Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κυριάκος Αθανασιάδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κυριάκος Αθανασιάδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2015

Robert Bloch, «Ο φύλακας της πύλης» & «Η σκιά στο κωδωνοστάσι»


Το λαβκραφτικό σύμπαν είναι ένα σκοτεινό δώρο του γενναιόδωρου γεννήτορά του σε όλους τους συγγραφείς που νιώθουν συγγένεια μαζί του, και έχει δώσει πολλές, πάρα πολλές καλές ιστορίες μέσα σ’ αυτά τα ογδόντα χρόνια που πέρασαν από το θάνατο της Ψυχής του Πρόβιντενς. Αλλά κάποιοι, όπως ο Robert Bloch, είχαν ήδη αρχίσει να γράφουν και να δημοσιεύουν ιστορίες εμπνευσμένες από τη μυθολογία του ακόμη και όσο εκείνος ήταν εν ζωή, ενώ μάλιστα ήταν και φίλοι του, διατηρούσαν αλληλογραφία μαζί του και ζητούσαν τη γνώμη του για τις λογοτεχνικές τους απόπειρες.
                                                                           
Η βασική αυτή συλλογή διηγημάτων της Μυθολογίας Κθούλου, απλωμένη σε δύο καλαίσθητους τόμους που διατηρούν την αίσθηση του παλπ, θεωρείται και είναι μία από τις πιο ιστορικές και πλήρεις: ένα σύμπαν, είκοσι ιστορίες, δύο διασταυρούμενες ζωές και μία καλλιτεχνική πορεία — ο κόσμος του Λάβκραφτ ξαναζεί και μεταμορφώνεται και αλλάζει διαρκώς σχήμα και τρόπους, όπως ακριβώς πρέπει. Μολονότι τίποτε και κανείς δεν μπορεί να συγκριθεί με τον ίδιο τον ερημίτη των Γραμμάτων και του κοσμικού τρόμου, τα διηγήματα της συλλογής είναι καλογραμμένα, «στοχοπροσηλωμένα» και, εντέλει, προϊόντα αγάπης, όπως ομολογεί ο ίδιος ο συγγραφέας σε ένα σεμνό Επίλογο: δεν μπορεί παρά να διαβαστούν από κάθε φαν τής λαβκραφτικής σχολής, ασυζητητί. Δείχνουν, ακόμη, και την ανέλιξη, τη συγγραφική ωρίμαση του Μπλοκ στη διάρκεια της ζωής του. Να σημειωθεί, δε, ότι πολλοί αναγνώστες προτιμούν τα πρωτόλεια, ενθουσιώδη διηγήματά του, όπου μιμούνταν περισσότερο το στιλ τού Λάβκραφτ, από τα πιο ώριμά του, που τα έγραφε και τα εξέδιδε ως καταξιωμένος, πλέον, και πασίγνωστος συγγραφέας και σεναριογράφος. (Το Ψυχώ, ασφαλώς, τον κατέστησε ευρύτατα γνωστό στο κοινό μετά την τρομερή επιτυχία της ταινίας).

Δύο από τα διηγήματα της συλλογής είναι πολύ γνωστά στους εξοικειωμένους με το χώρο: ο «Υπηρέτης από τα άστρα» και η «Σκιά στο κωδωνοστάσι» γράφτηκαν για τον Λάβκραφτ, και έχουν πρωταγωνιστή τον ίδιο τον μετρ — στο πρώτο, μάλιστα, πεθαίνει κιόλας, και όχι με κάποιον «καλό» θάνατο! Ο Λάβκραφτ θα «σκοτώσει» τον Μπλοκ στον δικό του «Κυνηγό του σκοταδιού». Λογοτεχνικά παιχνίδια μιας παρέας που όμοιά της δεν μπορεί να ξαναβρεθεί.


Τα βιβλία κυκλοφορούν από την Άγνωστη Καντάθ σε μετάφραση Γιάννη Στολτίδη.

Κυριάκος Αθανασιάδης

Σάββατο 29 Αυγούστου 2015

Άννα Ρόμερ, «Τα φτερά της μνήμης»


Χορταστικό, αγωνιώδες, πανέξυπνα δομημένο, το μυθιστόρημα της Άννας Ρόμερ μάς συστήνει μια Αυστραλία μυστηριακή, αρχέγονη και μοντέρνα, σκληρή και οικεία, έναν τόπο που δεν μπορεί παρά να γεννά μεγάλα πάθη και να κρύβει φοβερά μυστικά. Και είναι ταυτόχρονα ένα διπλό μυθιστόρημα ωρίμασης, έρωτα, αποκαλύψεων και ενηλικίωσης: η διπλή ιστορία της προσπάθειας δύο γυναικών να βρουν τον εαυτό τους, να επινοήσουν και να σχεδιάσουν τη ζωή τους και να ανεξαρτητοποιηθούν — υπέροχες και οι δύο παράλληλες ιστορίες, η μία λίγο πριν την αυγή του 20ού αιώνα και η άλλη στις μέρες μας. Οι δύο γυναίκες, η νεαρή Μπρένα που σχεδόν πουλιέται στον σύζυγό της σαν αντίτιμο για τη διαγραφή ενός χρέους, και η Ρούμπι, που τη βαραίνουν μία δυσβάσταχτη απώλεια και ένα αιματοβαμμένο κενό μνήμης, θα «συναντηθούν» στους ίδιους χώρους και θα πορευτούν δύο ζωές παράλληλες, ασύμπτωτες αλλά και, με έναν περίεργο τρόπο, κοινές.

Η Ρόμερ απλώνει τις παράλληλες ιστορίες της αβίαστα, εναλλάσσοντας τα κεφάλαια και δίνοντας φωνή πότε στη μία και πότε στην άλλη ηρωίδα, πλέκοντας εναλλάξ τα δύο νήματα και συντηρώντας, έτσι, το διττό ενδιαφέρον του αναγνώστη, που ξέρει πως, όσο κυλούν οι σελίδες —και κυλούν απολαυστικά και γρήγορα—, οι δύο ζωές θα γίνουν εντέλει μία. Κι αυτό θα είναι λυτρωτικό.

Η Αυστραλία είναι πανταχού παρούσα εδώ, τόσο σαν τοπίο όσο και σαν ιστορία και πολιτισμός, με τους Αβορίγινες και τις μικρές κοινότητές τους να ξεπροβάλλουν έξω από τις πόλεις των λευκών αποίκων, με τη βαρβαρότητα των επιθέσεων που δέχονται οι γηγενείς κάτοικοι, αλλά και με το πάντρεμα των δύο πολιτισμών που ήταν, φυσικά, αναπόφευκτο και είναι εντέλει υπέροχο. Όμως είναι πανταχού παρούσα και σαν πανίδα και, κυρίως, χλωρίδα: τα Φτερά της μνήμης είναι γεμάτα δέντρα και φυτά και κλαριά και άνθη και χρώματα και μυρωδιές (η Ρόμερ είναι «ενθουσιώδης κηπουρός», όπως σημειώνεται στο βιογραφικό της), που σκεπάζουν τις σελίδες, ρίχνουν σκιές στα πρόσωπα, ή τα ξεσκεπάζουν, περικλείουν τις άνυδρες εκτάσεις ή γεμίζουν πληθωρικά τους κήπους, τα δάση και τις θαλασσοδαρμένες ακτές. Δεν μέτρησα τα πάμπολλα ονόματα των φυτών που διακοσμούν, όχι χωρίς λόγο, το περιβάλλον, αλλά είναι πολλές δεκάδες.

Αλλά και η ζωγραφική είναι πανταχού παρούσα: τα λάδια, οι τέμπερες, οι μουσαμάδες, τα χειροποίητα χαρτιά και οι καμβάδες απλώνονται και καλύπτουν όλο το υπέροχο αυτό μυθιστόρημα, με χρώματα, πέταλα λουλουδιών, ρίζες — και με αντικείμενα μνήμης. Οι γυναίκες πρωταγωνίστριες του βιβλίου ζωγραφίζουν και πλάθουν με τα έργα τους έναν κόσμο που πατά πάνω από τον πραγματικό σε ένα στρώμα δροσερού ανέμου, ιστορημένου με μαεστρία και αγάπη. Και με πολύ πόνο.

Η Ρούμπι, ανεξάρτητη βιβλιοπώλισσα, που έχει χάσει την αδελφή της σε ένα τρομακτικό δυστύχημα από το οποίο δεν θυμάται την παραμικρή λεπτομέρεια, αποκομμένη από την καλλιτέχνιδα μητέρα της και με ένα τρομερό βάρος να πιέζει το στήθος της, όλο πίκρα και ενοχές, συζεί με έναν τέλειο άντρα που, ίσως, κρύβει ένα πολύ σκοτεινό μυστικό. Η αφήγηση της Μπρένα, αλλά κυρίως οι δικές της προσπάθειες, θα τη βοηθήσουν να θυμηθεί και να πάρει τη ζωή της στα χέρια της. Αλλά με έναν τρόπο τραυματικό, δύσκολο και όχι χωρίς νέες πληγές.

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ωκεανίδα, σε (άλλη μία) σπουδαία μετάφραση της σιδηράς, χαλκέντερης κυρίας των Ελλήνων μεταφραστών, της Έφης Καλλιφατίδη.

Παρασκευή 28 Αυγούστου 2015

Catherine Mavrikakis, «Ο ουρανός του Μπέι Σίτι»


Απλωμένο σε τριακόσιες σελίδες, αυτό το ψυχωσικό παραλήρημα της Έιμι, μιας Αμερικανίδας με πολωνοεβραϊκές ρίζες που εξαιτίας τής διαταραγμένης μητέρας της κουβαλά στο μυαλό της μια αδιανόητη, αφύσικη ενοχή για το Ολοκαύτωμα, που την τσακίζει και τη διαστρέφει και την τρελαίνει, και που την κάνει να πιστεύει ότι η ίδια, στα δεκαοχτώ της, δολοφόνησε εν ψυχρώ όλη της την οικογένεια βάζοντάς τους φωτιά, είναι δύσκολο στην ανάγνωσή του, καταθλιπτικό και σου σφίγγει το στομάχι:
Στο Μπέι Σίτι, δεν έχω παρά τον θάνατο μέσα στην ψυχή μου. Ονειρεύομαι ότι με έχουν κρεμάσει, με έχουν κατακρεουργήσει, ή ακόμα βλέπω τον εαυτό μου σαν μια πράσινη, μουχλιασμένη Οφηλία που βρέθηκε πνιγμένη στον πάτο της γαλάζιας πισίνας της θείας μου.
Γεννημένη μετά την αδελφή της, που πέθανε βρέφος, αντιμετωπίζει την οργή και το μίσος της μητέρας της και βρίσκει σύμμαχο τη θεία της —ποτέ δεν θα μάθουμε αν και η ίδια η θεία της είναι άρρωστη ή αν δεν είναι απλώς μία οθόνη που πάνω της η Έιμι προβάλλει τα δικά της, απολύτως προσωπικά, σκοτάδια— που της μιλά για το παρελθόν και της μεταδίδει μία ασήκωτη αίσθηση ευθύνης:
Η μητέρα σου μου έλεγε να σταματήσω να σκαλίζω το παρελθόν, να μην ξεθάψω τίποτα από τον χρόνο. Αλλά δεν μπορούμε να ξεθάψουμε τις στάχτες που στροβιλίζονται ακόμα στον ουρανό της Πολωνίας. Δεν μπορούμε να ξεθάψουμε την ανθρώπινη σκόνη που ανακατεύτηκε με τον αέρα και δηλητηρίασε τον αιώνα. Εισπνέουμε ακόμη τα υπολείμματα των πτωμάτων των γονιών και των θείων μου που τα παρασύρουν οι άνεμοι. Καταπίνουμε πάνω από πενήντα χρόνια τώρα τους νεκρούς μας, μπαίνουν μέσα από τη μύτη, τους πνεύμονες, απ’ όλους τους πόρους του δέρματος.
Η Έιμι θα μπερδέψει στο μυαλό της το μεγαλύτερο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας με τον καπιταλισμό, τη Δύση, τις ΗΠΑ, την κρεοφαγία, τις μικρές, επαρχιακές πόλεις «όπου δεν γίνεται τίποτα», με το σεξ, με τους άντρες, με ό,τι καθημερινό και φυσιολογικό («Δεν τρώω σχεδόν καθόλου. Δεν βάζω στο στόμα μου ζωική σάρκα. Μου είναι αδύνατον. Δεν αγγίζω πια τα ανθρώπινα κορμιά για να τα αναλώσω»), και θα προσπαθήσει (ενδεχομένως, ή μάλλον σίγουρα, μέσα στο μυαλό της) να βρει αποκούμπι και λύτρωση στα new age κελεύσματα της Ασίας (στη γιόγκα, φέρ’ ειπείν) και εντέλει στην Ινδία, όπου σκοπεύει κάποτε να αποσυρθεί για να μονάσει και να πεθάνει, για να μετενσαρκωθεί ή για να σβήσει σαν ύπαρξη, πνίγοντας μαζί της την ανάμνηση του Ολοκαυτώματος. «Επισκέφτηκε» ήδη την Ινδία μία φορά:
Στο Μπεναρές, εγκατέλειψα το Άουσβιτς και το Μπέι Σίτι. Άφησα όλους τους νεκρούς μου στον Γάγγη, όλον εκείνο το λαό που κουβαλούσα χρόνια τώρα, ακόμα και πριν από τη γέννησή μου. Έριξα τρυφερά όλα τα πτώματα στον Γάγγη και ζήτησα από τον ποταμό, από τον κόσμο, να ασχοληθούν μαζί τους. Στο Μπεναρές, ξαναγεννήθηκα για πρώτη φορά.

Μεγαλώνοντας (ή: έγκλειστη ίσως κάπου, στους τοίχους, ή στις σελίδες, ενός φρενοκομείου), θα φαντασιωθεί ότι είναι πιλότος αεροπλάνων, ένα επάγγελμα που τη βοηθά να δραπετεύει από τον μαβή, ασφυκτικό ουρανό της άχαρης πόλης της διαρρηγνύοντάς τον, και ότι γεννά και μεγαλώνει μια κόρη, με την οποία υποτίθεται ότι κοιμάται πάντα μαζί, ακόμη και όταν εκείνη μεγαλώνει και συζεί με έναν άντρα, και την οποία μεγαλώνει μαθαίνοντάς τη να αγαπά τη φύση, τις οργανικές τροφές (τα σφαγεία είναι κατά την Έιμι κρεματόρια αθώων ζώων), και τους Ινδιάνους, που επίσης (όπως οι Εβραίοι) αφανίστηκαν από τον Δυτικό άνθρωπο.

Γεμάτο ωραίες παρατηρήσεις («Ο αποπροσανατολισμός είναι ωστόσο ο οδηγός των ανθρώπων»), το μυθιστόρημα είναι καλογραμμένο, γεμάτο επωδούς και θέματα στα οποία η αφηγήτρια γυρνά και γυρνά και ξαναγυρνά εξακολουθητικά, ακόμη και με τις ίδιες σκληρές λέξεις, και, κυρίως: αποπνικτικό. Είναι τυπωμένο με ενοχή και με τρέλα: είναι ένα βιβλίο για την τρέλα, όχι ένα βιβλίο για το Ολοκαύτωμα.


Πρόκειται για το πρώτο μυθιστόρημα της Κατρίν Μαυρικακίς (1961) που δημοσιεύεται στη γλώσσα μας. Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Εστία, σε μετάφραση της Τζένης Κωνσταντίνου.

Κυριάκος Αθανασιάδης

Κυριακή 16 Αυγούστου 2015

Ορχάν Παμούκ, «Το σπίτι της σιωπής»


Το Σπίτι της σιωπής είναι ένα σπουδαίο βιβλίο, για να ξεκαθαρίσουμε ευθύς εξαρχής τα πράγματα, και ο Παμούκ μείζων συγγραφέας, από την ελίτ των ελαχίστων εν ζωή Ευρωπαίων πραγματικά μεγάλων λογοτεχνών. Διαβάζεται με απόλαυση, με θαυμασμό, με φόβο (κάτι θα γίνει: όλο αυτό δεν μπορεί παρά να ξεσπάσει κάπου), με αγωνία, με πόνο, με συγκίνηση. Και είναι μόλις το δεύτερό του (κυκλοφόρησε το 1982), ανάμεσα στο Ο Τζεβντέτ μπέη και οι γιοι του (1979) και στο Λευκό κάστρο (1985).

Πρωταγωνιστούν το χωριό, ένας μεταιχμιακός χώρος, τρία τέταρτα της ώρας έξω από την Ιστανμπούλ, το περιζωμένο από κισσό σπίτι, σιωπηλό αλλά γεμάτο φωνές και φαντάσματα, η ενενηνταπεντάχρονη κυρία του σπιτιού, η ψυχή της ίδιας τής Τουρκίας, που ζει μια ζωή κλεισμένη εκεί, αρνούμενη να το εγκαταλείψει, ο νάνος υπηρέτης της που τη φροντίζει και που εκείνη τον μισεί και τον τρέμει, τα εγγόνια της που την επισκέπτονται σχεδόν τελετουργικά για μία εβδομάδα κάθε χρονιά, το καλοκαίρι, για μπάνια, ο νεκρός σύζυγός της και η εγκυκλοπαίδειά του, γραμμένη εξ ολοκλήρου από τον ίδιο και απλωμένη σε 48 τόμους, ένα διαφωτιστικό έργο που θα αλλάξει τη μοίρα της Τουρκίας και θα απαλλάξει την Ανατολή από τις προλήψεις και την αμάθεια —μια εγκυκλοπαίδεια που δεν θα τελειώσει, φυσικά, ποτέ—, οι εθνικιστές και οι κομουνιστές, οι φτωχοί και οι πλούσιοι, οι αρπαγμένοι από την παράδοση και οι φυγάδες, τα σιωπηλά καφενεία και τα θορυβώδη αυτοκίνητα, τα σπαράγματα της ιστορίας που ξεπετάγονται μέσα από παμπάλαια δικόγραφα, μια ζωή που επαναλαμβάνεται και που πολλαπλασιάζεται ολόιδια, και μια νέα ζωή που θέλει να αποκολληθεί και να πετάξει, οι σκέψεις των πρωταγωνιστών που μπερδεύονται αναμεταξύ τους φτιάχνοντας ένα πελώριο μελαγχολικό παλίμψηστο λόγου και ανάγκης, προσπαθώντας να περιγράψουν κάτι που δεν μπορεί να περιγραφεί — γιατί, όπως λέει ο νάνος Ρετζέπ, «Όλα είναι πέρα από τις λέξεις, από τα λόγια μας».

Από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, ο Παμούκ δίνει το λόγο κάθε φορά και σε άλλον ήρωά του, κι αυτή η χορωδία των φωνών, διαφορετική αλλά και ίδια, είναι εντυπωσιακή, μουσική και υποβλητική, ξεπερνώντας με άνεση την ηθογραφία και προσφέροντάς μας ένα μοντέρνο μυθιστόρημα, τουρκικό και ευρωπαϊκό μαζί.

Η μετάφραση του Παναγιώτη Αμπατζή, σε επιμέλεια Στέλλας Βρετού, είναι φρέσκια, ζωντανή, ταιριαστή πολύ στην ατμόσφαιρα του Σπιτιού της σιωπήςΑξίζει και με το παραπάνω να διαβαστεί, και όχι μόνο επ’ ευκαιρία της έκδοσης του πρώτου βιβλίου του νομπελίστα Τούρκου μετά από έξι ολόκληρα χρόνια: το μυθιστόρημα Μια παραξενιά του νού μου έρχεται το χειμώνα, πάντα από τις Εκδόσεις Ωκεανίδα.


Κυριάκος Αθανασιάδης

Τρίτη 11 Αυγούστου 2015

László Krasznahorkai, «Πόλεμος και πόλεμος»


Ο Πόλεμος και πόλεμος του Λάσλο Κρασναχορκάι (κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις, που μας εισάγουν επιτέλους στο έργο του, σε σπουδαία μετάφραση Ιωάννας Αβραμίδου) είναι ένα πυρετώδες και άγριο μυθιστόρημα, ένα «ποιητικό» βιβλίο τρόμου (τοποθετώ τη λέξη σε εισαγωγικά για να αποφευχθεί η σύγχυση με ό,τι «λυρικό», καθώς το μυθιστόρημα αυτό βρίσκεται στον αντίποδα του λυρισμού: είναι ένα κείμενο που έχει σχέση περισσότερο με τα ξυράφια — και, ναι, πρόκειται για ένα κατά κυριολεξίαν βιβλίο τρόμου), ένα γλωσσικό-αφηγηματικό επίτευγμα χωρίς υφέσεις (στον Βιργιλίου Θάνατο του Μούζιλ, ενδεχομένως, ξαναείδαμε μόνο τέτοια μαεστρία στις σχοινοτενείς κατασκευές-παραγράφους, που δένουν ένα ακροβατικό σχοινί ισορροπίας από τη μία έννοια στην άλλη, από τη μία εικόνα στην άλλη, και βαδίζουν, ή μάλλον τρέχουν ιλιγγιωδώς, πάνω από το δραματουργικό χάος) και ταυτόχρονα ένα σύγχρονο «προφητικό» βιβλίο, καθώς προσομοιάζει με βιβλικό κείμενο (κατά την έννοια που βιβλικό κείμενο είναι και ο Μόμπι-Ντικ, με τον οποίο έχει πολλά αθησαύριστα κοινά και οφείλουμε να το επισηάνουμε, με πρώτη και κύρια τη διαρκώς παρούσα έννοια της αυτοσυντριβής του ομιλούντος υποκειμένου και του γλωσσικού/νοητικού εργαλείου του — αλλά ας σημειώσουμε εδώ μόνο την παροιμιώδη ένταση της γλώσσας, τη σπειροειδή εξέλιξη της πλοκής και τη διαλανθάνουσα βούληση να παραχθεί ένα μεγάλο ανάστροφο αμερικανικό μυθιστόρημα), μιας Βίβλου όμως που δεν μπορεί να γεννήσει καμία θρησκεία: μόνη θρησκεία, λέει ο Λ.Κ., σ’ αυτή τη γη των εκριζωμένων και της διαφθοράς, του απολεσθέντος Παραδείσου, της δυστοπικής μη-Εδέμ, της αρχέγονης αγλωσσίας, του μουντού πόνου, της συγγενούς εντροπίας, είναι ο εξακολουθητικός Πόλεμος, και η δι’ αυτού απώλεια του Ωραίου, η απώλεια «της ευγένειας, του μεγαλείου και της αριστείας», και το μόνο μέλλον που μπορεί να υπάρξει βρίσκεται συμπυκνωμένο σε μία και μόνη λέξη: φρίκη. Και φρίκη, εδώ, σημαίνει πως, στο τέλος, δεν θα υπάρχει καν αυτό το Κακό. Δεν θα υπάρχει καν η δυνατότητα του Κακού. Δεν θα υπάρχει μήτε το φάντασμα ή το μετείκασμα μιας ηθικής:

«…σκέφτομαι πως δεν υπάρχει τίποτε μετά […] θα πέσει πυκνό σκοτάδι, θα γίνει μια μεγάλη διακοπή ρεύματος, και μετά ακόμα κι αυτό το μεγάλο σκοτάδι θα σβήσει» — σ. 149.

Το Πόλεμος και πόλεμος είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται με αγωνία, ή που δεν διαβάζεται καθόλου (παρά ταύτα, θα διαβαστεί πολύ και στη γλώσσα μας, πρόκειται περί βασικού κειμένου). Διαβάζεται (ή δεν διαβάζεται καθόλου) ακριβώς όπως παρακολουθεί κανείς μόνος μια ασπρόμαυρη αποπνικτική ταινία φαντασμάτων που κλαίνε μέσα στα χορταριασμένα ερείπια ενός σύγχρονου λαβυρινθώδους κάστρου, αλλά γνωρίζοντας πως αυτό εδώ δεν είναι μια ιστορία φαντασμάτων που αφορά κάποιους άλλους, γιατί φάντασμα, εδώ, κι ας μου επιτραπεί ο ιμπρεσιονιστικός τόνος, είναι ο ίδιος ο αναγνώστης. Το Πόλεμος και πόλεμος διαβάζεται με αγωνία, αλλά και με φόβο: φόβο απέναντι στις λέξεις του Λ.Κ., φόβο απέναντι στην πολλαπλή Βαβέλ των προτάσεών του, στους πύργους των φράσεών του, στις μεγάλες αποστάσεις που καλύπτουν κουτρουβαλώντας προς τα πάνω —πριν κατακρημνιστούν στα χάη που άνοιξαν οι ίδιες, διαρκώς αυτοσυντριβόμενες και ολοένα επαναγεννημένες—, φόβο απέναντι στις αλυσιδωτές συστοιχίες των λέξεων που σκαρφαλώνουν και γκρεμίζονται, πετούν και καταρρίπτονται, αλλά και γοητεύουν απόλυτα και τελεσίδικα: οριστικά. Η γλωσσική δωρεά του βιβλίου είναι σπάνια, ο συγγραφέας είναι αφειδής, θα ήμαστε πολύ μετρημένοι αν χαρακτηρίζαμε το μυθιστόρημα απλώς ακριβό.

Μιλά ο ίδιος ο Λ.Κ. για το μυστηριώδες χειρόγραφο που πρωταγωνιστεί και αναδιπλώνεται και αναλύεται στο βιβλίο, μιλώντας ταυτόχρονα (ή: κυρίως) για το ίδιο το δικό του κείμενο (στο παράθεμα που ακολουθεί, αλλά και σε πολλά άλλα σημεία του μυθιστορήματός του):

«…οι φράσεις ήταν καλά δομημένες, οι λέξεις, τα σημεία στίξης, οι τελείες, τα κόμματα, όλα ήταν ωραία τοποθετημένα, κι ωστόσο […] όλα όσα συνέβαιναν […] μπορούσαν να συνοψιστούν σε μια λέξη: κατάρρευση […] γιατί οι φράσεις έμοιαζαν να τρελάθηκαν, μόλις άρχιζαν, ανέπτυσσαν αμέσως υψηλότερη ταχύτητα, ανασκουμπώνονταν και έπιαναν να τρέχουν με ξέφρενη ταχύτητα […] η γλώσσα εξεγειρόταν, έπαυε να εκπληρώνει την αρχική της λειτουργία, άρχιζε μια φράση και δεν ήθελε πια να σταματήσει […] μια ατέλειωτη φράση που κοπίαζε να είναι όσο πιο ακριβής και υποβλητική μπορούσε, ανατρέχοντας σε όσα η γλώσσα επέτρεπε και δεν επέτρεπε […] σαν ένα παζλ που η λύση του ήταν ζωτικής σημασίας […] ήταν σαν κάθε φράση […] να ήταν ζωτικής σημασίας, σαν να ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου» — σσ. 262-63.


Δυο λόγια για την υπόθεση. Ο Γκιόργκι Κόριμ, ο φανερά καφκικός Ούγγρος αρχειοφύλακας που πρωταγωνιστεί εδώ, έχει αναλάβει σαν άλλος σαλός Δον-Κιχώτης τη σουρεαλιστική αποστολή να μεταβεί στη Νέα Υόρκη για να ανεβάσει από εκεί στο Ίντερνετ το χειρόγραφο ενός άτιτλου και ανυπόγραφου βιβλίου (αν πρόκειται πράγματι για βιβλίο) που τυχαία ανακάλυψε σε έναν παλιό, αραχνιασμένο φάκελο της υπηρεσίας του. Αφότου το διάβασε, έχει καταληφθεί από αυτό, αδυνατεί να επαναπροσαρμοστεί στην πραγματικότητα και στον κόσμο, είναι σίγουρος πως μυστικές και κρύφιες υπηρεσίες τον καταδιώκουν και τον κατασκοπεύουν, και άρα οφείλει να απομακρυνθεί από την πόλη του και από τη χώρα του και από την Ευρώπη, για να πάει στο σύγχρονο κέντρο του κόσμου, να πάει στη Νέα Υόρκη (μια μητρόπολη «πετρωμένη μέσα στην ελπίδα», ένα μεγαάστυ με πολλούς Πύργους που ξύνουν τον ουρανό, και με πελώρια, πελώρια αδυναμία επικοινωνίας), ώστε από εκεί να ξεκινήσει το παράδοξο αυτό χειρόγραφο να επεκτείνει το βασίλειο της γοητείας του, και κυρίως των τρομακτικών μυστικών του, στον κόσμο, σε όλο τον χαμένο από χέρι κόσμο: το κείμενο πρέπει επιτέλους να φύγει από τις σελίδες του και από το κεφάλι του Κόριμ (αυτό το κεφάλι που ο κάτοχός του νιώθει πια έτοιμο να ξεκολλήσει από τους ώμους του) και να γίνει κοινό κτήμα όλων, μολονότι και πάλι όλο αυτό —όπως συνειδητοποιεί ο ίδιος— δεν μπορεί να οδηγήσει σε καμία σωτηρία την ανθρωπότητα: ίσως όμως σώσει τον ίδιο, υπό την έννοια που ένας σαμουράι διαφυλάσσει την τιμή του αυτοκτονώντας τελετουργικά. Είναι ένα χειρόγραφο τόσο παράδοξο, τόσο μοναδικό, τόσο ιδιότυπα γραμμένο, τόσο ακατανόητο (σχεδόν σαν να είναι γραμμένο σε μια χαμένη γλώσσα), τόσο κρυπτικό και έξαλλο, που έξαφνα μοιάζει να φωνάζει μοναδικές αλήθειες, αλήθειες δι’ επιφοιτήσεως, προφητικές και ευαγγελικές — ή αποκαλυπτικές, υπό την έννοια της Κρίσεως. Ωστόσο, είναι και σχεδόν ανυπόφορα γοητευτικό. Ο Κόριμ δεν μπορεί να του αντισταθεί, το κείμενο αντικαθιστά μέσα του όλο τον πραγματικό κόσμο, επισκιάζοντας καθετί άλλο:

«…το χειρόγραφο ενδιαφερόταν μόνο για ένα πράγμα: να περιγράψει τη μέχρι τρέλας περίπλοκη πραγματικότητα, να εντυπώσει στον φαντασιακό του αναγνώστη τις σκηνές με παραληρηματικές λεπτομέρειες και επαναλήψεις, με τρόπο που άγγιζε τα όρια της ψύχωσης, ήταν ως εάν ο συγγραφέας […] να είχε χρησιμοποιήσει, αντί για στιλό και λέξεις, τα νύχια του, για να χαράξει τα πράγματα στο χαρτί και στον φαντασιακό του αναγνώστη, γιατί, παρόλο που η συσσώρευση των λεπτομερειών, των επαναλήψεων και των εμβαθύνσεων καθιστούσε την ανάγνωση δυσχερή, ωστόσο όλα όσα αναλύονταν, επαναλαμβάνονταν, περιγράφονταν σε βάθος, παρέμεναν χαραγμένα για πάντα στο μυαλό […] αυτή η επανάληψη δεν δημιουργούσε εκνευρισμό, άγχος ή ανία στον αναγνώστη, όχι, αντιθέτως του πρόσφερε ένα καταφύγιο» — σ. 233.

Μολονότι δεν μπορεί να επικοινωνήσει με κανέναν πλέον, μολονότι φέρεται σαν νευρωτικός ή και ψυχωσικός, μολονότι έχει καταληφθεί από μια μανική κατάθλιψη που τον αποδιοργανώνει και μεταμορφώνει το καθετί γύρω του σε δυνάμει εχθρό, παραδόξως θα τα καταφέρει: θα πάει όντως στην Αμερική, θα μπορέσει να βρει ένα κατάλυμα για να πληκτρολογήσει το ερμητικό κείμενο, θα ανεβάσει το βιβλίο στο Ίντερνετ, θα δώσει φωνή στον Κόσερ, στον Φάλκε, στον Τοότ και στον Μπενγκάτζα, τους τέσσερις αγγελικούς πρωταγωνιστές του χειρογράφου, θα περιγράψει τα ταξίδια τους στο χρόνο (στη μινωική Κρήτη, στην Κολωνία του 1869, στη Βενετία του 1423, στην Αγγλία του 122, στο Γιβραλτάρ του 1493, στη Ζυρίχη του 1997, στην ίδια τη Βαβέλ του βιβλικού Νεμρώδ) και την απελπισμένη, εκ μέρους τους, αναζήτηση της ομορφιάς, της τάξης, του θαυμαστού και του ωραίου: ήτοι, της ειρήνης, πριν ο επίσης αιώνιος Μάστεμαν, ο διαβολικός, στυγνός, πανταχού παρών καταστροφέας και φορέας των δηώσεων και του πολέμου, καταστρέψει τη μία μετά την άλλη όλες τους τις προσπάθειες, και πριν σβήσει μία-μία κάθε τους ελπίδα, όπως σε μία εύθραυστα ισορροπημένη κατασκευή με ντόμινο, όπου η πτώση του πρώτου κομματιού σημαίνει αναπόφευκτα, μοιραία, την πτώση και του τελευταίου.

Το βιβλίο ξεκινά στα 1997, και τελειώνει πέντε χρόνια πριν (η αφήγηση της αφήγησης υπερκαλύπτει τον πραγματικό χρόνο και τον διασχίζει εγκάρσια, όπως στον Τρίστραμ Σάντι του Στερν ή όπως στο μπορχεσιανό σύμπαν), με θανάτους πάντα, ή με έναν διπλό θάνατο, τον θάνατο ενός και του αυτού ανθρώπου, του αφηγητή και αφηγουμένου Κόριμ ή, αν θέλουμε, του ίδιου τού Λ.Κ. ως αφηγητή, ως μυθιστοριογράφου. Στο μεταξύ όμως αυτό, έχουμε διαβάσει εκατοντάδες σχοινοτενείς προτάσεις γεμάτες μυστήριο και γοητεία («…η ορθότητα ενός συλλογισμού, όσο αξιοσημείωτη κι αν είναι, δεν εξαρτάται από την ακρίβεια ή την ανακρίβειά του […] αλλά από την ομορφιά του […] αυτή η ομορφιά είναι που μας κάνει να πιστέψουμε στην ακρίβειά του» — σ. 25, «…καμιά φορά έχω διάθεση να σταματήσω τα πάντα, να εγκαταλείψω τα πάντα, γιατί κάτι σπάει μέσα μου, και νιώθω κουρασμένος» — σ. 174, «…εάν απέμενε να διατυπωθεί μια μόνο πρόταση ακόμα, εγώ θα τη διατύπωνα ως εξής, αγαπητή μου δεσποινίς: όλα αυτά δεν έχουν νόημα, κανένα απολύτως νόημα — αλλά απομένουν ακόμα πολλές προτάσεις να διατυπωθούν, κι αρχίζει να χιονίζει» — σ. 200), τόσο πολλές που, μολονότι βιάζεσαι να πας παραπέρα στην ανάγνωση (και είναι μια ανάγνωση δύσκολη, απαιτητική), λιγώνεσαι και ξεροκαταπίνεις.

Κανείς θα μπορούσε να ισχυριστεί, όχι εντελώς αβάσιμα, πως ο Λ.Κ. δεν είναι ένας άλλος Μπέρνχαρντ ή Μούζιλ, αλλά ο Κάφκα του καιρού μας. Και, όπως διαβάσαμε εκ των υστέρων εκείνον, καλούμεθα να διαβάσουμε στον καιρό του, τον 21ο αιώνα, αυτόν. Ίσως, δε, καλούμεθα να τον διαβάσουμε πριν να είναι αργά.


Στο επιλογικό, και ημιανεξάρτητο, Μέρος του βιβλίου, οι φαν του Μπέλα Ταρ θα αναγνωρίσουν εύκολα τον πολύ γνωστό μονόλογο του άντρα που έρχεται να αγοράσει παλίνκα, ρακή, από τον αμαξά στο Άλογο του Τορίνο, όπου το τέλος φτάνει και πάλι, για άλλη μια φορά, πάνω στη γη και την καλύπτει με τον άνεμό του και με τη σκόνη του. Στην ταινία το απόσπασμα είναι σχετικά μικρό, περίπου 4 με 5 λεπτά μαζί με τις σιωπές, εδώ η ανάπτυξη του συλλογισμού κρατά επί κάποιες σελίδες σε έναν μεθυσμένο μονόλογο που απευθύνει ο Κόριμ σε έναν κουφό από το αλκοόλ συμπότη του στο μπαρ. Το έργο αυτών των δύο φίλων και μόνιμων συνεργατών, του συγγραφέα-σεναριογράφου Λ.Κ. και του ποιητή-σκηνοθέτη Μπέλα Ταρ, είναι μοναδικής απόκοσμης ομορφιάς, παρά την απαισιόδοξη σκοτεινιά, μάλλον: παρά τη διαρκή ομίχλη και τον καπνό που μαεστρικά το καλύπτουν. Η Μελαγχολία της αντίστασης, το βιβλίο τού Λ.Κ. που κινηματογραφικά ονομάστηκε Οι αρμονίες του Βερκμάιστερ, με ήρωα πάλι έναν αγαθό, ονειροπόλο άντρα και θέμα ένα, και πάλι, αρχαίο μυστικό, ίσως είναι καλή παράλληλη συντροφιά όσο θα διαβάζετε το Πόλεμος και πόλεμος.


ΥΓ. Σχεδόν δεν μπορώ να δω αυτούς τους δύο καλλιτέχνες αυτόνομα: ο ένας είναι ο Πίτερ, ο άλλος είναι ο Μπρίγκελ. Ή, ο ένας είναι ο Ιερώνυμος και ο άλλος ο Μπος. Των δύσκολων χρόνων μας.

Κυριάκος Αθανασιάδης

[ Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο τχ. 56 τού The Books' Journal ].

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2015

Guillermo del Toro & Chuck Hogan, «Το ίχνος», «Η πτώση», «Η αιώνια νύχτα»


Έμαθα ότι η τριλογία των Guillermo del Toro και Chuck Hogan κυκλοφορεί εδώ και ήδη τρία χρόνια, ολοκληρωμένη, και στα ελληνικά μόλις πρόσφατα, όταν ξεκίνησε η προβολή του δεύτερου κύκλου της σειράς The Strain που βασίζεται στα βιβλία  μία σειρά από την οποία δεν χάνω ούτε ένα επεισόδιο (ένα πολύ μικρό ποσοστό όσων την παρακολουθούν χάνουν κάποιο επεισόδιο, για την ακρίβεια) και η οποία προβάλλεται στην ελληνική συνδρομητική τηλεόραση ταυτόχρονα με το εξωτερικό (για την ακρίβεια, με 24 ώρες καθυστέρηση). Γνωρίζω και εκτιμώ το κινηματογραφικό έργο του del Toro (καθώς και μέρος του εικαστικού του έργου) ήδη από το Mimic του 1997, και είμαι ένας από τους πάμπολλους εκείνους που θεωρούν αριστούργημα το Λαβύρινθο του Πάνα. Πρόκειται για έναν από τους πιο πολυσχιδείς καλλιτέχνες του κινηματογράφου, με επιρροές από όλο το εύρος των τεράστιων γνώσεών του γύρω από ένα πλήθος τομείς  η μελέτη, φέρ’ ειπείν, που έχει κάνει στη ζωγραφική της Αναγέννησης, από τη μία, ή στην κουλτούρα των video games, από την άλλη, δύσκολα βρίσκει το ταίρι της.

Η τριλογία που έγραψε σε συνεργασία με τον Chuck Hogan, συγγραφέα κυρίως Τρόμου, είναι απλώς συναρπαστική και καθηλωτική. Απευθύνεται στους φαν του είδους, προσφέρει μία εντελώς, πέρα για πέρα, ολοκαίνουρια, φρέσκια ματιά στο βαμπιρικό genre, και, ταυτόχρονα, έρχεται να κάτσει στην απέναντι όχθη από τα δεκάδες εφηβικά ρομάντσα με πανέμορφους βρικόλακες που ερωτεύονται νεαρές θνητές και έχουν κατακλύσει την αγορά, προσφέροντας μεν σπουδαίο έργο στην ίδια την αγορά, πράγμα καθαυτό υπέροχο, αλλά ελάχιστα στο είδος που υπηρετούν. Εδώ, στην τριλογία των del Toro - Hogan, οι βρικόλακες δεν είναι όμορφοι και ρομαντικοί, δεν θέλουν να μείνουν στο περιθώριο, δεν ερωτεύονται και δεν κάνουν σεξ: θέλουν απλώς τα πάντα, και τα αρπάζουν: καταστρέφοντάς τα. Επίσης, δεν φορούν κάπες, δεν έχουν μακριούς κυνόδοντες, και δεν μιλούν με κεντροευρωπαϊκή ή σλάβικη προφορά. Είναι σκληροί, ή μάλλον πέραν τού σκληρού, μισούν το σύνολο της ανθρωπότητας, και ταξιδεύουν στις ΗΠΑ σκοπεύοντας να τις διαλύσουν. Για την ακρίβεια, θα τα καταφέρουν να τις διαλύσουν. Αυτό το απέθαντο, αιώνιο πλάσμα, ο Αφέντης, που επί δεκαετίες κυνηγά ανεπιτυχώς ο επιζών του Άουσβιτς Αρμενοεβραίος Αβραάμ Σετρακιάν, πρώην καθηγητής λογοτεχνίας και λαογραφίας —που τώρα θα ενώσει τις δυνάμεις του με τον επικεφαλής του Κέντρου Ελέγχου Νοσημάτων της Νέας Υόρκης, Εφ Γκουντγουέδερ, τον εξολοθρευτή παρασίτων Βασίλι Φετ  και μία ολιγάριθμη και ετερόκλητη ομάδα αντρών και γυναικών—, είναι η προσωποποίηση του αρχετυπικού Κακού, ένας κορυφαίος villain, που επιζητεί και οργανώνει έναν πόλεμο κυριαρχίας ανάμεσα στα βαμπίρ του Παλαιού και του Νέου Κόσμου με επίκεντρο ένα αρχαίο μυστικό κείμενο και με όπλο τούς πιο απεχθείς βρικόλακες-ζόμπι που έχουμε δει ποτέ.

Τα βιβλία διαβάζονται αστραπηδόν, οι περιγραφές των συμπλοκών είναι αρκούντως ωμές, οι πιστοί του είδους θα γοητευτούν, οι σελίδες καταβροχθίζονται με μανία. Μην ψάχνετε τις λογοτεχνικές αρετές που πλημμυρίζουν τον Πάνα εδώ, αλλά το κοφτό, ανελέητο μοντάζ του Pacific Rim. O Guillermo το διασκεδάζει, και μαζί του κι εμείς: διασκεδάζουμε τρομάζοντας.


Οι τρεις τόμοι, που συνιστούν ένα μίγμα θρίλερ, τρόμου και μοντέρνου αστυνομικού μυθιστορήματος που εξαπλώνεται σε 1.500 καλά μεταφρασμένες σελίδες, κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Λιβάνη, και μάλιστα σε ιδιαίτερα ελκυστική τιμή.

Κερτ Βόννεγκατ, «Αν αυτό δεν είναι ωραίο, τότε τι είναι;»


Ο Βόννεγκατ δεν υπήρξε μόνο ένας σπουδαίος παραμυθάς αλλά και ένας χαρισματικός ομιλητής  ίσως επειδή ήταν ένας τόσο γλυκύς άνθρωπος, στον αντίποδα, ας πούμε, του Χάρλαν Έλισον, για να τον συγκρίνω με έναν άλλο συγγραφέα Επιστημονικής Φαντασίας. Μπορεί οι εμπειρίες του από τον πόλεμο να τον σημάδεψαν ανεξίτηλα σαν καλλιτέχνη (πάντα, αναγκαστικά, αναφέρεται κανείς όταν μιλά γι' αυτόν στο κολαστήριο της πολύπαθης Δρέσδης και στο Σφαγείο Νούμερο Πέντε), αλλά με έναν παράδοξο τρόπο τού δίδαξαν επίσης να είναι πολύ πιο ανθρώπινος, πολύ πιο γλυκύς, πιο ευγενικός. Η Δρέσδη, και ο θείος του:
Ο θείος μου ο Άλεξ Βόννεγκατ, ασφαλιστικός αντιπρόσωπος […] με έμαθε κάτι πολύ σημαντικό. Είχε πει πως όταν τα πράγματα πηγαίνουν πραγματικά καλά πρέπει να φροντίζουμε να τα προσέχουμε και να το αναγνωρίζουμε. Μιλούσε για πολύ απλές περιστάσεις,  όχι για σπουδαίες νίκες. Ίσως το να πίνει κανείς μια λεμονάδα κάτω από τη σκιά ενός δέντρου, ή το να μυρίζει το άρωμα του φρεσκοψημένου ψωμιού που βγαίνει από έναν φούρνο, ή το να ψαρεύει, ή το να αφουγκράζεται τη μουσική που ακούγεται από μια αίθουσα συναυλιών ενώ ο ίδιος στέκεται στο σκοτάδι απέξω, ή, θα τολμούσα να πω, μετά από ένα φιλί. Μου είχε πει ότι σε τέτοιες στιγμές είναι σημαντικό να λέει κανείς φωναχτά: «Αν αυτό δεν είναι ωραίο, τότε τι είναι;»
Αυτή είναι μία από τις συμβουλές στους νέους που δίνει ο Κ.Β. στις ομιλίες του στις τελετές αποφοίτησης (υπήρξε περιζήτητος, και πραγματικά πόσο προνομιούχοι ήταν οι απόφοιτοι που είχαν την τιμή να τον ακούσουν ζωντανά), μεταξύ πολλών άλλων. Όλες τους είναι «απλές», διόλου (ή πάρα πολύ) δύσκολες, και όλες κατατείνουν στο να είναι (στο να είμαστε) «καλοί», να μισούν τη βία και το οφθαλμόν αντί οφθαλμού, και στο να αγαπούν: την ελευθερία, τους άλλους, τον εαυτό τους, τα καθημερινά πράγματα, τις γειτονιές, τις μικρές πράξεις που μπορεί να σημαίνουν τα πάντα για κάποιον. Και τα βιβλία:
Μην εγκαταλείψετε τα βιβλία. Σου δίνουν μια τόσο ωραία αίσθηση — το φιλικό τους βάρος, ειδικό και μη· ο τρυφερός δισταγμός των σελίδων τους όταν τις γυρίζεις με τα ευαίσθητα ακροδάχτυλά σου. μεγάλο μέρος του εγκεφάλου μας είναι αφιερωμένο στο να αποφασίζει αν αυτό που αγγίζουμε με τα χέρια μάς κάνει καλό ή κακό. Κάθε εγκέφαλος που αξίζει μια δεκάρα γνωρίζει ότι τα βιβλία μάς κάνουν καλό.

Ωραίο βιβλίο. Εννέα λόγοι απέναντι σε νεανικό κοινό, που διατηρούν και σήμερα τη φρεσκάδα τους και, εφόσον αντλήσει κανείς από αυτούς ό,τι μπορεί και πρέπει να αντλήσει, την αποτελεσματικότητά τους. Ιδανικό δώρο και για νέους φοιτητές, όχι μόνο για αποφοίτους  για δεκαοχτάρηδες.

Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη.

Κυριάκος Αθανασιάδης

Δευτέρα 3 Αυγούστου 2015

Lauren Beukes, «Τα λαμπερά κορίτσια»


Το μυθιστόρημα της Νοτιοαφρικανής Μπιούκες την οποία μάς συστήνουν για πρώτη φορά στα ελληνικά οι Εκδόσεις Bell είναι ένα πάντρεμα πολλών ειδών (τρόμου —με καθ’ έξιν δολοφόνο—, επιστημονικής φαντασίας —με ταξίδι στο χρόνο—, αστυνομικό, δράσης, ιστορικό…), αλλά όχι ένα «λίγο απ’ όλα» βιβλίο: είναι μια κατηγορία από μόνο του, και αν κάτι καταφέρνει η συγγραφέας του είναι να αποδείξει ότι η αφηγηματική τεχνική της είναι ακονισμένη σαν το πτυσσόμενο μαχαίρι του χωλού, ψυχρού και απίστευτα σκοτεινού πρωταγωνιστή της, που σκοτώνει τα «λαμπερά κορίτσια» του υπακούοντας σε ένα σχέδιο που δεν μπορεί να κατανοήσει, και που τον ξεπερνά.

Ο Χάρπερ, ο ακούσιος χρονοταξιδιώτης, ξεκινά το τρομακτικό έργο του από την εποχή της Ποτοαπαγόρευσης, πηδά από χρονιά σε χρονιά με άλματα, επιστρέφει πίσω, δοκιμάζει και μαθαίνει, και φτάνει μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας τού ’90, καθώς το Σπίτι που τον έχει φυλακίσει του δίνει τη δυνατότητα να παίζει με το χρόνο —και με τα θύματά του— και να κρύβεται στις πτυχώσεις του. Εξαιρετικό εύρημα, που από μόνο του αρκεί για να σχεδιαστεί και να γραφτεί ένα ανατριχιαστικό βιβλίο τρόμου και αγωνίας, που, από την άλλη, δεν περιέχει πολλές σαδιστικές κορυφώσεις (σχεδόν καμία: η Μπιούκες δεν θέλγεται από την αναπαράσταση της βίας και ρίχνει βιαστικά ένα πέπλο στις σπλάτερ σκηνές — δεν είναι αυτό το θέμα της), αλλά που είναι ακριβώς αυτό: τρομακτικό και αγωνιώδες. Και ευφάνταστο. Τόσο ευφάνταστο μάλιστα, που ενδεχομένως θα γεννήσει μελλοντικά ένα υποείδος, με χρονοταξιδιώτες serial killers — ο χρόνος θα δείξει.

Εντυπωσιάζει στο βιβλίο, επίσης, η πολλή και πολύ σοβαρή δουλειά στην έρευνα που προηγήθηκε, καθώς τα στοιχεία που δίνονται για μία σειρά από πλευρές της ζωής κατά τις δεκαετίες ιδίως τού ’30 και του ’40 στο Σικάγο, την πόλη όπου διαδραματίζεται η κυρίως και οι δευτερεύουσες υποθέσεις του βιβλίου, από τα υπαίθρια λούνα-παρκ με τις παράδοξες ατραξιόν μέχρι τις μεθόδους της αστυνομικής έρευνας, και από το βιαστικό χτίσιμο πλοίων για τον πόλεμο μέχρι τις φυλετικές διακρίσεις και την απαρχή του αγώνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα των μαύρων. Ξεχωριστή μνεία πρέπει ασφαλώς να γίνει στην πρωταγωνίστρια, το μόνο «λαμπερό κορίτσι» που σώζεται από το μαχαίρι του Χάρπερ και που βάζει σκοπό της ζωής της να τον ανακαλύψει και να εκδικηθεί, στη σχέση της με τον μέντορά της, καθώς και στην καθημερινότητά τους μέσα σε μια μεγάλη εφημερίδα. Η Κέρμπι είναι ένας εξαιρετικά καλοσχηματισμένος χαρακτήρας, και οι αναγνώστες θα τη συμπαθήσουν πολύ: αυτό το μυθιστόρημα είναι, επίσης, και ένα φεμινιστικό βιβλίο.


Πολύ καλή, όπως πάντα άλλωστε, η μετάφραση του χαλκέντερου Μιχάλη Μακρόπουλου.

Κυριάκος Αθανασιάδης

Πέμπτη 30 Ιουλίου 2015

Antoine Bello, «Έρευνα για την εξαφάνιση της Εμιλί Μπρυνέ»


Ένας φόρος τιμής στην Άγκαθα Κρίστι, ένα πανέξυπνο αστυνομικό μυθιστόρημα που ακολουθεί την παράδοση των whodunnit ιστοριών μυστηρίου και φόνου της παλιάς σχολής επιχειρώντας, και καταφέρνοντας, να εκμοντερνίσει το είδος, με γράψιμο δροσερό και ανάλαφρο, ειρωνικό και αυτοσαρκαστικό όπως του πρέπει, και με δομή αρκούντως «παραδοσιακά» πρωτότυπη, παρωδία και παρωδία παρωδίας ταυτόχρονα, η Έρευνα για την εξαφάνιση της Εμιλί Μπρυνέ απευθύνεται πρωτίστως στους ρέκτες της Άγκαθα —τόσο επειδή ο ίδιος ο Antoine Bello την ξέρει καλά, την έχει μελετήσει επισταμένως και την αγαπά, όσο και γιατί μπορεί εύκολα, για τους ίδιους λόγους, να την αποδομήσει, ακόμη όμως και να προσποιηθεί ότι την αποκαθηλώνει— όσο και στους φαν του αστυνομικού εν γένει. Θα έλεγε κανείς, ένα αμιγώς καλοκαιρινό ανάγνωσμα.

Γραμμένη υπό μορφήν ημερολογιακών καταχωρίσεων ενός πρώην αστυνομικού επιθεωρητή με 100% λυμένες υποθέσεις στο παλμαρέ του, που όμως μετά από ένα ατύχημα πάσχει από «προχωρητική αμνησία» —η μνήμη του δεν δημιουργεί πια νέες αναμνήσεις: κάθε πρωί έχει ξεχάσει εντελώς τα γεγονότα της προηγούμενης ημέρας, οπότε αναγκάζεται να καταγράφει κάθε βράδυ την πορεία των ερευνών του, ώστε να τα γνωρίζει την επομένη—, του Ασίλ Ντυνό (όνομα που σαφώς παραπέμπει στον Ηρακλή Πουαρό, αλλά και στον ποεδικό-αρχετυπικό Ογκίστ Ντιπέν), ο οποίος έρχεται σε σφοδρή, πλην εξόχως ευγενική, «αριστοκρατική» αντιπαράθεση με τον υπ’ αριθμόν 1 ύποπτο του διπλού φονικού, ενός καθηγητή γνωσιακής ψυχολογίας, του Κλωντ Μπρυνέ, που είναι εξπέρ στον τομέα του και έχει αναπτύξει σχεδόν υπερφυσικές μνημοτεχνικές μεθόδους, οπότε, σε αντίθεση με τον επιθεωρητή, μπορεί να θυμάται τα πάντα, η Έρευνα επιστρατεύει το… φάντασμα του Ηρακλή Πουαρό, τον οποίο ο Ντυνό γνωρίζει τέλεια και θαυμάζει απεριόριστα, για να διαλευκάνει ένα έγκλημα που φαίνεται απλώς αδύνατον να εξιχνιαστεί. Ο χορός των στοιχείων και των «κειμενικών κωδικών σημείων» είναι λαμπρός και καταιγιστικός, οι ανατροπές και τα σημεία καμπής έξοχα, και η μονομαχία των δύο αντρών εφάμιλλη των κλασικών που έχουν χαραχτεί από νεανικά διαβάσματα στη μνήμη μας. Και όλα αυτά σε ένα κείμενο που θέλει να παραμείνει στη σκιά των γιγάντων, παρωδιακό και δοξαστικό περισσότερο και όχι αποκαθηλωτικό.

Ούτε ένα, ούτε δύο, αλλά τριάντα τέσσερα βιβλία της Άγκαθα Κρίστι μνημονεύονται εδώ, και όλα τους παρατίθενται στο Παράρτημα που ακολουθεί τις χρήσιμες Σημειώσεις της μεταφράστριας και της επιμελήτριας, σαν ένας φόρος τιμής, αν μη τι άλλο, της ελληνικής έκδοσης στο Λυχνάρι, τον εκδοτικό Οίκο που μας γνώρισε, μεταξύ άλλων «ελαφρών» αναγνωσμάτων της παραλογοτεχνίας, το έργο της Άγκαθα Κρίστι.


Η πολύ όμορφη μετάφραση είναι της Τιτίκας Δημητρούλια. Στις Εκδόσεις Πόλις κυκλοφορούν άλλα δύο μυθιστορήματα του Bello, οι Παραχαράκτες και οι Ιχνηλάτες.

Τρίτη 28 Ιουλίου 2015

Μάρτα Ριβέρα ντε λα Κρουθ, «H Σημασία των πραγμάτων»


Κατά τον κλασικό χαρακτηρισμό «βιβλία για το καλοκαίρι», που σαφώς και υπάρχουν, σαφώς και γράφονται, εκδίδονται και διαβάζονται αφειδώς, και που βέβαια σπανίως έχουν «καλοκαιρινά» θέματα —ίσα-ίσα, είναι κυρίως αστυνομικά, περιπετειώδη, ερωτικά, φανταστικά, ή ιστορικές σάγκες—, θα χαρακτήριζα τη Σημασία των πραγμάτων της Μάρτα Ριβέρα ντε λα Κρουθ «μυθιστόρημα της Κρίσης», όχι γιατί μιλά γι’ αυτήν, κάθε άλλο, αλλά γιατί είναι ένα ισχυρό αντίδοτο απέναντί της. Όσο το διαβάζεις, δεν υπάρχει περίπτωση να απασχολήσουν το μυαλό σου έγνοιες και περισπασμοί της βάναυσης καθημερινότητας — και όχι επειδή μαζί του θα «ξεχαστείς», αλλά γιατί θα απολαύσεις τους χαρακτήρες του, το διπλό σκηνικό όπου κυρίως διαδραματίζεται, και μια ωραία, έξω από τα οικεία, ανεπαίσθητα ανεπτυγμένη και πανέμορφη ερωτική ιστορία «ωραίας και τέρατος», που καταλαμβάνει διακριτική θέση στις σελίδες του. Είναι ένα μυθιστόρημα που σε συνεπαίρνει και σε κατακτά. Πλούσιο, ευφάνταστο, γενναιόδωρο, καλογραμμένο και πρωτότυπο.

Ο κεντρικός ήρωάς του, ο Μάριο Μένκελ, ένας σύγχρονος, μοντέρνος βολταιρικός Καντίντ, συγγραφέας τού ενός βιβλίου και καθηγητής λογοτεχνίας σε ιδιωτικό πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, είναι ένας ήσυχος, πράος, δειλός, αγαθός ανθρωπάκος κοντά στα πενήντα, που θέλει να περνά ξυστά από τη ροή της ζωής, να μην ενοχλεί και να μην ενοχλείται, σχεδόν σίγουρος πως ευθύνεται ο ίδιος για πολλά από τα κακά του κόσμου, αυτάρκης μέσα σε ένα στενό και καλά τακτοποιημένο περιβάλλον, πλημμυρισμένο ρουτίνα και επαναλαμβανόμενες, στερεοτυπικές κινήσεις: κάτι που γι’ αυτόν συνιστά θαλπωρή και του παρέχει ασφάλεια. Είναι το άκρον άωτον της διακριτικότητας, ένας άνθρωπος στάσιμος και τρομαγμένος, που θέλει να ζει στην αφάνεια με κάθε τρόπο. Ξαφνικά όμως, από τη μια στιγμή στην άλλη, μετά την αυτοκτονία του νοικάρη του, με τον οποίο δεν έχει έρθει ποτέ σε προσωπική επαφή, θα βρεθεί στο κέντρο ενός μικρού κόσμου γεμάτου πράγματα, μικρά, αλλότρια, άχρηστα, παλιά, όμως γοητευτικά και μυστηριώδη, συλλογές μικροαντικειμένων που πλημμυρίζουν το σπίτι του αυτόχειρα και φωνάζουν στον Μάριο να τα προσεγγίσει, να τα μελετήσει, να τα ταξινομήσει και να εξαγάγει ίσως από αυτά μια, ακόμη, ιστορία. Θα αντισταθεί βέβαια, είναι το τελευταίο που θέλει να κάνει ένας χαρακτήρας με τη δική του ψυχοσύνθεση, αλλά με τη βοήθεια μιας γυναίκας που ο ίδιος ονειρεύεται μυστικά επί πολλά χρόνια, της Μπεατρίθ Μιγιάρες, μιας δυναμικής συναδέλφου του που, σε αντίθεση με αυτόν, πατά γερά στα πόδια της, και που ο δειλός καθηγητής λογοτεχνίας θαυμάζει ενστικτωδώς, θα επιχειρήσει να βρει την έξοδο αυτού του λαβυρίνθου, στο μέσον του οποίου χτυπά μια γνωστή, πολύ γνωστή του καρδιά, και ένα πεπρωμένο.

Το βιβλίο, που θα αποζημιώσει όλους τους αναγνώστες του, θα ήταν καλό να διαβάσουν, μεταξύ των άλλων, και επίδοξοι συγγραφείς: είναι ένα καταπληκτικό εργαστήρι δημιουργικής γραφής (η ντε λα Κρουθ, άλλωστε, διδάσκει σε σχολή λογοτεχνικής δημιουργίας, εξ ου και δένει τόσο όμορφα και αβίαστα όλα τα υλικά της, μέχρι το αποκαλυπτικό φινάλε). Και μόνο από τέτοια, ήσσονα μυθιστορήματα, ήσσονα με την έννοια του μη-αριστουργήματος, του μη-μεγαλεπήβολου έργου, δηλαδή ενός «κανονικού» βιβλίου (μυθιστορήματα που λείπουν εμφαντικά από τα ελληνικά Γράμματα), μπορεί να διδαχτεί κανείς πώς γράφουμε (όπως και από ήσσονες ζωγράφους μπορεί να διδαχτεί κανείς να ζωγραφίζει: κανείς δεν μαθαίνει από τον Πικάσο και τον Μπρακ).


Εξαιρετική και ευφυής η μετάφραση της Ιφιγένειας Καλοδίκη, όμορφη έκδοση από την Ωκεανίδα, ένα μυθιστόρημα αισιόδοξο, «έξω καρδιά», που συστήνεται ανεπιφύλακτα.

Κυριάκος Αθανασιάδης

Σάββατο 25 Ιουλίου 2015

Bernhard Schlink, «Η γυναίκα στη σκάλα»


Ο Μπέρνχαρντ Σλινκ απολαμβάνει τις διηγήσεις του, και ίσως γι’ αυτό να μην τους βάζει εμπόδια ή να μην τις περιπλέκει. Το γράψιμό του είναι όσο πιο απλό επιτρέπεται, κομψό και διαυγές, κρυφά επεξεργασμένο και λειασμένο, ρέον και κρυστάλλινο, έξοχα ευκολοδιάβαστο και κεντημένο: ένα καλογυαλισμένο παρκέ στο υπέροχο σαλόνι όπου αφήνει τους ήρωές του να βαδίσουν — τους τρεις συν μία ήρωές του εν προκειμένω, στη Γυναίκα στη σκάλα: η γυναίκα λοιπόν, οι δύο άντρες της, και ο τρίτος, ένας μονήρης εραστής, ο αφηγητής, ή καλύτερα ο μάρτυρας, ο επινοητής, αυτός που παραμένει για να αφηγηθεί και να ονειρευτεί, και εντέλει να πράξει. Όμως εκεί ακριβώς, πάνω στο καλογυαλισμένο παρκέ, μέσα στο υπέροχο σαλόνι, είναι που ξεσπούν φωτιές, εκεί ακριβώς διαπράττονται φόνοι, τελούνται πράξεις μυστικές και καταχθόνιες, εξυφαίνονται πλεκτάνες που οι επιπτώσεις τους θα φανούν μετά από χρόνια, εκεί λέγονται λόγια που δεν έπρεπε να ειπωθούν, και δεν λέγονται ερωτόλογα που έπρεπε να είχαν ειπωθεί, γίνονται πράγματα που θα μάθουμε, ή που κάποιος απλώς θα υπαινιχθεί, όταν πια θα έχουν από καιρό συντελεστεί, όταν πια κανείς δεν θα θέλει να μιλά ή να ακούει γι’ αυτά, γιατί θα ανήκουν σε ένα παρελθόν στεγανό και ξένο. Το παρελθόν είναι μια επικράτεια σκοτεινή, και μόνο ένα σήμερα υπάρχει, που θέλει πολλή δύναμη για να το ζήσεις — πολλή δύναμη, πολλές νέες αποφάσεις, πολύ σθένος, και εντέλει πολλή αγάπη.

Η Γυναίκα στη σκάλα είναι ένα μυθιστόρημα για τον έρωτα (και την αγάπη), αλλά είναι ακόμη, ασφαλώς, ένα μυθιστόρημα για την Τέχνη: τη ζωγραφική, αλλά και τη λογοτεχνία — για την αφήγηση, είτε με χρώματα είτε με λέξεις, και για το κύλισμά της μέσα στο χρόνο, για τις αλλαγές που υφίσταται (κανένα έργο δεν είναι μονοσήμαντο: όλα αλλάζουν και μεταμορφώνονται μπροστά στα μάτια και στις ηλικίες του παρατηρητή) και για τις αλλαγές που προξενεί. Ίσως τα καλύτερα επιμέρους κομμάτια του να έχουν να κάνουν ακριβώς με την καλλιτεχνική αναπαράσταση, τις εντυπώσεις που κομίζουμε από τα καλλιτεχνήματα, την ανθρώπινη ανάγκη για το μύθο, για την εξιστόρηση έξω από το κάδρο και πέρα από τις σελίδες, ακόμη-ακόμη και για τη μεγάλη Δυτική κατάκτηση (ή μοίρα) της κατάργησης του τέλους των ιστοριών, της δραματουργικής ασάφειας, των αφηγηματικών περιπλοκών, της τέχνης ως απόπειρας αναπαράστασης της κατακερματισμένης μας ζωής: μπορούμε να αναστοχαστούμε πάνω στο παρελθόν, αλλά δεν μπορούμε να το ξαναζήσουμε ή να το επινοήσουμε — μπορούμε όμως να παίξουμε μ’ αυτό, και το κάνουμε ευχαρίστως: ο έρωτας, λέει ο Σλινκ, είναι μια καλλιτεχνική κατάφαση. Η Γυναίκα στη σκάλα είναι, τέλος, ένα μυθιστόρημα για τη μνήμη, ένα μυθιστόρημα για την τρίτη ηλικία και ένα μυθιστόρημα για τον έρωτα —  κυριολεκτικά όμως τον ανεκπλήρωτο.

Ο νεαρός δικηγόρος θα ερωτευτεί παράφορα (μία γυναίκα, ή το μοντέλο ενός ζωγράφου, ή την καλλιτεχνική της απεικόνιση), θα ονειρευτεί το μέλλον τους, εκείνη θα εξαφανιστεί, θα βγει από τα όρια του κάδρου, ώσπου κάποια στιγμή θα αναπλάσουν μαζί ένα κοινό για τους δυο τους παρελθόν — και πολλά παραπάνω. Φρανκφούρτη, Ανατολικό Βερολίνο, Αυστραλία, Αμερική: τόποι έρωτα, πάθους, ανομολόγητων πολιτικών πράξεων, θυσίας και θανάτου. Και νοσταλγίας.

Η Γυναίκα στη σκάλα είναι κυρίως, τελικά, ένα μυθιστόρημα για τη νοσταλγία: για πράγματα χαμένα.


Πολύ όμορφη η μετάφραση του Απόστολου Στραγαλινού. Όλα τα βιβλία του Μπέρνχαρντ Σλινκ, και φυσικά το περίφημο Διαβάζοντας στη Χάννα, κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Κριτική.

Κυριάκος Αθανασιάδης

Τετάρτη 22 Ιουλίου 2015

Laurent Binet, «ΗΗhH»


  
Το Himmlers Hirn heist Heydrich είναι ένα συνταρακτικό βιβλίο. Συνταράσσει τον αναγνώστη, και συντάραξε εμφανώς και επί μακρόν τον συγγραφέα του: τόσο, που να μην το εγκαταλείπει ακόμη και όταν, και όσο, το διαβάζουμε εμείς. Ο Λοράν Μπινέ είναι ο αφηγητής, ο μυθιστοριογράφος, ο ιστορικός, αλλά και ο αναγνώστης, ο επιμελητής, ο κριτικός του βιβλίου του, αυτού του πολύ προσωπικού πρότζεκτ που ανέλαβε και που στη διάρκεια όσων χρόνων χρειάστηκε να ερευνήσει, να τεκμηριώσει, να ταξιδέψει, να δει, να ψάξει, να αναρωτηθεί και να γράψει (και να σβήσει) τον ρούφηξε μέσα του, ίσως-ίσως και να τον επινόησε κιόλας. Σε κάποιες σκηνές, μάλιστα, του βιβλίου «παίζει» και ο ίδιος, όχι απλώς παίρνοντας το μέρος ενός από τους δύο ήρωές του, του Σλοβάκου και του Τσέχου κομάντο, αλλά μπαίνοντας στο μυαλό τους όσο σχεδόν ποτέ ένας παντογνώστης αφηγητής κατάφερε ποτέ να μπει: κάνοντάς το, πονάει και ματώνει. Όμως, παράλληλα, αυτό ακριβώς είναι που τον εξοργίζει (που εξοργίζει τον Λοράν Μπινέ): αρνείται ότι ξέρει την αλήθεια, ή την αλήθεια αφτιασίδωτη, αμφισβητεί διαρκώς το καθετί, χτίζει την πλοκή με ξεφτίδια ντοκουμέντων, κοιτά το δημιούργημά του και το παρατηρεί ξανά και ξανά για να τονίσει τις αδυναμίες του, τα θολά πειστήρια, τις βαθιές ή επιπόλαιες ατέλειές του. Ο Λοράν Μπινέ ζει στο βιβλίο του, το γράφει και το διορθώνει μπροστά μας, αναπαριστά την Ιστορία αρνούμενος να επινοήσει οτιδήποτε, αλλά πλέκοντάς την, εντέλει, με δυο μεγάλες βελόνες-πένες, για να καταδείξει πως οι ήρωές του, ο Σλοβάκος και ο Τσέχος κομάντο, οι σύμμαχοί τους, οι συμπολεμιστές τους, οι συμπατριώτες τους, οι μικρής και μεγάλης κλίμακας αντιστασιακοί πυρήνες στην κατεχόμενη Τσεχοσλοβακία, στην κατεχόμενη Ευρώπη, είναι καταστάσεις που ξεφεύγουν από οποιαδήποτε ιστορικά καλούπια, ξεφεύγουν από το ατομικό, ενδεχομένως —αν και, ταυτόχρονα, πάντα είναι πολύ συγκεκριμένες οι μονάδες, τα πρόσωπα που τις ενσαρκώνουν, και πολύ συγκεκριμένη η ζωή τους και πολύ συγκεκριμένος ο θάνατός τους—, και αναπαριστούν με την πορεία, τις επιλογές τους και τη θυσία τους, και με τις μικρές ή μεγάλες τους πράξεις, και με τα λόγια τους, που κανείς ζωντανός δεν μπορεί να ανακαλέσει πια, γιατί κανείς που τα άκουσε δεν μας τα μετέφερε ποτέ, αναπαριστούν το αντίπαλο δέος του έσχατου τρόμου: του Κακού· των ναζί. Ο Λοράν Μπινέ, με τον τρόπο του, κάνει αντίσταση στη ναζιστική θηριωδία και, μολονότι δεν θυσιάζεται ο ίδιος, θυσιάζει ένα ολόκληρο κομμάτι της ζωής του — κάνει ένα τρομερό σαμποτάζ εβδομήντα χρόνια μετά από το εξιστορούμενο. Κι αυτό είναι συνταρακτικό και γι’ αυτόν, και για μας. Κι ας αμφιβάλλει ο ίδιος διαρκώς:

Είναι μια μάχη χαμένη εκ των προτέρων. Δεν μπορώ να αφηγηθώ αυτή την ιστορία όπως πρέπει. Όλο αυτό το συνονθύλευμα από πρόσωπα, γεγονότα, ημερομηνίες, και οι αυξανόμενες στο διηνεκές σχέσεις αιτίου-αιτιατού, κι όλοι αυτοί οι άνθρωποι, οι πραγματικοί άνθρωποι, που έζησαν στ’ αλήθεια, οι ζωές τους, οι πράξεις και οι σκέψεις τους, που εγώ μόνο ένα απειροελάχιστο κομμάτι τους έχω ίσα-ίσα αγγίξει… Πέφτω συνέχεια πάνω στον τοίχο της Ιστορίας, όπου αναρριχάται και απλώνεται, χωρίς ποτέ να σταματάει, ολοένα και πιο ψηλός, ολοένα και πιο πυκνός, ο αποθαρρυντικός κισσός της αιτιότητας.

Το πορτρέτο του Ράινχαρντ Χάιντριχ είναι ιστορημένο με πλήθος λεπτομέρειες, με τρομερή και κοπιώδη έρευνα από πίσω, οπότε εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα μόνο ηγετικό στέλεχος των ναζί, το Ξανθό Κτήνος, αλλά για την ίδια της ιστορία της ανόδου του εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία, για το χτίσιμο του Γ΄ Ράιχ και για τον τρόπο και το στιλ που επέλεξε να λερώσει τον πολιτισμό. Ο Χασάπης της Πράγας, το απόλυτο τέρας, ζει, δημιουργείται, σκοτώνει και πεθαίνει εφιαλτικά:

Προφανώς οι λόγοι για τους οποίους ο Χίτλερ αγαπάει τον Χάιντριχ είναι πολύ διαφορετικοί, αν όχι διαμετρικά αντίθετοι. Όπως ο Σπέερ ενσαρκώνει την ελίτ ενός κόσμου «κανονικού», στον οποίο ο Χίτλερ δεν ανήκε ποτέ, έτσι κι ο Χάιντριχ αποτελεί το πρότυπο του τέλειου ναζί: ψηλός, ξανθός, σκληρός, τυφλά υπάκουος και απίστευτα αποτελεσματικός. Μάλιστα, η ειρωνεία της τύχης θέλει να τρέχει εβραϊκό αίμα στις φλέβες του, σύμφωνα με τον Χίμλερ. Η σφοδρότητα όμως με την οποία μάχεται και κατανικά αυτό το διεφθαρμένο κομμάτι του εαυτού του αποδεικνύει, στα μάτια του Χίτλερ, την ανωτερότητα της άριας πάστας σε σχέση με την εβραϊκή. Κι αν ο Χίτλερ πιστεύει όντως πως ο Χάιντριχ είναι εβραϊκής καταγωγής, θα πρέπει να του είναι πολύ πιο ευχάριστο που τον μετατρέπει σε άγγελο εξολοθρευτή του λαού του Ισραήλ, αναθέτοντάς του την ευθύνη για την Τελική Λύση.

Το βιβλίο (ένα ιδιότυπο, μοντέρνο μυθιστόρημα  μυθιστόρημα πάντως, έστω και εν πολλοίς «υβριδικό»... αλλά και ποιο δεν είναι;) διαβάζεται πυρετωδώς και ασθματικά. Δεν τολμώ να γράψω «απολαυστικά», γιατί είναι ένα χρονικό, όχι μόνο ηρωισμού και θυσίας, αλλά απίστευτων θηριωδιών, άλλων γνωστών, άλλων πιο άγνωστων, εδώ όμως μαζεμένων σε βαθμό που θες συχνά να κλείσεις τα μάτια και να μη σκέφτεσαι. Θέλεις να ξεχάσεις. Αλλά δεν τα κλείνεις.

Σπουδαίο βιβλίο. Και δίκαια βραβεύτηκε ο (ξαναλέω: καταπονημένος) συγγραφέας του, που φαίνεται πως δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτό, και ίσως ποτέ να μην ξεφύγει. Πήρε το κομμάτι αυτό της ιστορίας (την απόπειρα δολοφονίας του τέρατος από δύο εθελοντές πατριώτες σαμποτέρ που ήξεραν πως επιλέγοντας την εκτέλεσή του επέλεγαν και τον δικό τους θάνατο) και το έκανε δικό του.

Η έκδοση είναι εξαιρετική, και η μετάφραση του Γιώργου Ξενάριου αριστουργηματική, εξαίσια.

Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κέδρος.


ΥΓ. Έψαξα και είδα πως το HHhH θα γυριστεί ταινία. O Λοράν Μπινέ εμπλέκεται, φυσικά, στο σενάριό της. Πιστεύω πως θα ζητήσει και να παίξει κάποιον μικρό βουβό ρόλο σ' αυτήν. Δεν μπορεί να ξεφύγει από όλο αυτό.

Κυριάκος Αθανασιάδης