό το κεφάλι που ο κάτοχός του νιώθει πια έτοιμο να ξεκολλήσει από τους ώμους του) και να γίνει κοινό κτήμα όλων, μολονότι και πάλι όλο αυτό —όπως συνειδητοποιεί ο ίδιος— δεν μπορεί να οδηγήσει σε καμία σωτηρία την ανθρωπότητα: ίσως όμως σώσει τον ίδιο, υπό την έννοια που ένας σαμουράι διαφυλάσσει την τιμή του αυτοκτονώντας τελετουργικά. Είναι ένα χειρόγραφο τόσο παράδοξο, τόσο μοναδικό, τόσο ιδιότυπα γραμμένο, τόσο ακατανόητο (σχεδόν σαν να είναι γραμμένο σε μια χαμένη γλώσσα), τόσο κρυπτικό και έξαλλο, που έξαφνα μοιάζει να φωνάζει μοναδικές αλήθειες, αλήθειες δι’ επιφοιτήσεως, προφητικές και ευαγγελικές — ή αποκαλυπτικές, υπό την έννοια της Κρίσεως. Ωστόσο, είναι και σχεδόν ανυπόφορα γοητευτικό. Ο Κόριμ δεν μπορεί να του αντισταθεί, το κείμενο αντικαθιστά μέσα του όλο τον πραγματικό κόσμο, επισκιάζοντας καθετί άλλο:

«…το χειρόγραφο ενδιαφερόταν μόνο για ένα πράγμα: να περιγράψει τη μέχρι τρέλας περίπλοκη πραγματικότητα, να εντυπώσει στον φαντασιακό του αναγνώστη τις σκηνές με παραληρηματικές λεπτομέρειες και επαναλήψεις, με τρόπο που άγγιζε τα όρια της ψύχωσης, ήταν ως εάν ο συγγραφέας […] να είχε χρησιμοποιήσει, αντί για στιλό και λέξεις, τα νύχια του, για να χαράξει τα πράγματα στο χαρτί και στον φαντασιακό του αναγνώστη, γιατί, παρόλο που η συσσώρευση των λεπτομερειών, των επαναλήψεων και των εμβαθύνσεων καθιστούσε την ανάγνωση δυσχερή, ωστόσο όλα όσα αναλύονταν, επαναλαμβάνονταν, περιγράφονταν σε βάθος, παρέμεναν χαραγμένα για πάντα στο μυαλό […] αυτή η επανάληψη δεν δημιουργούσε εκνευρισμό, άγχος ή ανία στον αναγνώστη, όχι, αντιθέτως του πρόσφερε ένα καταφύγιο» — σ. 233.

Μολονότι δεν μπορεί να επικοινωνήσει με κανέναν πλέον, μολονότι φέρεται σαν νευρωτικός ή και ψυχωσικός, μολονότι έχει καταληφθεί από μια μανική κατάθλιψη που τον αποδιοργανώνει και μεταμορφώνει το καθετί γύρω του σε δυνάμει εχθρό, παραδόξως θα τα καταφέρει: θα πάει όντως στην Αμερική, θα μπορέσει να βρει ένα κατάλυμα για να πληκτρολογήσει το ερμητικό κείμενο, θα ανεβάσει το βιβλίο στο Ίντερνετ, θα δώσει φωνή στον Κόσερ, στον Φάλκε, στον Τοότ και στον Μπενγκάτζα, τους τέσσερις αγγελικούς πρωταγωνιστές του χειρογράφου, θα περιγράψει τα ταξίδια τους στο χρόνο (στη μινωική Κρήτη, στην Κολωνία του 1869, στη Βενετία του 1423, στην Αγγλία του 122, στο Γιβραλτάρ του 1493, στη Ζυρίχη του 1997, στην ίδια τη Βαβέλ του βιβλικού Νεμρώδ) και την απελπισμένη, εκ μέρους τους, αναζήτηση της ομορφιάς, της τάξης, του θαυμαστού και του ωραίου: ήτοι, της ειρήνης, πριν ο επίσης αιώνιος Μάστεμαν, ο διαβολικός, στυγνός, πανταχού παρών καταστροφέας και φορέας των δηώσεων και του πολέμου, καταστρέψει τη μία μετά την άλλη όλες τους τις προσπάθειες, και πριν σβήσει μία-μία κάθε τους ελπίδα, όπως σε μία εύθραυστα ισορροπημένη κατασκευή με ντόμινο, όπου η πτώση του πρώτου κομματιού σημαίνει αναπόφευκτα, μοιραία, την πτώση και του τελευταίου.

Το βιβλίο ξεκινά στα 1997, και τελειώνει πέντε χρόνια πριν (η αφήγηση της αφήγησης υπερκαλύπτει τον πραγματικό χρόνο και τον διασχίζει εγκάρσια, όπως στον Τρίστραμ Σάντι του Στερν ή όπως στο μπορχεσιανό σύμπαν), με θανάτους πάντα, ή με έναν διπλό θάνατο, τον θάνατο ενός και του αυτού ανθρώπου, του αφηγητή και αφηγουμένου Κόριμ ή, αν θέλουμε, του ίδιου τού Λ.Κ. ως αφηγητή, ως μυθιστοριογράφου. Στο μεταξύ όμως αυτό, έχουμε διαβάσει εκατοντάδες σχοινοτενείς προτάσεις γεμάτες μυστήριο και γοητεία («…η ορθότητα ενός συλλογισμού, όσο αξιοσημείωτη κι αν είναι, δεν εξαρτάται από την ακρίβεια ή την ανακρίβειά του […] αλλά από την ομορφιά του […] αυτή η ομορφιά είναι που μας κάνει να πιστέψουμε στην ακρίβειά του» — σ. 25, «…καμιά φορά έχω διάθεση να σταματήσω τα πάντα, να εγκαταλείψω τα πάντα, γιατί κάτι σπάει μέσα μου, και νιώθω κουρασμένος» — σ. 174, «…εάν απέμενε να διατυπωθεί μια μόνο πρόταση ακόμα, εγώ θα τη διατύπωνα ως εξής, αγαπητή μου δεσποινίς: όλα αυτά δεν έχουν νόημα, κανένα απολύτως νόημα — αλλά απομένουν ακόμα πολλές προτάσεις να διατυπωθούν, κι αρχίζει να χιονίζει» — σ. 200), τόσο πολλές που, μολονότι βιάζεσαι να πας παραπέρα στην ανάγνωση (και είναι μια ανάγνωση δύσκολη, απαιτητική), λιγώνεσαι και ξεροκαταπίνεις.

Κανείς θα μπορούσε να ισχυριστεί, όχι εντελώς αβάσιμα, πως ο Λ.Κ. δεν είναι ένας άλλος Μπέρνχαρντ ή Μούζιλ, αλλά ο Κάφκα του καιρού μας. Και, όπως διαβάσαμε εκ των υστέρων εκείνον, καλούμεθα να διαβάσουμε στον καιρό του, τον 21ο αιώνα, αυτόν. Ίσως, δε, καλούμεθα να τον διαβάσουμε πριν να είναι αργά.


Στο επιλογικό, και ημιανεξάρτητο, Μέρος του βιβλίου, οι φαν του Μπέλα Ταρ θα αναγνωρίσουν εύκολα τον πολύ γνωστό μονόλογο του άντρα που έρχεται να αγοράσει παλίνκα, ρακή, από τον αμαξά στο Άλογο του Τορίνο, όπου το τέλος φτάνει και πάλι, για άλλη μια φορά, πάνω στη γη και την καλύπτει με τον άνεμό του και με τη σκόνη του. Στην ταινία το απόσπασμα είναι σχετικά μικρό, περίπου 4 με 5 λεπτά μαζί με τις σιωπές, εδώ η ανάπτυξη του συλλογισμού κρατά επί κάποιες σελίδες σε έναν μεθυσμένο μονόλογο που απευθύνει ο Κόριμ σε έναν κουφό από το αλκοόλ συμπότη του στο μπαρ. Το έργο αυτών των δύο φίλων και μόνιμων συνεργατών, του συγγραφέα-σεναριογράφου Λ.Κ. και του ποιητή-σκηνοθέτη Μπέλα Ταρ, είναι μοναδικής απόκοσμης ομορφιάς, παρά την απαισιόδοξη σκοτεινιά, μάλλον: παρά τη διαρκή ομίχλη και τον καπνό που μαεστρικά το καλύπτουν. Η Μελαγχολία της αντίστασης, το βιβλίο τού Λ.Κ. που κινηματογραφικά ονομάστηκε Οι αρμονίες του Βερκμάιστερ, με ήρωα πάλι έναν αγαθό, ονειροπόλο άντρα και θέμα ένα, και πάλι, αρχαίο μυστικό, ίσως είναι καλή παράλληλη συντροφιά όσο θα διαβάζετε το Πόλεμος και πόλεμος.


ΥΓ. Σχεδόν δεν μπορώ να δω αυτούς τους δύο καλλιτέχνες αυτόνομα: ο ένας είναι ο Πίτερ, ο άλλος είναι ο Μπρίγκελ. Ή, ο ένας είναι ο Ιερώνυμος και ο άλλος ο Μπος. Των δύσκολων χρόνων μας.

Κυριάκος Αθανασιάδης

[ Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο τχ. 56 τού The Books' Journal ].

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου