Παρασκευή 7 Αυγούστου 2015

Άλι Σμιθ, «Πώς να είσαι δύο»


Το Πώς να είσαι δύο της Άλι Σμιθ που κυκλοφόρησε προ ενός μηνός από τις Εκδόσεις Καστανιώτη είναι το πιο απολαυστικό μυθιστόρημα που εκδόθηκε φέτος, κι αυτό που χαίρεται περισσότερο από τα υπόλοιπα γι’ αυτό που είναι — κι αυτό, επίσης, που παίρνει τη λογοτεχνία από το χέρι και την πηγαίνει ένα βήμα πιο εκεί: δεξιά, αριστερά, εμπρός· δεν έχει σημασία, την πάει πιο εκεί. Πρέπει κανείς να παρακολουθεί όλα τα βήματα της Άλι Σμιθ, αυτής της τόσο ιδιότυπης συγγραφέως. Και είναι, βέβαια, ένα διπλό βιβλίο, δύο ιστορίες που η μία παρακολουθεί την άλλη και που αλληλοσυμπληρώνονται με έναν τρόπο απολύτως συγκινητικό και πέρα για πέρα ανθρώπινο (σχεδόν, θα έλεγε κανείς, θωπεύει η μία την άλλη): η ιστορία του Φραντσέσκο Ντελ Κόσσα (γέν. γύρω στα 1435/6, θάν. γύρω στα 1477/8), αυτού του Ιταλού καλλιτέχνη που τόσο λίγα γνωρίζουμε για τη ζωή του, και που τόσο λίγα αλλά σπουδαία έργα του έχουν επιζήσει και ταυτοποιηθεί, και της Τζορτζ, ενός κοριτσιού δεκάξι χρονών που ζει, σήμερα, στο Κέμπριτζ, με τον πατέρα του, τον αδελφό του και τη μητέρα της, που όμως έχει πεθάνει — και η Τζορτζ, βέβαια, δεν το αντέχει αυτό, και προσπαθεί απεγνωσμένα να της μιλά, να την έχει δίπλα της, να ακολουθεί τα βήματά της, να τη μαθαίνει και να τη βλέπει — η μητέρα της ζει, ακόμη, στο πλευρό της Τζορτζ, κι αυτό δεν είναι μόνο αναμνήσεις και καταγραφές, είναι κάτι πολύ παραπάνω.

Το πρώτο μισό μυθιστόρημα (στο δικό μου αντίτυπο: τα μισά είναι, κατόπιν απαιτήσεως της Σμιθ, τραβηγμένα με την ιστορία του Φραντσέσκο πρώτη, και τα άλλα μισά αντίτυπα με την ιστορία της Τζορτζ μπροστά) είναι το μυθιστόρημα του ματιού: τα μάτια είναι που πρωταγωνιστούν εδώ, θέλοντας να αποτυπώσουν τα πάντα, να μιμηθούν τα πάντα και να τα αποδώσουν μετά, ως έχουν. Δηλαδή: να εγγράψουν και να ορίσουν την ταυτότητά τους. Τα μάτια του Φραντσέσκο είναι αχόρταγα, ρουφούν το περιβάλλον του και διεισδύουν στους πίνακές του: τα ζωγραφίζει στους τοίχους και, μέσω αυτών, βλέπει και, με κάποιον τρόπο, εξακολουθούν να βλέπουν, για πάντα: για παράδειγμα την Τζορτζ, σήμερα, που τον μελετά και ερευνά τη ζωή του. Το δεύτερο μισό μυθιστόρημα είναι το μυθιστόρημα της κάμερας: η κάμερα του iPad, των κινητών, αλλά και όλες οι άλλες, καταγράφουν και απαθανατίζουν εικόνες και διαδρομές: από ό,τι έχει χαθεί, από ό,τι έχει βουλιάξει στο παρελθόν ή απλώς έχει πεθάνει — οπότε, και πάλι κατά κάποιον τρόπο: εικόνες από ό,τι δεν έχει πεθάνει αμετάκλητα. Και είναι επίσης ένα μυθιστόρημα κίνησης (οι κάμερες το επιτρέπουν αυτό), ταξιδιού και μαθητείας. Αλλά και το πρώτο μισό είναι ένα μυθιστόρημα μαθητείας: έχουμε δύο μισά ενός λογοτεχνικού γεγονότος εδώ, που συνομιλεί με τον εαυτό του προσπαθώντας να αποφύγει την αυτοσυντριβή του  να οριστεί και να ζήσει.

Και τα δύο μισά είναι, έτσι, μυθιστορήματα επανεύρεσης ή και δημιουργίας ενός εγώ, ενός προσώπου που θέλει να προσδιοριστεί μέσα στον κόσμο. Ακόμη, είναι μυθιστορήματα δημιουργίας του φύλου: ο Φραντσέσκο γίνεται Φραντσέσκα που ήταν Φραντσέσκο, το κορίτσι γίνεται αγόρι για να διδαχτεί την τέχνη της ζωγραφικής, κρύβεται σε αγορίστικα ρούχα, και κατόπιν σε αντρικά, είναι ένας καλά κρυμμένος εαυτός που χαίρεται να παραπετάει, σχεδόν, αυτοπροσωπογραφίες του μέσα σε μεγάλες θρησκευτικές ή κοσμικές συνθέσεις: ναι, γιατί να μην ήταν κορίτσι ο Φραντσέσκο Ντελ Κόσσα, λέει η Άλι Σμιθ; Ξέρουμε τόσο λίγα γι’ αυτόν/αυτήν. Αλλά και η Τζορτζ: ένα κορίτσι με αγορίστικο όνομα, που δεν μπορεί να αντέξει το εξοντωτικό παρόν του και τρέχει γύρω-γύρω από το πρόσωπό της για να ανακαλύψει έναν άλλο εαυτό και ένα άλλο παρόν, για να αποδράσει από τον εσωτερικό του λαβύρινθο και από τον τρομερό Μινώταυρο που ενοικεί εκεί χρησιμοποιώντας το κουβάρι της τέχνης, και της μνήμης (και της γνώσης), ή για να ερωτευτεί ένα άλλο κορίτσι, ένα κορίτσι σχεδόν χωρίς όνομα (ή ίσως όλα τα κορίτσια), και για να μπορέσει να δει καταφατικά το φύλο του, τις απορίες του και τα δάκρυά του.

Και τα δύο μισά μιλούν με τρομερή, υπέροχη λεπτομέρεια για τη ζωγραφική σαν κάτι φτιαγμένο από τα μάτια και τα χέρια, όχι από κάτι υπερκόσμιο, περιγράφουν με συγκλονιστικό τρόπο πίνακες (είναι αδύνατον να αντισταθεί κανείς και να μην γκουγκλάρει τους πίνακες για να τους βλέπει διαβάζοντας το βιβλίο), αναλύουν εικαστικές συνθέσεις, αναμιγνύουν υλικά για να φτιάξουν χρώματα, απλώνουν γύψο πάνω στους γερούς τοίχους για να ιστορήσουν το φρέσκο, τραβούν φωτογραφίες και τις τυπώνουν, γεμίζουν μ’ αυτές άλλους γερούς τοίχους — και όλα αυτά με έναν τρόπο συναρπαστικό και λαχταριστό, σπαρταριστό.

Δεν είναι ένα εύκολο βιβλίο, αλλά είναι ταυτόχρονα ένα βιβλίο που διαβάζεται με ταχύτητα και προσμονή. Και που (σαφώς) ξαναδιαβάζεται ύστερα, ίσως με άλλη σειρά, ή ίσως με την ίδια: πρώτα με το ένα μισό, έπειτα με το άλλο: υπάρχουν μυστικά εκεί, και λέξεις, που αξίζει να ανακαλυφθούν.

Η μετάφραση του Νίκου Α. Μάντη (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του συγγραφέα Νίκου Λαμπρόπουλου) είναι ένα έργο τέχνης από μόνη της, επίσης. Ευτυχώς, ειδάλλως το βιβλίο θα μαράζωνε. Όμως τώρα θάλλει.

Κική Τσιλιγγερίδου



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου