Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκδόσεις Bell. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκδόσεις Bell. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 3 Αυγούστου 2015

Lauren Beukes, «Τα λαμπερά κορίτσια»


Το μυθιστόρημα της Νοτιοαφρικανής Μπιούκες την οποία μάς συστήνουν για πρώτη φορά στα ελληνικά οι Εκδόσεις Bell είναι ένα πάντρεμα πολλών ειδών (τρόμου —με καθ’ έξιν δολοφόνο—, επιστημονικής φαντασίας —με ταξίδι στο χρόνο—, αστυνομικό, δράσης, ιστορικό…), αλλά όχι ένα «λίγο απ’ όλα» βιβλίο: είναι μια κατηγορία από μόνο του, και αν κάτι καταφέρνει η συγγραφέας του είναι να αποδείξει ότι η αφηγηματική τεχνική της είναι ακονισμένη σαν το πτυσσόμενο μαχαίρι του χωλού, ψυχρού και απίστευτα σκοτεινού πρωταγωνιστή της, που σκοτώνει τα «λαμπερά κορίτσια» του υπακούοντας σε ένα σχέδιο που δεν μπορεί να κατανοήσει, και που τον ξεπερνά.

Ο Χάρπερ, ο ακούσιος χρονοταξιδιώτης, ξεκινά το τρομακτικό έργο του από την εποχή της Ποτοαπαγόρευσης, πηδά από χρονιά σε χρονιά με άλματα, επιστρέφει πίσω, δοκιμάζει και μαθαίνει, και φτάνει μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας τού ’90, καθώς το Σπίτι που τον έχει φυλακίσει του δίνει τη δυνατότητα να παίζει με το χρόνο —και με τα θύματά του— και να κρύβεται στις πτυχώσεις του. Εξαιρετικό εύρημα, που από μόνο του αρκεί για να σχεδιαστεί και να γραφτεί ένα ανατριχιαστικό βιβλίο τρόμου και αγωνίας, που, από την άλλη, δεν περιέχει πολλές σαδιστικές κορυφώσεις (σχεδόν καμία: η Μπιούκες δεν θέλγεται από την αναπαράσταση της βίας και ρίχνει βιαστικά ένα πέπλο στις σπλάτερ σκηνές — δεν είναι αυτό το θέμα της), αλλά που είναι ακριβώς αυτό: τρομακτικό και αγωνιώδες. Και ευφάνταστο. Τόσο ευφάνταστο μάλιστα, που ενδεχομένως θα γεννήσει μελλοντικά ένα υποείδος, με χρονοταξιδιώτες serial killers — ο χρόνος θα δείξει.

Εντυπωσιάζει στο βιβλίο, επίσης, η πολλή και πολύ σοβαρή δουλειά στην έρευνα που προηγήθηκε, καθώς τα στοιχεία που δίνονται για μία σειρά από πλευρές της ζωής κατά τις δεκαετίες ιδίως τού ’30 και του ’40 στο Σικάγο, την πόλη όπου διαδραματίζεται η κυρίως και οι δευτερεύουσες υποθέσεις του βιβλίου, από τα υπαίθρια λούνα-παρκ με τις παράδοξες ατραξιόν μέχρι τις μεθόδους της αστυνομικής έρευνας, και από το βιαστικό χτίσιμο πλοίων για τον πόλεμο μέχρι τις φυλετικές διακρίσεις και την απαρχή του αγώνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα των μαύρων. Ξεχωριστή μνεία πρέπει ασφαλώς να γίνει στην πρωταγωνίστρια, το μόνο «λαμπερό κορίτσι» που σώζεται από το μαχαίρι του Χάρπερ και που βάζει σκοπό της ζωής της να τον ανακαλύψει και να εκδικηθεί, στη σχέση της με τον μέντορά της, καθώς και στην καθημερινότητά τους μέσα σε μια μεγάλη εφημερίδα. Η Κέρμπι είναι ένας εξαιρετικά καλοσχηματισμένος χαρακτήρας, και οι αναγνώστες θα τη συμπαθήσουν πολύ: αυτό το μυθιστόρημα είναι, επίσης, και ένα φεμινιστικό βιβλίο.


Πολύ καλή, όπως πάντα άλλωστε, η μετάφραση του χαλκέντερου Μιχάλη Μακρόπουλου.

Κυριάκος Αθανασιάδης

Σάββατο 11 Ιουλίου 2015

Clive Barker, «Τα Ευαγγέλια της Κολάσεως»


Ο Μπάρκερ είναι σπουδαίος καλλιτέχνης, και τα βιβλία του δεν είναι παρά μία μόνο έκφανση της ακόρεστης και σπάνιας δημιουργικής του ανάγκης, που πιο πολύ σχετίζεται με ό,τι γενικά λέμε «εικαστικές τέχνες»: οι εικόνες που συνθέτει, η φαντασμαγορική παλέτα των χρωμάτων του, ο ιδιότυπος εξπρεσιονισμός του, η dark fantasy οπτική του, οι πελώριες συνθέσεις του, οι μαγευτικές ιδέες του, η αφηγηματική του άνεση, οι ξεχωριστοί, έξαλλοι χαρακτήρες του, αλλά και οι καθαυτό ταινίες του, και η γραφιστική του, και η ζωγραφική του, και τα κόμιξ του, τον καθιστούν έναν μοντέρνο Πίτερ Μπρίγκελ (όχι τηρουμένων των αναλογιών: το εννοώ). Παρά ταύτα, είναι ένας ζωγράφος μεγάλων επιφανειών που ιστορεί τις συνθέσεις του κυρίως με λέξεις: είναι ένας παραμυθάς — ένας μεγάλος και σπουδαίος παραμυθάς. Και το κάνει όλο αυτό σε υψηλό πάντα επίπεδο τριάντα χρόνια τώρα. Πολύ μεγάλο διάστημα.

Τα Ευαγγέλια της Κολάσεως είναι συναρπαστικά. Το καλύτερο βιβλίο του από την εποχή του αξέχαστου Υφαντόκοσμου. Και για όσους αγαπούν, όπως εγώ, τον Τρόμο, και δη το σπλάτερ, εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα αρχετυπικό μυθιστόρημα του είδους, που έπρεπε να γραφτεί και οφείλαμε να το διαβάσουμε. Είναι πελώριο σαν σύνθεση, φιλόδοξο, σκληρό, περιγραφικό, γκροτέσκο, χιουμοριστικό και πανέξυπνο: μία τοιχογραφία, ένα fresco, στο κλίτος ενός εξαιρετικά σκοτεινού ναού. Δεν το χορταίνεις. Και, επιτέλους, είναι ένα μυθιστόρημα για και με τον Πίνχεντ! Έναν Πίνχεντ που εδώ υπερβαίνει τα όρια της φόρμας του και της κοψιάς του, καθώς και της ίδιας του της υλικής υπόστασης, της φύσης του, και που συλλαμβάνει και εκτελεί ένα σχέδιο σχεδόν θεϊκών διαστάσεων — ή τέλος πάντων σίγουρα σατανικών: με την κυριολεκτική έννοια της λέξης. Αν μη τι άλλο, το μισό και παραπάνω βιβλίο διαδραματίζεται στην ίδια την Κόλαση: έναν τόπο με λίγες φωτιές, με πολλή παγωνιά, με παράδοξους ανέμους, μη ευκλείδεια γεωμετρία (και μη ευκλείδεια αρχιτεκτονική) και με χιλιάδες χιλιάδων δαίμονες και κολασμένους.

Πρωταγωνιστής στα Ευαγγέλια είναι ο ιδιωτικός ντετέκτιβ —με ειδίκευση στο υπερφυσικό— Χάρι Ντ’Αμούρ, παλιός γνώριμός μας (πρωτοεμφανίστηκε στα Βιβλία του αίματος και έκτοτε κάνει σποραδικές εμφανίσεις στα βιβλία και στα κόμιξ του Μπάρκερ, ενώ τον είδαμε φυσικά και στην Αείπολη), και τα δεκάδες τατουάζ-φυλαχτά του — εδώ που τα λέμε, το δέρμα σχεδόν όλων στο βιβλίο είναι διάστικτο: όλοι οι ήρωες είναι οι ίδιοι κινούμενοι πίνακες. Μαζί με τον Ντ’Αμούρ, προελαύνει στην Κόλαση και μια ετερόκλητη παρέα φίλων και συμμάχων του, που, πέραν όλων των άλλων, αναλαμβάνουν το ρόλο του σχολιασμού των τεκταινομένων, προσφέροντας στον αναγνώστη κυρίως ψυχολογική διέξοδο, «ανάσες», όπως ακριβώς τα εμβόλιμα κωμικά στοιχεία στις τραγωδίες του Σέξπιρ: γιατί αυτά που συμβαίνουν στις τετρακόσιες σελίδες αυτού του βιβλίου είναι πολύ δυνατά· σχεδόν μη ανεκτά, εδώ που τα λέμε, από όσους δεν συμπαθούν το είδος.

Με δυο λέξεις: στα συναρπαστικά Ευαγγέλια της Κολάσεως ο Κλάιβ Μπάρκερ φοράει τα καλά του: την καλύτερη δερμάτινη μπέρτα του, με τα μπρούντζινα διακοσμητικά καρφιά.



Όλα τα βιβλία του Μπάρκερ —ενός σπουδαίου και δυναμικού ακτιβιστή των δικαιωμάτων των γκέι επίσης, πρέπει να προσθέσουμε— κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Bell. Η εξαιρετική μετάφραση των Ευαγγελίων ανήκει στη χαλκέντερη Γωγώ Αρβανίτη, που έχει υπογράψει δεκάδες μεγάλα και δύσκολα μυθιστορήματα σε μια μακρά καριέρα αξιώσεων.


Κυριάκος Αθανασιάδης

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

Stephen King, «Αναβίωση»


Το να είσαι ο βασιλιάς της ποπ κουλτούρας δεν είναι εύκολο, και το να είσαι ο βασιλιάς της ποπ κουλτούρας επί τέσσερις δεκαετίες είναι ακόμη δυσκολότερο: δεν μπορείς να χάσεις, δεν γίνεται να επιτρέψεις στον εαυτό σου να μείνει πίσω, να ξεπεραστεί, ή έστω να ξεκουραστεί — κι αυτός ακριβώς είναι ο συντομότερος και ασφαλέστερος δρόμος για την καταστροφή, όχι μόνο για την εκθρόνισή σου. Όταν είσαι ο βασιλιάς της ποπ κουλτούρας είτε δεν μπορείς να το αντέξεις επί πολύ, οπότε και καταρρέεις, είτε είσαι ο Στίβεν Κινγκ. Και, όταν είσαι ο Στίβεν Κινγκ, απλώς δεν μπορεί να σε αγγίξει τίποτε, και σίγουρα όχι οι φωνές διαμαρτυρίας κάποιων: «Έι! αυτό δεν ήταν τόσο καλό — έι! σε τούτο εδώ πρέπει να βαριόταν, δεν το νομίζετε κι εσείς;» Γιατί είναι φωνές κούφιες και άνευ σημασίας. Και αστείες.

Η Αναβίωση (Εκδόσεις Bell) είναι ένα από τα βασικότερα μυθιστορήματα του Κινγκ (και από τα πιο ανατριχιαστικά), και μιλώ για το κόρπους του πλέον. Μπορεί μόλις να υπαινίχθηκα πως το έργο του είναι τόσο σημαντικό στο σύνολό του που είναι ανόητο να ξεχωρίζεις αρνητικά κάποια βιβλία —σαν να χαρακτηρίζεις μέτρια κάποια σχέδια με κάρβουνο του Πικάσο—, αλλά δεν ισχύει καθόλου το αντίθετο. Είμαι σίγουρος πως στο προσωπικό Top-10 πολλών από μας, αν όχι των περισσοτέρων, η Αναβίωση θα βρει σίγουρα μία θέση. Και είναι το βιβλίο εκείνο που, περισσότερο από πολλά άλλα, έχει τα φόντα να γεννήσει άλλη μια γενιά αναγνωστών της πρώιμης περιόδου του. Γιατί; Όχι βέβαια μόνο επειδή είναι μια ιστορία καλογραμμένη, λεπτοδουλεμένη, απλωμένη σε πέντ’-έξι δεκαετίες, με δεκάδες αξιομνημόνευτες φράσεις, από αυτές που ο δάσκαλος μας χαρίζει όλη μας τη ζωή με απλοχεριά, με χιούμορ, με ζωντάνια, με κριτική στην κρατούσα θρησκεία, με φαντασία συγκρατημένα αχαλίνωτη, με μια πλοκή σχεδόν αόρατη, που σιγά-σιγά, και ανεπαίσθητα, τυλίγεται γύρω από τους ήρωες και τους σφίγγει (και τους σφίγγει το λαιμό), με έναν κεντρικό χαρακτήρα φοβερής, σπάνιας δυναμικής, με ένα καταληκτήριο κρεσέντο τόσο έντονο, τόσο παθιασμένο και τόσο τρομακτικό όσο λίγα, καθώς τέτοια ή παρόμοια χαρακτηριστικά έχουν και άλλα του μυθιστορήματα· και, αν μη τι άλλο, όλα τους είναι καλά δουλεμένα και καλά, πολύ καλά κουρντισμένα, σαν λεπτεπίλεπτοι, ακριβοί ωρολογιακοί μηχανισμοί. Όχι γι’ αυτά. Αλλά —μολονότι, ξαναλέω, είναι όλα αυτά, και άλλα πολλά ακόμη— γιατί εδώ ο Κινγκ, τη στιγμή που λες ότι είναι πια καιρός να αλλάξει, και να κάνει ίσως άλλα πράγματα, τη στιγμή κατά την οποία πράγματι κάνει μία αδιανόητη στροφή με την τριλογία που ξεκίνησε με τον καταπληκτικό Κύριο Μερσέντες, που δεν τον έβαλε απλώς στη χορεία των συγγραφέων Αστυνομικών θρίλερ αλλά απευθείας στην κορυφή τους, εδώ, στην Αναβίωση, βάζει το κεφάλι κάτω (και βουτάει και το δικό μας από το σβέρκο), σφίγγει πεισματάρικα τα δόντια και ξαναγυρνά για μια τελευταία και αποστομωτική φορά σε όλο του το παρελθόν, κορφολογώντας ό,τι χρειάζεται για —θα έλεγες— να ξεμπερδέψει οριστικά μαζί του: με τον καλό ή με τον δύσκολο τρόπο. Και δεν παίρνει στοιχεία μόνο από το δικό του λογοτεχνικό παρελθόν, και μάλιστα πολλά, ούτε αποκλειστικά από την προσωπική του πορεία, από το βίο του: από την παιδική του ηλικία μέχρι την ομολογημένη εξάρτησή του από τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, ή από τη σχέση του με το ροκ, και τις ροκ μπάντες, μέχρι το πάθος του με τα αυτοκίνητα, για να αναφέρω μόνο δυο-τρία: παίρνει στοιχεία, και το κάνει φανερά, δεν το κρύβει, κάθε άλλο, από τα νεανικά του διαβάσματα, από τον τρόπο που τον σημάδεψαν (όπως σημάδεψαν για πάντα και μας, και μας πονάνε) και από το πώς ένιωθε όταν πρωτοταξίδεψε μαζί μ’ εκείνους τους συγγραφείς. Το κάνει να φαίνεται απλό, ιδίως όταν επαναλαμβάνει κάποιες κλασικές, στερεότυπες φράσεις του Λάβκραφτ (δεν εννοούσα μόνο αυτόν και τον Κύκλο του όταν είπα για νεανικά διαβάσματα, κυρίως είχα κατά νου τους μεγάλους Αμερικανούς, όπως τον Χόθορν και τον Μέλβιλ), αλλά δεν είναι. Είναι δύσκολο (και επικίνδυνο), και για λίγους.

Η Αναβίωση, για να μην τραβήξει σε μάκρος η παρούσα καταχώριση, είναι με δυο λόγια ο Μόμπι-Ντικ της Λογοτεχνίας Τρόμου, κοιταγμένος σε έναν σπασμένο παραμορφωτικό καθρέφτη.

Κυριάκος Αθανασιάδης

Saul Black, «Μαθήματα φόνου»


Συνειδητοποίησε σαν για πρώτη φορά ότι αυτό συνέβαινε στις γυναίκες από την αρχή, είδε φευγαλέα δισεκατομμύρια γυναίκες, ζωντανές και νεκρές, η αδελφότητα των θυμάτων που το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να παρακολουθεί, που δε μπορούσε να της προσφέρει τίποτα πέρα από τη γνώση ότι αυτό θα ήταν το δικό της εξειδικευμένο τέλος αυτής της ιστορικής σταθεράς, ο δικός της βιασμός, ο δικός της θάνατος. 

Ένας κατά συρροή δολοφόνος και ο «βοηθός του» δολοφονούν γυναίκες και τις εγκαταλείπουν σε άλλη πολιτεία από εκείνη όπου τις σκότωσαν. Μια αστυνομικός έχει καταστρέψει την προσωπική της ζωή προσπαθώντας να τους συλλάβει. Ένας ηλικιωμένος βρίσκει στο κατώφλι του ένα δεκάχρονο κορίτσι σχεδόν νεκρό από το κρύο. Ένα κορίτσι περιμένει τη σειρά της στο σκοτεινό υπόγειο ενός σπιτιού. Ξέρει τι την περιμένει.

Τα καλά νέα είναι ότι με 7,5 ευρώ θα πάρετε ένα πολύ καλό αστυνομικό μυθιστόρημα, με σφιχτή πλοκή και ένα θέμα που μισούμε να αγαπάμε: κατά συρροή δολοφονίες γυναικών.

Τα άσχημα νέα είναι ότι το βιβλίο είναι περιγραφικό, όσο χρειάζεται για να έχεις μια καλή εικόνα του τρόπου με τον οποίο βασανίζουν τα θύματά τους οι δολοφόνοι και όσο χρειάζεσαι για να κοιτάζεις πίσω από τον ώμο σου όταν περπατάς μόνη στα στενά σοκάκια (λ.χ., στην Προξένου Κορομηλά). Όπως άλλωστε γράφει στο οπισθόφυλλο: «Μη διαβάσετε αυτό το βιβλίο. Κανένας αναγνώστης δεν αξίζει να τρομάξει τόσο».

Το (προφανώς) ψευδώνυμο του συγγραφέα Saul Black ανήκει στον Glen Duncan, ο οποίος επιλέγει να πειραματιστεί σε ένα άλλο είδος από εκείνο στο οποίο έχει συνηθίσει το κοινό του.

Οι Εκδόσεις Bell γνωρίζουν πολύ καλά το συγκεκριμένο είδος και ξέρουν να επιλέγουν τα καλύτερα.



Κική Τσιλιγγερίδου